Further tags

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόλυτο μαχαίρι επιβίωσης (;) στη φύση (;).

Είναι ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα (έχει και μια τρούπα στη μέση βλ. τηλεφωνικό διάλογο Ζήκου με γιατρέσσα), δίκοπο (ξυράφι από τη μία και πριόνι από την άλλη), με χοντρή λαβή συνήθως κούφια που περιέχει αγκίστρια-πετονιές και στην κορυφή έχει γυροσκοπικό πυξιδάκι (μη χάνεσαι κι έτσι).

Διατίθεται μαζί με σούπερ δερμάτινη θήκη, που δένει στο πόδι και κουμπώνει στη ζώνη και έχει έξτρα ενσωματωμένο θηκάκι για την ακονόπετρα (μπα και στομώσει).

Βγαίνει σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων: Πράσινο, λαδί, κυπαρισσί, φαιοπράσινο, του χαλκού, παραλλαγής κλπ και θα το βρείτε σε κάθε κατάστημα εν χρώ κεκαρμένων φυσιολατρών, που σέβεται τον εαυτό του.

Ονομάστηκε έτσι από τον αχώριστο μελαμψό σύντροφο του Ροβινσώνα Κρούσου, στην πάλη του με τα στοιχειά της φύσης (κάπου στις Αντίλλες), που πέθανε από την επάρατο πλήρης ημερών στο δημοτικό νοσοκομείο του Μπρόνξ (και ας λέει άλλα δακρύβρεχτα ο Νταφόε).

Έγινε τρελλή μόδα στα 80’ς λόγω των κλεψίτυπων ταινιών του Σταλόνε, που κόπιαρε τον ελάχιστα γνωστό Κύπριο αγωνιστή Ράμπο Ράμπου, που χρησιμοποιούσε το μαχαίρι αυτό (που θέλεις ν’ αγοράσεις), ήδη από τα 50’ς για να εξοντώνει τουρκαλέοντες, αποικιοκράτες και κομμμουνιστάς στην Μαρτυρικήν Νήσον.

Το αντίστοιχο σπαθί του Κροκοδειλάκια ελάχιστη απήχηση είχε στις μάζες, (αλλά συνέβαλε τα μάλα στις πωλήσεις δερματίνων ειδών).

Πάμπολλα μειράκια έσπευσαν να αγοράσουν το θαυματουργό κέρατο στα 80’ς (όπως έγινε και με τα γυαλιά Ray-Ban και τα dog-tags μετά το Τόπ Γκάν), ενώ σημειώθηκαν αθρόες εγγραφές παιδιών στους Προσκόπους και νεαρών στις Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίοι όμως στην συνέχεια απογοητεύθηκαν (όπως η ΕΟΝ το ’30 και οι Άλκιμοι το ’60) όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Παρασκευάς δεν περιλαμβάνονταν στον παρεχόμενο στάνταρ εξοπλισμό κι έπρεπε να τον αγοράσουν εξ ιδίων θυλακίων.

Όμως, η μητρική ιαχή «πού το βρήκες αυτό το πράμα διάολε», προοιώνιζε το οριστικό καταχώνιασμα του Παρασκευά στη σοφίτα μαζί με τα πλεϊμομπίλ και την αναβολή επικών ανδραγαθημάτων, επ’ αόριστον.

Όταν καταλάγιασε το κακό, οι πωλήσεις του προϊόντος παρουσίασαν πτώση και οι τιμές διαμορφώθηκαν στο 10% των αρχικών, με επίμονους τερματοφύλακες Θερμοπυλών τους συνοικιακούς αναγνώστες του Άμυνα και Διπλωματία (κλπ «επιστημονικών» περιοδικών φαιού περιεχομένου), που πάνε για κυνήγι (εντός και εκτός πόλεως)…

Συνιστάται για εξτρήμ συνθήκες επιβίωσης στην άγρια ζούγκλα της Καλοπούλας Καισαριανής και στη σαβάνα του Άλσους Παγκρατίου, ενώ στο Στρέφη προτιμώνται τα κατσαβίδια.

-Πάμε σουκού ελεύθερο στο Αγκίστρι;
-Σούπερ! Θα πάρω μαζί μου και τον Παρασκευά!
-Δε θα πάρεις κανέναν! Με τη μηχανή θα πάμε και δε γουστάρω να με γράψουνε για τρικάβαλο...

(από xalikoutis, 13/03/10)Σμούτς! (από HODJAS, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

  1. Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.

  2. Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.

Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).

  1. - Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)

  2. - Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)

  3. - Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βραστάρι ονομάζεται ένα ζεστό ρόφημα-αφέψημα που παρασκευάζεται με την προσθήκη, κάποιου βοτάνου σε βραστό νερό (εξ ου και η ονομασία). Πολλές φορές μαζί με τα βοτάνια προσθέτονται και άλλα συστατικά (π.χ. κανέλλα) δημιουργώντας έτσι άπειρες παραλλαγές βρασταριών. Το ακούμε συχνά στην Κρήτη αλλά όχι μόνο εκεί.

Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξηγήσεως, οφείλω να διευκρινίσω πως η ονομασία ενός αφεψήματος σε βραστάρι δεν υπόκειται σε περιορισμούς όσο αφορά στο τι βότανο χρησιμοποιούμε - αρκεί να προστίθεται σε βραστό νερό. Για παράδειγμα, βραστάρι είναι και το πολύ κοινό σε όλους μας ρόφημα με χαμομήλι ή με τσάι αλλά και με φλούδες γκορτσιάς.

Αξίζει να σημειωθεί πως τα βραστάρια χρησιμοποιούνται κυρίως (όχι όμως και αναγκαστικά) ως φαρμακευτικά σκευάσματα (σίγουρα από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν νομίζω όμως να ονομάζονταν έτσι από τότε), είτε για απλά θέματα όπως ο κοιλόπονος (π.χ. τσάι) και η δυσκοιλιότητα (ράμνος και λιναρόσπορος) είτε για πιο πολύπλοκα όπως η χοληστερίνη (φλούδες γκορτσιάς). Περισσότερες πληροφορίες εδώ εκεί και (κυρίως για τους κρητικούς) παραπέρα.

Να σημειώσω επίσης πως εδώ διαχωρίζεται κάπως το βραστάρι με το αφέψημα αναφέροντας τα σαν να είναι διαφορετικά πράγματα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω κάποια διαφορά αλλά το παραθέτω ως αντικείμενο προβληματισμού.

  1. το ταχίνι το βάζω όταν κάνω βραστάρι δηλ. σε κάνα τσαγάκι αντί για μέλι ή πάνω στο φρέσκο ψωμί, δεν τρελαίνομαι όμως... (από εδώ).

  2. Ήταν ιδανική για κομπρέσες αλλά και για το παραδοσιακό βραστάρι (ρόφημα φασκόμηλου με λίγη καυτερή πιπεριά, σούμα και ελάχιστη ζάχαρη), το οποίο ανακούφιζε από τα σοβαρά κρυολογήματα του χειμώνα. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασισάκι, στην αργκό των κουτσαβάκηδων.

Αποκαλείται έτσι λόγω σκούρου χρώματος.

Αγγλιστί: black hash.

- Ξηγιέμαι μαυράκι της Πόλης...
(εδώ)

- Νταξ να πούμε ρε συ θείο, λίγο μαυράκι ήπιαμε να πούμε, ένα διφυλλάκι κόλλησα ξέρω γω...
(ομοούσιους του Señor σλάνγκος, βλ. σχόλια παρακάτω)

Ηρωίνη και μαυράκι

Να ξεφύγω δεν μπορούσα
Καθώς γύρναγα απ' την Προύσα
Με πρόδωσαν κάτι μπράβοι
Και με πιάσαν στο καράβι

Είχα ράψει στο σακάκι
Δυο σακούλες με μαυράκι
Και στα κούφια μου τακούνια
ηρωίνη ως τα μπούνια

Στίχοι και μουσική: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Άλλες ερμηνείες: Ακατανόμαστος

(από Vrastaman, 07/04/10)Καμία σχέση (από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: Η Σημαντικότερη Μοτοσυκλέτα του Κόσμου.

Λίγη Ιστορία πρώτα... (- Τι λίγη ρε μαλάκα, ολόκληρο σεντόνι είναι! - Σσστ! Αξίζει.)

Οι παρακάτω δύο παράγραφοι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο αφιέρωμα στην ιστορία του παπιού στο τεύχος 396 (01/07/2007) του περιοδικού ΜΟΤΟ, με συντάκτη τον Γιώργο Τσιλιμαντό.

Το πρώτο παπί της νεοϊδρυθείσας τότε Honda, το θρυλικό Super Cub των 50cc κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1958, μισό αιώνα πριν, στην πιο δύσκολη αγορά του κόσμου. Αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μια εποχή πολύ ζόρικη για οποιοδήποτε Ιαπωνικό προϊόν, πόσο μάλλον μια μικρή μοτοσυκλέτα. Και αυτό γιατί εκείνη την κάργα συντηρητική περίοδο στην Αμερική, η μοτοσυκλέτα ήταν το κατεξοχήν περιθωριακό στοιχείο, απόλυτα συνυφασμένη με την παρανομία και την δράση συμμοριών όπως οι Hell's Angels που τρομοκρατούσαν την αμερικανική επικράτεια. Έτσι, όταν τότε ακόμα η σήμερα πανίσχυρη ιαπωνική μοτοβιομηχανία κυριολεκτικά δεν υπήρχε, οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές μεγάλες μοτοσυκλέτες ήταν οι μόνες που κυκλοφορούσαν. Και ήταν ελάχιστες στον αριθμό, μα γρήγορες και θορυβώδεις, αναξιόπιστες και επικίνδυνες, αφοσιωμένα εργαλεία για εθισμένους μηχανόβιους με όλη την σημασία της λέξεως, ακόμα τότε. Ο μηχανόβιος ήταν μονίμως βρώμικος με σκόνη και λάδια, έτοιμος να λύσει τον κινητήρα όποτε του χρειαστεί, ποτέ κυριλέ, ποτέ «καθημερινός», hardcore πράμα. Όχι σαν σήμερα που καβαλάει και ο κάθε μπούλης. Και αιτία για αυτό είναι το πρώτο παπί της Honda. Γιατί;

«You meet the nicest people on a Honda»

Ο Honda, (ο ιδρυτής και συνιδιοκτήτης της μικρής εταιρείας) σχεδίασε μια ευφυέστατη μοτοσυκλέτα, πρωτόγνωρη για τα τότε δεδομένα, απλούστατη στην σχεδίαση και την κατασκευή. 4,5 ίπποι από 50 κυβικούλια, με ημιαυτόματο κιβώτιο για να μην παιδεύεται κανείς με συμπλέκτες, ποδιά για να μην βρέχονται τα πόδια, σχάρα για να βάζεις πέντε πράματα, και μια αξεπέραστη οικονομία καυσίμου. Αξιόπιστη όσο τίποτε άλλο μέχρι και σήμερα, ελαφριά και πανεύκολη στο χειρισμό της, ήταν μια μηχανή που δεν έτρεχε, δεν έκανε φασαρία, δεν λέρωνε και δεν τρομοκρατούσε. Μια μηχανή που μπορούσε να την καβαλήσει οποιοσδήποτε. Με μια πρωτοφανή διαφημιστική καμπάνια με το παραπάνω διάσημο σλόγκαν, η Honda κατάφερε να πείσει την συντηρητική αμερικανική κενωνία και να την κάνει να δοκιμάσει το δίκυκλο που κατασκεύασε. (Δείγματα από τις διαφημίσεις στα έντυπα της εποχής μπορείτε να δείτε εδώ.) Αυτό ήταν. Καθημερινοί άνθρωποι που ήθελαν απλά να πηγαίνουν στην δουλειά τους, νοικοκυρές γυναίκες (!), φιλήσυχοι πολίτες, μετακινούταν με το μικρό παπί, που το έβλεπαν πια ως ένα καθημερινό μέσο προσωπικής εξυπηρέτησης. Και αυτή ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία της Honda, καθώς άλλαξε δραματικά το τρόπο που αυτή η μαλακισμένη η κοινή γνώμη έβλεπε την μοτοσυκλέτα και την έφερε πιο κοντά σε όλους. Στα μικρό αυτό ταπεινό παπί οφείλει η Μοτοσυκλέτα αυτό που είναι σήμερα, αυτό που εκατομμύρια ανθρώπων απολαμβάνει. Και ξεπατικώνοντας ξεδιάντροπα από το άρθρο του ΜΟΤΟ, κλείνω τούτο το κεφάλαιο:

«Αν οι ιδιοκτήτες των παπιών, γνώριζαν ότι κάθονται πάνω στην σέλα της μοτοσυκλέτας που ευθύνεται για την θέση του δίκυκλου στην κοινωνία μας, με την μορφή που έχει σήμερα, τότε, σταματώντας στο φανάρι δεν θα ένοιωθαν μειονεκτικά, αλλά αντίθετα θα κοιτούσαν υποτιμητικά όλες τις άλλες μοτοσυκλέτες γύρω τους!»

-Και το λοιπόν; Σήμερα στην Ελλάδα τί γίνεται;

Όπως κάθε άνθρωπος που έχει καβαλήσει παπί (και ξέρει στοιχειώδη ισορροπία) μπορεί να επιβεβαιώσει, η οδήγηση ενός παπιού έχει βαθμό προνηπιακής δυσκολίας, αφού στην ουσία είναι σαν ποδηλατάκι με κινητήρα. Οι χειρισμοί του και οι συμπεριφορά του στο δρόμο είναι αστεία, έτσι όμως δεν εμπνέει και τον απαραίτητο σεβασμό στον οδηγό του, που κάνει τις απίστευτες παπαριές στην σέλα του, βέβαιος οτι το 'χει. Αστεία όμως είναι και η ασφάλεια που παρέχει, καθώς ειδικά στα πρώτα τα ιστορικά αλλά και στα σημερινά κινέζικα, τα φρένα και οι αναρτήσεις δεν προσφέρουν τίποτα στη ενεργητική ασφάλεια. Βασίζεσαι στο γεγονός ότι «νταξ' μωρέ αφού δεν τρέχω, τι να τις κάνω τις Brembo» και ο Θεός βοηθός. Μια μεγάλη, «κανονική» μηχανή παρέχει απείρως περισσότερη ενεργητική ασφάλεια, αλλά μόνο αν ξέρεις να οδηγάς στα αλήθεια.

Έτσι, στην Ελλάδα πριν από 20 κάτι χρόνια, η ιστορία της Αμερικανικής αγοράς επαναλήφθηκε. Ακόμα και αυτοί που φοβούνταν και έβριζαν τις μηχανές και τους «αλήτες τους μηχανόβιους», απέκτησαν παπί για να κάνουν την δουλειά τους.
Πολλοί όμως από αυτούς οδηγούν με νοοτροπία αυτοκινήτου, νομίζοντας ότι οι άλλοι οδηγοί τους βλέπουν (!), χώνονται παντού και άσχημα (αφού εξάλλου γι' αυτό πήραν το παπί) και δεν ενδιαφέρονται να μάθουν για ασφαλή οδήγηση και πρόβλεψη κινδύνου, αλλά θεωρούν ότι αφού δεν τρέχουν, όλα καλά. Το πιθανότερο είναι ότι το παπί θα είναι και ελλιπώς συντηρημένο, προσθέτοντας στον κίνδυνο. Να συμπληρωθεί εδώ ότι το όνομα «παπί,» στην Ελλάδα λέγεται ότι προέρχεται από το χαρακτηριστικό «πλα-πλα-πλα» που κάνουν όταν μένουν χωρίς εξάτμιση.

Αν δώσεις όμως 1500e για ένα καινούριο μάλιστα μηχανάκι, δεν πρόκειται να δώσεις εύκολα τα τουλάστιχον 300 (και λίγα λέω) ευρώ που απαιτούνται για εξοπλισμούς προστασίας, ένα καλό κράνος, ένα υφασμάτινο μπουφάν με προστασίες άντε και γαντάκια, και εδώ που τα λέμε δείχνει λίγο too much... Έχω συγκεντρώσει περισσότερα βλέμματα με ένα χιλιάρικο ντυμένο πάνω μου βολτάροντας το C90 μου (που πιάνει-δεν πιάνει 600 γιούρα), παρά με το διαόλι. Δείχνει και μάλλον είναι υπερβολικό, δεν θα το ξαναπείς όμως όταν νιώσεις ότι η άσφαλτος πονάει το ίδιο από όπου κι αν πέσεις.

Αλλού τώρα.

Τα παπιά είναι ως γνωστόν το κατεξοχήν όχημα των +-16χρονων κάγκουρων. Ο λόγος είναι απλός και βασίζεται στη ιστορία. Πέρα από το χαμηλότατο αρχικό κόστος, η μαμά και ο μπαμπάς πείθονται πολύ πιο εύκολα να αγοράσουν στον μικρό που τους τα 'χει πρήξει ένα παπάκι, που είναι μικρό και δεν τρέχει παρά μια σκοτώστρα μεγάλη μηχανή. «Θα του περάσει και στα 18 θα του πάρουμε αμάξι», δικαιολογούνται σε εαυτούς και συγγενείς, και πράγματι πολλές φορές ισχύει. Η καγκουριά εκφράζεται προσωρινά με το παπί, για να μεταφραστεί αργότερα στο αμάξι που θα έρθει. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία και το λήμμα έχει παραγίνει μεγάλο.

Υπάρχουν βέβαια και οι «αυθεντικοί», που ίδρωσαν για το παπί τους και λαχταρούν την ώρα που θα πάρουν μηχανή. Θα μάθουν πάνω σε αυτό, θα μαζέψουν και μερικά χρήματα με την βοήθειά του (να πηγαίνουν στην δουλειά, ντε!) και η ώρα δεν θα αργήσει.

Για να κλείσω επιτέλους, το παπί είναι το σήμα κατατεθέν των ντελιβεράδων, καθώς είναι το μοναδικό που έχει όλα, μα όλα τα πλεονεκτήματα: φτηνό σε απόκτηση και συντήρηση (ποιος ήρθε;) για τον εργοδότη, γρήγορο και ευέλικτο για να φτάνει πάντα στην ώρα του. Όλα τα ντελιβεράδικα παπιά είναι σάπια έως εσχάτων, ο χάρος ο ίδιος, τα παιδιά οδηγούν αυτοκτονικά μέσα στο χάος, και το επάγγελμα του ντελιβερά βρίσκεται με διαφορά στην πρώτη θέση της λίστας με τα εργατικά ατυχήματα. Αλλά ποιος νοιάζεται; Αρκεί που η πίτσα ήρθε στην ώρα της.

Παράδειγμα για παπιά;
Για ποιο λόγο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω. Συνήθως λέμε «τα τίναξε τα πέταλα».

Το τίναγμα προέρχεται από την αποκοπή της σπονδυλικής στήλης. Καθώς σπάει ο νωτιαίος μυελός κατά το κρέμασμα, τα ποδιά τινάζονται σπασμωδικά.

Λέγεται επίσης (ως προς «τα πέταλα») επειδή όταν πεθαίνει το άλογο συμβαίνει το ίδιο και μπορεί να εκσφενδονιστεί κάνα πέταλο.

Στα αμερικλάνικα είναι he kicked the bucket, κλώτσησε τον κουβά.

Τα τίναξε τα πέταλα η καβατζόπουστα, άντε τώρα να καθαρίσουμε τα σκουπίδια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:

  • εννοείται η λέξη ουίσκι
  • σπέσιαλ είναι οτιδήποτε εκτός από τζόνυ κόκκινο
  • το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.

    Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.

Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.

βλ. και ξηρούς καρποί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified