Further tags

Πρόκειται για καρακλάσικ έκφραση της καθομιλουμένης με πρώτο νόημα την δυσπιστία αλλά έχει καταλήξει να σημαίνει κυρίως την πολύ μεγάλη έκπληξη.

Δηλώνει ακριβώς το σημείο στο οποίο η μεγάλη έκπληξη, η οποία εκφράζεται με το επίσης καρακλάσικ έλα ρε! [ * ], κατά κάποιο τρόπο λεβελιάζει και αγγίζει τη δυσπιστία, δε μπορεί, δηλαδή, παρά να δηλωθεί με κάτι που να δηλώνει δυσπιστία (δηλαδή, ακριβώς με το φύγε ρε).

- Δε σ'τα λεγα εγώ;
- Τι έγινε ρε;
- Τι λέγαμε χθες; Αυτό που σου λέγα, ακριβώς όπως σου τό' λεγα...
- Έλα ρε φίλε!
- Α-κρι-βώς όπως σου τό λεγα!
- Φύγε ρε!
- Αμέ...
- Έλα ρε!
- Ναι σου λέω!
- Φύγε ρε!

Μεγαλειώδες νομίζω αυτό το έλα ρε!-> φύγε ρε!-> έλα ρε!-> φύγε ρε! εκκρεμές της έκπληξης - δυσπιστίας, στο οποίο υπολειμματικά απηχεί ακόμη κάτι από την γενεσιουργό - εικάζω - συνοδευτική σλανγκική κινησιο-χειρονομία, δηλαδή, το να πιάνεις τον άλλο από μανίκι, γιακά ή όπου για να τον φέρεις κοντά σου και να εξετάσεις π.χ. στο πρόσωπό του αν λέει αλήθεια ("έλα ρε!, τι είναι αυτά που μου λες;!") και όταν αυτός επιμείνει ότι λέει αλήθεια, τον σπρώχνεις, τον απωθείς, επειδή δε σε έπεισε και καλά ("φύγε ρε, τι είναι αυτά που μου λες;!") και για να τον εξετάσεις και εκ του μακρόθεν.

  • Απαντά επίσης ως: άντε φύγε ρε!
  • Πιο λάιτ, ευγενική, και σε καποιο βαθμο δήθεν εκδοχή: άντε ρε!
  • Επιπλέον έμφαση με το: σήκω φύγε (ρε)! ή το φύγε ρε τώρα!
  • Συνώνυμα, πιο ισχυρά: άντε χάσου ρε, άντε φύγε ρε, χέσε με, α στο διάολο
  • Απαντά επίσης, ας πούμε, ελλειπτικά ως: φύγε!
  • Σπανίως και κάπως διαλεκτικά με το φεύγα ρε!
  • Συνοδεύεται ή αντικαθίσταται από το πιο επιφωνηματικό: ώπα ρε! αλλά ακριβέστερα με το ουστ ρε (σιγά μη σε πιστέψουμε).
  • Αντίστοιχα αμερικλάνικα (και για το έλα ρε τώρα!): give me a break, get outta here, shut up
  • Αντίστοιχα αγγλικά: go away! και ως fuck off!
  • Στην Κρήτη (Ανώγεια) ακούγεται και το: άμε μπρε να πα χωστείς (=πήγαινε κρύψου)
  • Με μια δόση δυσπιστίας: ποιο;, πού;

[ * ]Το λήμμα που μας θύμισε/ενέπνευσε το παρόν λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.

  1. Από εδώ:
    Βρε κορίτσια...εγω λουκουμιάζω αυτες τις μπότες.... ξέρω ξερω έγιναν της μόδας αλλα τώρα με το κρυο πολυ τις σκεφτόμουνα!

  2. Από εδώ:
    Πηγα σε ενα καταστημα Vodafone και ο πωλητης μου ειπε για μεσα Mαιου αρχες Ιουνιου! Βεβαια λουκουμιαζω και το Diamond1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου έρχεται η διάθεση και συμπεριφέρομαι ανόητα, και κάνω πράγματα που σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούσα ασόβαρα ή και ανάρμοστα. Κανονικά δεν είμαι έτσι, ξες, απλά κάτι παίχτηκε, κάποια περίεργη συναστρία ρε παιδί, και θέλω να κάνω καραγκιοζιλίκια ή να πετάω κρυάδες χωρίς να μπορώ να σταματήσω και χωρίς να δίνω λογαριασμό και σε κανέναν. Ξες... γιατι κανονικά, είμαι πολύ-πολύ σοβαρός άνθρωπος.

Συνώνυμα: με πιάνει η μαλακία, κουτουρντίζω, παρανοώ, συνήθως λέγεται για καταστάσεις γέλιου και χαβαλέ. Η σύνταξη θυμίζει τα με πιάνει βήχας / λόξιγκας / νευρικό γέλιο (όλα τους αθέλητα!), αλλά δέον να σημειωθεί ότι -παρά τη στάνταρ έκθλιψη στον προφορικό λόγο, με πιάν' η βλακεία- εδώ έχουμε οριστικό άρθρο: ή βλακεία, όχι οποιαδήποτε βλακεία -αν και συχνά λέγεται και με πιάνει μιά βλακεία για έμφαση, με το μια τονισμένο.

Μετά το "Hesame mucho" του μπαμπά μας, πέταξε ατάκα και η μαμά (εγώ δηλαδή): "Πώς λέγεται η πάνα που έχει πάνω χαρακτήρες του Sesame street? Hesame street!!!!" (Ναι, μας έχει πιάσει η βλακεία μας.)

από ιστολόι

χωρις να σκεφτεσαι, πως να καθησεις, τι θα πεις, πως θα το πεις, αν θα κλαψεις αν θα γελασεις, αν θα σε βλεπει τις ωρες που θα σε πιανει η βλακεια κ θα λες χαζομαρες ή οταν θα σερνεσαι στο πατωμα.

από το ζου τζι αρ

Τους έπιασε η βλακεία όταν μπήκα (ήδη άκουγα τα γέλια πριν χτυπήσω το κουδούνι) και άλλαζαν τα ονόματα εκείνη την στιγμή, ενώ ξεκίνησαν να λένε τα κανονικά τους.

από το μπουρδέλα κομ

- Τι ακραία μουσική ακούτε τώρα;
- Δε ξερω, ειμαι εδω με ενα φιλο και μας εχει πιασει η βλακεια και ακουμε Κατη ολη μερα

από φόρουμ

Έτυχε μια φορά στα σαράντα ενός συγγενικού προσώπου να ακούσω μια θεια μου να κλαίει και έπεσα κάτω από τα γέλια. Επίσης στο τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας αν είμαι με κανένα συνάδελφο ή κανένα φίλο με πιάνει η μαλακία και αρχίζει το σπαστικό γέλιο με το παραμικρό και δεν τελειώνει με τίποτα, λες και έχω καπνίσει φούντα.

από φόρουμ

Συχνή η κρίση βλακείας στους έλληνες, θεμελιακό συστατικό του χιούμορ των οποίων φαίνεται να είναι ακριβώς η σάχλα, η εγνωσμένη κι εσκεμμένη ανοστιά ή και χοντράδα, και συχνά το ψυχαναγκαστικό λογοπαίγνιο επιπέδου αθλητικογραφίας / φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης / γυράδικων της Θεσσαλονίκης... Με άλλα λόγια, αυτά που απαρτίζουν τη λεγόμενη σεφερλίτιδα (εξού και άξιος ο Μάρκος). Όχι βέβαια ότι το ελληνικό χιούμορ δεν έχει και άλλα βασικά συστατικά -άλλη κουβέντα αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραθέτω αὐτούσιο τὸν ὁρισμὸ τοῦ Νικολάου Πολίτη:

Ἐπὶ προώρου ἀποτυχίας ἐπιχειρήσεως ἤ ἐπὶ ἀποστερήσεως τῶν προσδοκομένων κερδῶν. Ὑποτίθεται λέγων τὴν φράσιν οἰκοδεσπότης πρὸς ξενιζόμενον, παρακελεύων αὐτὸν νὰ νιφθῇ, ὡς περατωθέντος δῆθεν τοῦ δείπνου, ἐνῷ οὗτος οὐδὲν ἤ ὀλίγον ἔφαγεν.

ἐδῶ

Λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αποτυχία μιας ενέργειας μας είναι δεδομένη από την αρχή και επομένως πρέπει να σταματήσουμε κάθε σχετική προσπάθεια.

ἐδῶ

Θὲς νὰ ρίξουμε παραγάδια ἀπόψε κι οὔτε δόλωμα, οὔτε νεταρισμένα παραγάδια ἔχουμε! Νίψου κι ἀποφάγαμε!

Σχετικὸ καὶ τὸ φέξε μου και γλίστρησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι τρεῖς μοιράζονται κάτι. Συνήθως ἀναφέρεται σὲ περίεργες ἤ ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, τρίγωνα καὶ τὰ τοιαῦτα,

Γύρω γύρω τρεις στο γύρο αμαρτήσαμε, γύρω γύρω δυο για σένα την πατήσαμε

Στίχοι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι Γύρω-γύρω

ἀλλὰ ὄχι πάντα.

- Δὲ μοῡ λὲς, τὴ βάρκα τὴν ἔχετε τρεῖς στὸ γῦρο; - Τὶ νὰ κάνω, ἀφοῦ δὲν εῖχα λεφτὰ νὰ τὴν πάρω μοναχὸς μου.

Ἡ ἔκφραση εἶναι αρκετὰ παλιὰ, τὴ θυμᾶμαι ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '50. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιὸ παλιὰ (τὸ πιὸ πιθανό).

Πάντως τὸ 1978 ὑπῆρχε ὁμώνυμη τηλεοπτικὴ σειρὰ στὴν ΥΕΝΕΔ.

Τρεῖς στὸ γῦρο

σλανγκασίστ: στη γύρα (ὁρισμὸς titsunited/σχόλιο xalikoutis)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ: Khan (σκατοψύχι).

Τὸ τμῆμα τῆς περιουσίας ποὺ κρατοῦσαν οἱ γονεῖς γιὰ τὰ γεράματά τους. Συνήθως τό 'παιρνε ὅποιος απὸ τὰ παιδιὰ ἤ τοὺς ὑπόλοιπους συγγενεῖς τοὺς φρὸντιζε στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. Ἡ λέξη ἦταν ἐν χρήσει στὴν Κύθνο τὶς παλιὸτερες ἐποχὲς.Πρέπει νὰ ἦταν διαδεδομένη καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς, ὅπως ἡ Κρήτη, ὅπως φαίνεται ἐδῶ:

"Οι άνθρωποι στα χωριά όταν παντρεύανε ένα παιδί, του δίνανε και το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας τους, το μοιράσι, όπως το λέγανε. Για τους ίδιους κρατούσανε το δικό τους μερίδιο, το δικό τους μοιράσι, που το λέγανε γεροντομοίρι. Το μοιράσι αυτό είχε διπλή χρησιμότητα. Από τη μια εξασφάλιζε στους γέρους ένα ελάχιστο εισόδημα για να ζήσουνε, αφού τα παλιά χρόνια δεν υπήρχανε ούτε συντάξεις ούτε επιδοτήσεις, και από την άλλη οι γέροι εξασφαλίζανε κατά κάποιο τρόπο ότι όταν δεν θα μπορούσαν πια να αυτοεξυπηρετηθούν, κάποιο από τα παιδιά τους θα τους φρόντιζε, θα τους γεροντοκομούσε όπως λέγανε, προκειμένου να πάρει το γεροντομοίρι τους."

Στὴν Κύθνο ἡ διανομὴ τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας στὰ παιδιὰ δὲν ἀκολουθοὺσε συγκεκριμένους κανόνες, ὅπως σὲ ἄλλες περιοχὲς, ὅπου τὴ μερίδα τοῦ λέοντος (καὶ κάποιες φορὲς ολόκληρη τὴν περιουσία) ἔπαιρνε ὁ πρωτογιὸς, ὀ κανακάρης, συνήθως στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, ἥ ἡ πρωτοκόρη (κανακαριὰ ἤ κανακαρὰ), ὅπως συνηθίζονταν σὲ κάποια νησιὰ τοῦ Αίγαίου. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Σιμόπουλος (ἄν θυμᾶμαι καλὰ) ἡ συνήθεια αὐτὴ εἴχε γίνει σοβαρὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, γιατὶ καταδίκαζε τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ (τῶν τότε πολυμελῶν οἰκογενειῶν) νὰ ζήσουν σὲ πλήρη ἀνέχεια. Μάλιστα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας τὸ Πατριαρχεῖο ἔβγαλε διάταγμα ποὺ ἀπειλοῦσε μὲ ἀφορισμὸ ὅλους ὅσοι τ' ἄφηναν ὅλα σ' ἔνα παιδὶ.

Οὕλα τῶ'ντάδωσα. Κράτησα μοναχά 'κεῖνο τὸ χωραφάκι στὴ Κατωμεριὰ γιὰ γεροντομοῖρι, κι ὅποιος μὲ κοιτάξει στὰ στερνὰ μου θὰ τὸ πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ταπεινή κολακεία, η δουλοπρέπεια.
    1. Το καλόπιασμα.
    2. Στον στρατό η κολακεία των ανωτέρων για εύνοια.
    3. Το μέσο. Κυρίως στην έκφραση έχω γλείψιμο.
    4. Το στοματικό σεξ.
    5. Στην auto/moto σλανγκ είναι το ξυστό πέρασμα, η ξυστή επαφή.
    6. Το ξυστό πέρασμα σφαίρας ή οβίδας.

α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.

Got a better definition? Add it!

Published