Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.
Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...
(από φόρουμ)
Got a better definition? Add it!
Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.
- Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
- [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
- Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)
Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)
Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)
Got a better definition? Add it!
Με τον όρο μουτσούνα περιγράφουμε την αποκριάτικη μάσκα, αλλά και τη μάσκα γενικότερα. Η κλασική μουτσούνα αναπαριστά πρόσωπο με έντονα χαρακτηριστικά, συνήθως μεγάλη μύτη και μεγάλα μάτια, υιοθετώντας στυλ grotesque. Η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. musone], σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη μεταφράζεται ως «που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια».
Χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό σε επίθετα, π.χ. «κακομούτσουνος».
Κατά περίπτωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μουσούδα ζώων.
Ποσο μπορεις να κρατήσεις τη μουτσούνα κολλημένη στη μούρη σου; Οχι πολύ, εκτος πια αν εχει ερθει κι εχει γινει ενα με τη μουρη σου, θα αρχισεις να ιδρώνεις, να σκας, θα χαλαρώσεις, και κάποια στιγμή θα τη βγάλεις... Κι ο σοβαρός θα γινει χαβαλεδιάρης, κι ο χαβαλεδιάρης θα βγει σοβαρός, κι ο μουτζούφλης θανεβει να χορεψει στα τραπέζια...
Δε φοράω καμιά μουτσούνα. Δεν έχω ανάγκη να κρύβομαι. Δεν έχω καμιά ανάγκη. Νομίζω πως είμαι λεύτερος. Ναι ΛΕΥΤΕΡΟΣ!! αυτό νομίζω πως είμαι. Λεύτερος!
Αλλά τι σημασία έχει; Ελάχιστα πράγματα πια μοιάζουν να έχουν σημασία. Κάποια πρακτικά ίσως. Για τα υπόλοιπα δε νοιάζομαι. Τα παίρνω όπως έρθουν. Αυτά που λες Μαρία!
Got a better definition? Add it!
Επίσης:
Είδος καρυοθραύστη με δαγκάνες που θυμίζουν κροκόδειλο.
Όπως αναφέρθηκε σε σχόλια, το κροκοδειλάκι είναι το σήμα της εταιρείας ρουχισμού Lacoste, οπότε συνεκδοχικά είναι και το ρούχο Λακόστ ή και αυτός που το φοράει. Σε μια κάπως παρωχημένη εποχή η Λακοστιά ήταν, (όπως γνωρίζουμε όλοι- δεν φιλοδοξώ να κομίσω μαλάκα εις σλανγκρ), το σύμβολο τον καπιταληστών. Οπότε σε κάποια μακρινή εποχή τα φοράγανε όντως άνθρωποι που ήθελαν να επιδείξουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση, καθώς ήταν και ακριβούτσικα. Στα νάιντηζ θεωρείτο συνώνυμο του φλωροτρέντουλα, όπως παρατηρεί ο JohnBlack. Στην εποχή μας, νομίζω, ότι μερικές κατηγορίες κροκοδειλακίων είναι οι παρακάτω (μη εξαντλητική λίστα): α) Βλάχος που δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι τα κροκοδειλάκια δεν σημαίνουν πια αυτό που σήμαιναν κάποτε. β) Διανοούμενος που θέλει να απενοχοποιήσει την επίδειξη της καλής οικονομικο-κοινωνικής του θέσης (προφ, άργησε να το κάνει). γ) Για να μην περιπέσουμε σε ερμηνίτιδα, κάποιος που όντως του αρέσει η ποιότητα των Λακόστ, που στο κάτω κάτω 'ν'ν' κακά.... Στην ναϊντίλα υπήρχαν και αστεϊσμοί για κροκοδειλάκια-μαϊμούδες, του στυλ κροκοδειλάκι με δυο ουρές, κροκοδειλάκι με κλειστό στόμα κ.ο.κ.
- Ρε Μήτσο τσίμπα λίγο το κροκοδειλάκι να σπάσουμε κανά καρύδι.
- Δεν σου φτάνει η γυναίκα σου;
Τι θέλει να παραστήσει δηλαδή ο βέλτσουλας με το κροκοδειλάκι;
Got a better definition? Add it!
Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.
Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.
1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:
(κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.
2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.
«..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»
«…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»
«…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»
«…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»
«…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»
«…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»
(όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαϊκιστί: το λάχανο.
Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.
Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.
Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.
Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;
Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.
Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.
Got a better definition? Add it!
Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.
Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.
Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.
- Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ...
- Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
- Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...
- Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
- Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.
- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!
Δες και γουτσισμός.
Got a better definition? Add it!
Τα σημεία (κοιλώματα) που από τους αναγεννησιακούς μαρμαμαρογλύπτας, δηλώνονται σαν «ομορφιάς».
- Ρε συ, Παύλο. Τι μαννού η Στέφη, «που σαν μίλειε ήταν σαν να σβούσαν τα αχνά της χείλη και σαν όπως να διάβαιναν και να παιρνούσαν καθ΄εποχή και κάθε τόπος», τά’ δες τα λακάκια της όταν μου χαμογέλασε, ε τά’ δες;
- Γιώρη στη βάρεσε κατακούτελα, και που να δεις τα λακάκια στα κωλομάγουλα άμα σου σκύψει, ρε νταλκά!
(Είπε ο κύνικας και πέταξε μακριά.)
Got a better definition? Add it!