Further tags

Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:

α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή

β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.

Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.

Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!

  1. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
    ... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...

  2. (πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...

  3. ... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...

  4. (από τη ζωή)
    -Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
    -Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!

(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν από κάθε ομαδικό παιδικό παιχνίδι συνηθίζεται να τα βγάζουνε για να επιλέξουν τις ομάδες, τους αρχηγούς ή το παιδί που αναλαμβάνει κάποιον συγκεκριμένο ρόλο απέναντι στα υπόλοιπα (π.χ. τυφλόμυγα, μάνα, αυτός που φυλάει στο κυνηγητό κτλ).

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι τα παιδιά να σχηματίζουν κύκλο και κάποιο από αυτά να λέει ένα τραγουδάκι συλλαβή-συλλαβή (π.χ αμπεμπαμπλόμ..., βλ. παραδείγματα και βίντεο), δείχνοντας σε κάθε συλλαβή και ένα παιδί και διαλέγοντας το παιδί που δείχνει στην τελευταία συλλαβή. Άλλοι τρόποι είναι με αριθμάκια, με ξυλαράκια διαφορετικών μεγεθών, με κορώνα-γράμματα κτλ (βλ. παράδειγμα 1).

  1. (από εδώ)
    «-ΤA BΓΑΖΟΥΜΕ; Για το πώς κανονιζόταν η πρωτιά στο παιχνίδι, ποιός θα έκανε τον αρχηγό ή τη μάνα ή ποιός θα τα φύλαγε ή πώς θα μοίραζαν τους παίκτες. H διαδικασία γινόταν με διάφορους τρόπους. Περιγράφουμε μερικούς:

1) Mε τα πόδια: «Βάζουμε πόδια;» Δυο παιδιά έκαναν τους αρχηγούς και στέκονταν, ο ένας απέναντι του άλλου σε απόσταση, 3-4 μέτρα. Άρχιζαν να πλησιάζουν το ένα παιδί το άλλο, «βάζοντας πόδια», δηλαδή για κάθε παιδί το τακούνι του δεξιού παπουτσιού ακούμπαγε στη μύτη του αριστερού κ.ο.κ.. Όποιος πατούσε με το πόδι του, το πόδι του άλλου πρώτος, έπαιρνε πρωτιά και έκανε επιλογή παικτών.

2) Με κεραμιδάκι ή πλατύ βότσαλο: Έφτυναν στο ένα μέρος και έλεγαν «Ήλιος και βροχή» «Φτυσμένο, άφτυστο», το στριφογύριζαν στον αέρα σαν το «κορώνα-γράμματα».

3)Μονά-ζυγά :Έφερναν τα χέρια πίσω, έβαζαν στη μια φούχτα στην άλλη πετραδάκια και έφερναν την φούχτα μπροστά. Όποιος πετύχει τα πετραδάκια, αν είναι «μονά ή ζυγά» στη φούχτα, έπαιρνε πρωτιά.

4) Με μπάστακα: Πέτρα –σημείο, όπου ρίχνουν τα παιδιά πέτρες από μια γραμμή και όποιος πήγαινε πιο κοντά, έπαιρνε πρωτιά.

5)Σε όποιο χέρι υπάρχει πετραδάκι: Έπαιρναν ένα πετραδάκι, έφερναν τα χέρια πίσω του, μετά έφερναν τα χέρια μπροστά κλειστά και ρωτούσαν : « σε ποιο είναι η πέτρα»; Όποιος το έβρισκε έκανε τη μάνα.

6)ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: Άρχιζε ένα παιδί να λέει τραγουδάκι, δείχνοντας συγχρόνως με το δάκτυλο ένα- ένα παιδί. Τον τελευταίο στίχο τον έλεγαν πιο αργά από τους άλλους. Όποιο παιδί έδειχνε τελευταίο έκανε τη μάνα, τον αρχηγό ή τον φύλακα ή είχε πρωτιά. Τέτοια τραγούδια ήταν τα παρακάτω:

Α)ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗΝ ΠΙΠΕΡΙΑ
Ανέβηκα στην πιπεριά
να κόψω ένα πιπέρι
κι η πιπεριά τσακίστηκε
και με κόψε το χέρι.

Δώσ’ με το μαντιλάκι σου
το χρυσοκεντημένο
να δέσω το χεράκι μου που το ‘χω ματωμένο.

Β)ΑΝΕΒΑΙΝΩ ΣΤΗ ΣΥΚΙΑ Ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά( ή στη ρεβιθιά!)
πίνω το γλυκό κρασί
απ’ την κούπα τη χρυσή
και φωνάζω κούι-κούι
και κανένας δε με ακούει.

Γ) ΑΛΦΑ- ΒΗΤΑ Άλφα βήτα το ρορό,
το κεφάλι σου ξερό.
(και το δικό μου μαλακό).

Άλφα βήτα κόψε πίτα,
δωσ’ και μένα ένα κομμάτι
(ή δωσ’ και μένα την πατίκα)

Δ) ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ ΘΕΟΛΟΓΟ
Αϊ Γιάννη Θεολόγο
πες με ντον καλό τον λόγο….

Ε) ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΙΓΗ
Το καράβι την αυγή έρχεται απ’ τη Σιγή….

ΣΤ) ΜΑΓΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
-Αμπεμπαμπλόμ
Αμπεμπαμπλόμ του κειθεμπλόμ
Αμπεμπαμπλόμ του κειθεμπλόμ μπλιμ μπλομ.»

  1. (από εδώ)
    «“Παίζουμε κρυφτό;” “Ναι” “Αλλά, ποιος θα τα φυλάει;” “Να τα βγάλουμε!”

Αυτό το μικρό βιβλιαράκι μας δίνει μερικούς τρόπους για να δούμε ποιος τελικά “θα τα φυλάει” και όχι μόνο.

Σε κάθε παιδικό παιχνίδι, ομαδικό φυσικά πριν αρχίσουμε αποφασίζουμε είτε ποιος παίζει πρώτος, είτε ποιος κυνηγάει –εάν πρόκειτε για κυνηγητό- είτε ποιος “θα τα φυλάει” –εάν πρόκειτε για κρυφτό-.

Στην πρισπάθεια μας να συγκεντρώσουμε, να διαδώσουμε και να διατηρήσουμε στην μνήμη μας το “στοιχάκια” που λέγαμε ρυθμικά πριν ξεκινήσουμε το παιχνίδι μας, δημιουργήσαμε αυτό που κρατάτε στα χέρια σας.

ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ;

Τα παιδιά μαζεύονται σ΄ ένα σημείο σχηματίζοντας κύκλο.

Ένα από αυτά, λέει ρυθμικά το στιχάκι και σε κάθε συλλαβή ή λέξη δείχνει κι από ένα παιδί (συνήθως από τα δεξιά στα αριστερά). Το παιδί που δείχνει όταν πεί την τελευταία συλλαβή είναι αυτό που θα “τα φυλάει” ή που θα παίξει πρώτο, μπορεί όμως και να συμβεί το αντίθετο. Σ΄αυτή την περίπτωση το παιδί απομακρύνεται από τον κύκλο και τα υπόλοιπα παιδιά συνεχίζουν μέχρι να μείνει ένα, το τελευταίο απ΄όλα, το οποίο θα “τα φυλάει”, θα κυνηγάει ή θα παίξει πρώτο ανάλογα.»

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαιχτική έκφραση, έναντι μακράς εις μάτην αναμονής τινός.

Ιδίως στο τάβλι, έχει την σημασία της ματαιοπονίας του αντιπάλου που περιμένει να απεγκλωβιστεί από εξάπορτο ή κωλυσιεργεί να την πουλέψει στη φεύγα (αφού κατά το δημώδες του φεύγα η μάνα ποτέ δεν έκλαψε).

Συναφείς κοροϊδευτικές εκφράσεις: Βάλε τα καλά σου, ετοιμάσου, περίμενε τον αγύριστο κλπ.

Η έκφραση ανάγεται στην παλιά συνήθεια του τραταρίσματος των μουσαφιρέων με γλυκό του κουταλιού (νεραντζάκι, συκαλάκι, σταφύλι, κυδώνι κλπ) όπου, κατά το τελετουργικό, καλούνταν να πουν μιαν ευχή προς τον αμφιτρύωνα μπουκωμένοι με το γλυκό, π.χ. «Και στις χαρές σας!» και καπάκι να πιουν απνευστί το νερό (κάνοντας ένα χαρακτηριστικό «άααχ!»).

Το ξύσιμο του αυτιού ή το διακριτικό ρέψιμο που ακολουθούσε, σηματοδοτούσαν την υποχρεωτική μετάβαση των γυναικών στην κουζίνα προκειμένου να επακολουθήσει «σοβαρή συζήτηση» μεταξύ των ανδρών...

  1. (Στην δημόσια υπηρεσία):
    Υπάλληλος Α:
    - Εσείς τί περιμένετε;
    Διοικούμενος:
    - Να μιλήσω στον κύριο προϊστάμενο για μια υπόθεσή μου...
    Υπάλληλος Α:
    - Έχει συμβούλιο ο κύριος προϊστάμενος και θ’ αργήσει. Εξ άλλου έχει πάει μια παρά τέταρτο.
    Διοικούμενος:
    - Δεν πειράζει, θα τον περιμένω.
    - Τί να σας πω, αν δε βαριέστε...
    Υπάλληλος Β που βάζει το σακάκι του:
    - Εγώ λέω να περιμένετε λίγο ακόμα. Να, τώρα θα βγάλουμε και νεραντζάκι!

  2. (Τάβλι):
    - Δε μου λες, αυτά τα πούλια εκεί πότε θα τα βγάλεις έξω; Τί τα κλωσάς που έχω αρχίσει το μάζεμα;
    - Περιμένω να φέρεις εξάπαντος, να σε πιάσω.
    - Άνοιξε το τριώδιο! Καλά περίμενε συ, τώρα θα σου βγάλω και νεραντζάκι...
    - Τώρα θα φέρεις μικρομέγαλο!
    - Εξάρες! Μην ανησυχείς εσύ! Παραπάνω από διπλό δεν πάει...

Σ.Σ. 1. Εξάπαντος = έξι-πέντε, όταν ο αντίπαλος είναι μαζεμένος με μια πόρτα στον άσσο στο σπίτι του παίκτη και ο τελευταίος μαζεύει κι έχει από δυο πόρτες στο 6 και στο 5 αφήνει δυο πούλια ανοιχτά, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 5 αφήνει ένα στο 6, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 6 αφήνει ένα στο 5 κλπ κι ο αντίπαλος παίζει να τον τσακώσει. 2. Μικρομέγαλο = μικρό και μεγάλο ζάρι π.χ. 6-3, έσχατη ευκαιρία ώστε ή να γκελάρει το ένα και να μείνει ανοιχτό ή να μείνει περιττός αριθμός στα πίσω και με την επομένη ν’ αφήσει κλπ.
3. «Παραπάνω από διπλό δεν πάει» = σκωπτική έκφραση (όπως και το «μέχρι διπλό πάει»), που δήθεν «καθησυχάζει» τον αντίπαλο ότι αποκλείεται να το χάσει τριπλό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από τα χαρτοπαίγνια που έχει διπλή++ χρησιμότητα.

Στην συνηθισμένη και κοινώς παραδεχόμενη εκδοχή χρησιμοποιείται όταν τελειώσει μία παρτίδα και ξεκινάει η επόμενη (συνήθως προηγείται και ανακάτωμα των φύλλων).

Επίσης, λέγεται όταν υποψιαστούμε ότι στο τραπέζι υπάρχουν μπαμπέσηδες και ετοιμάζουν κομπίνα, γιατί αν δεν την σακουλευτείς και σ' αδικήσει ο κατής, σε ποιον θα πας να δικαστείς ;

Χρησιμοποιείται και από γκρινιάρηδες, που είτε έχουν τα βυζιά στην πλάτη, είτε κατούρησαν σε πηγάδι και συνεχώς τραβάν παπά από δώδεκα, μπας και τους γυρίσει το φύλλο.*

Στην τελική μπορεί να φταίει και η πουτάνα η τράπουλα!!! βρε αδερφέ.*

**(Σημείωση:οι δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι πιθανές μόνο σε φιλικές παρτίδες, γιατί αν παίζουν γκαφρά ξεχάστε το).*

H σλανγκική εκδοχή είναι συνώνυμη με το σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα .

Το λέμε όταν κάποιος είτε μας λέει μπαρμπούτσαλα, είτε μας τα 'χει κάνει μυθιστόρημα με ακατανόητες παπαρολογίες (έχοντας αγνοήσει τις συνεχόμενές μας εκκλήσεις να τα σπάσει σε κέρματα, να τα κάνει ρώγες ή πενηνταράκια) μπας και νιώσουμε επιτέλους τι στον εωσφόρο θέλει να μας πεί.

  1. Καλά για μαλάκες μας περνάς; για κόψε και ξαναμοίρασε γιατί συνέχεια με φλός βγαίνεις

  2. Κόψε και ξαναμοίρασε μπας και γυρίσει το φύλλο γιατί... γάματα...

  3. Και όπα! αυτό εντός της παρενθέσεως δεν το έπιασα ακριβώς; Για κόψε και ξαναμοίρασε... άκου κύριος ο Αναστασιάδης... (Από το oprenbar.blogspot.com/)

  4. Μα γίνεται εγκράτεια δίχως Σάκη στην τηλεόραση και χωρίς Θεοφάνους στα μπλόγκ; Χλωμό το βλέπω, Βάσω. Οπότε, κόψε και ξαναμοίρασε. (Από το topontiki.gr/articles/view/3582)

  5. Μια ώρα μιλάς και με έκανες το μυαλό μαρμελάδα. Χριστό δεν κατάλαβα. Κόψε και ξαναμοίρασε.

(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούκος (μονός - διπλός) με ή χωρίς καπέλο: Παραλλαγή της γνωστής σε όλους μας πόκας .

Συνήθως το λέει κάποιος μάγκας στον άλλον, ενώ έχουν κάνει μαύρο, προτρέποντας τον , να παίξουν αυτήν την συγκεκριμένη παραλλαγή της πόκας ως ένδειξη ανδρείας...

- Έχεις κανα χαρτάκι μαζί σου ; - Φυσικά, πάμε κανένα κούκο μονό a volonte' (αβολοντέ)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, εγγυημένα, κάτι παραπάνω από σίγουρα (με τη μορφή επιρρήματος ή επίθετου).

Παλαιός ορισμός της χαρτοπαικτικής διαλέκτου που χρησιμοποιείτο αντί του ελληνικού « αβλεπί », προερχόμενο δε απ' το Γαλλικό «sans voir» (=χωρίς να δω).

Στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αφορά το πρώτο ποντάρισμα στα παιχνίδια της πόκας, πριν δουν τα φύλλα τους οι παίκτες, αλλά και σαν ψαρωτικό αντίδοτο σε υψηλό ποντάρισμα ενός παίκτη, πριν ανοίξει ο ντίλερ το τελευταίο φύλλο στο ντεκ. Ήταν πιο συνηθισμένο, σαν έκφραση, στα κυριλέ τραπέζια της υψηλής κοινωνίας (και καλά), με την απαιτούμενη αξάν, σιρμάν (sûrement = βεβαίως). Απευθείας εισαγωγή απ' τα καζινό του Μονακό στο δικό μας Mont Parnasse (σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Κωσταντάρας με την Κοντού, καρφώθηκα!).

Αργότερα μεταπήδησε στο χρηματιστήριο για «προοπτικές» και πάρε - δώσε μετοχών. Είναι συνηθέστερο δε σαν απάντηση διαβεβαίωσης, για περιπτώσεις που απαιτείται μια (στοιχειώδης έστω) πρόβλεψη-πρόγνωση.

Συνώνυμα: αβλεπί, γκαραντί, στάνταρ.

  1. - Τέτοια παιχτούρα και να χαραμίζεται στο πρωτάθλημα της ψωρογιώργαινας;
    - Από του χρόνου τον βλέπω σε καμιά πριμέρα και βάλε.
    - Σάνβουαρ!

  2. - Μάστορα, μου τσιμπάει λαδάκια, βγάζει μπλε καπνό απ' την εξάτμιση κι ανεβάζει θερμοκρασίες.. Πάμε για φλάντζα;
    - Σάνβουαρ! Μη σου πω και ρεκτιφιέ...

(από granazis, 27/04/10)(από granazis, 27/04/10)Στο 7:00. (από patsis, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified