Further tags

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ότι έχει υψηλές επιδόσεις. Αναφέρεται σε αμάξια, υπολογιστές κτλ.

- Του άλλαξα μοτέρ και του έβαλα 250 άλογα. Μετά τα έσκασα για μεγάλη μπούκα πίσω, σκούπα και χταπόδι. Πάει σφαίρα το εργαλείο, καύλα είναι.

- Με 8GB RAM, Quad Core και 2GB κάρτα γραφών θα σου πηγαίνει σφαίρα. Δεν θες κάτι άλλο.

(από HardcoreGR, 13/05/12)(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:

  1. Για όποια γκόμενα είναι σεξοβόμβα, θεόμουνο και τα συναφή.

  2. Για οτιδήποτε έχει υψηλές επιδόσεις, όπως ένας αθλητής, ένα αντικείμενο που κάνει καλή δουλειά κτλ.

  3. Το λέμε σε κάποιον για να τον πικάρουμε σε περίπτωση που δεν κατάλαβε ή κάνει πως δεν κατάλαβε αυτό που του λέμε (βλέπε την ομώνυμη διαφήμιση με την πιστωτική κάρτα).

  1. - Κοίτα εδώ barwoman που έχει το μαγαζί. 1.80, ξανθό, πράσινο μάτι και η ρόγα να κοιτάει στο ταβάνι.
    - Γάματα, δυναμίτης σκέτος είναι.

2α. - Πωπω, αυτός ο Messi τι δυναμίτης είναι ρε φίλε; Μία ομάδα μόνος του.

2β. - Είδες τους καινούργιους 16πύρηνους επεξεργαστές; Δυναμίτης σου λέω, με έναν τέτοιο θα πηγαίνει σφαίρα το μηχάνημα.

  1. - Πιστωτική μου δίνετε; Μετρητά δεν έχετε;
    - Δηλαδή θέλεις να βγω...να ψάχνω για ATM...να βρω ATM, να περιμένω στην ουρά, να κάνω ανάληψη, να ξανάρθω στην ουρά να περιμένω πάλι, για να πληρώσω ένα γάλα κι εσύ να πρέπει να μου δώσεις ρέστα από 50 ευρώ. Πως σου φαίνεται;
    - Έχετε δίκιο.
    - Μπράβο. Είσαι δυναμίτης!

(από HardcoreGR, 13/05/12)(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυτελείας είναι ένας όρος που σημαίνει αυτό που σημαίνει: πως είναι ακριβό, πχιόττας, ξεχωριστό. Δεν ανήκει δηλαδή στα απαραίτητα αναλώσιμα αγαθά (άλλο τώρα αν, από κει που σκουπίζαμε τον κώλο μας με την πέτρα, σήμερα μπορούμε να απολαμβάνουμε και αυτά τα αγαθά ως καθημερινά και με τη σέσουλα. Ήρθε και μας πλάκωσε βέβαια...)

Έχουμε λοιπόν ψωμί, χαρτί, κωλόχαρτο, καθρέφτες, φόρο, βίλες, αυτοκίνητα και πόρνες πολυτελείας. Και άλλα πολλά.

Πέραν αυτών, ο όρος μπορεί να κοτσαριστεί ειρωνικά σε οποιονδήποτε: ζητιάνος πολυτελείας, τρελός πολυτελείας, μαλάκας πολυτελείας κλπ.

Στις μόνες περιπτώσεις που, λέγοντας απλά «πολυτελείας» καταλαβαινόμαστε, είναι όταν πρόκειται για ψωμί ή για πουτάνα. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος ύπαρξης του παρόντος λήμματος (παρ. 1, 2).

  1. - Τι θα θέλατε;
    - Ένα κιλό πολυτελείας παρακαλώ.

  2. Πολύ μες το λούσο είναι το γκομενάκι... Ρε μπας κι είναι καμιά πολυτελείας και δεν το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη του Αριστοφάνη, από το έργο Ειρήνη. Κυριολεκτικά σημαίνει οπίσθια τόσο σπάνια ωραία, που τα βρίσκεις μια φορά στα 5 χρόνια.

- Πω πω ρε φίλε, τι παιδί είναι αυτό, κοίτα ένα κώλο!
- Θεϊκός λέμε, σκέτη πρωκτοπεντετηρίς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό κουτάκι που περιέχει όλα όσα θεωρούνται χρήσιμα από πότες μερακλήδες και με άποψη, για το επιστημονικό στρίψιμο ενός καλού γάρου, δηλαδή χαρτάκια, τζιβανόχαρτα, τρίφτης, και φυσικά, το σταφ.

- Έχει κανένας εισιτήριο να φτιάξω τζιβάνα;
- Τι εισιτήριο ρε καρμίρη, έχω τζιβανόχαρτα, πιάσε την τζιβανοκασέλα, δίπλα στο στέρεο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ψιλά». Προσδιορίζει τα μικρά χρηματικά ποσά που δίνονται, συνήθως σε κέρματα.

Ρε φιλαράκι, παίζει κάνα ψιλό να πάρω ζουζού;

Got a better definition? Add it!

Published

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified