Further tags

Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.

Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.

Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.

Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.

Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.

Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.

Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.

Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.

Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.

  1. Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...

  2. Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.

Περί ορέξεως ...πατσάς! (από allivegp, 20/12/09)ΑΜΑΝ. Στο 2:22 και μετά. (από patsis, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της 70-80ετίας, για την πλατιά γραβάτα που φορούσανε οι τότε καθωσπρέπει (νύν κομιλφώ) κύριοι κι άνοιγε βαθμηδόν προς τα κάτω, σαν παλαμίδα κρατημένη ανάποδα σε αναμνηστική φωτογραφία λουομένου με κάποιον «φίλο ντόπιο ψαρά».

Ήταν παρδαλού χρώματος και λαχουρί σχεδίου, δεμένη με αυτοσχέδιο κόμπο, αλλά εκείνη την αλήστου μνήμης εποχή, σημασία είχε η ύπαρξή της και μόνο, ενώ το ποιόν της ήτανε ψιλά γράμματα. Αν τη φορούσες, ήσουν «κύριος με γραβάτα» (σου λέει ο άλλος). Πάει και τελείωσε.

Τη δεκαετία ‘50-‘60 ο κόσμος φορούσε μια λιγνή γραβάτα με μονό κόμπο που ανέμιζε σαν το κορδόνι με την αγκράφα των καουμπόηδων, ενώ η παλαμίδα μέχρι την δεκαετία του ’90 (για να μην πώ και μέχρι σήμερα) είχε αυξομειούμενο ύψος: Έφτανε καμιά φορά μόνον έως τον θώρακα σαν μωρουδίστικη σαλιάρα ή περίσσευε μέχρι τα γόνατα σαν παπαδίστικο αντιμήνσιο.

Η εκκρεμής γραβάτα του κοντού που ήτανε γάτα, είναι μια κλασσική παλαμίδα.
Ο Βασιλάκης πίνοντας το φραπεδάκι με τις 29 ζάχαρες, μας εξηγεί οτι φόρεσε παλαμίδα με το Τζιανμάρκο Βεντούρι κοστούμι του για να βγάλει έξω τη γκόμενα, διότι «πού να φτουρήσουν τώρα οι γαύροι»;

Άλλοτε φαινόταν το πάνω τελευταίο κουμπί απο το πουκάμισο (άλλοτε πάλι ήταν κι ανοιχτό!), κάποτε-κάποτε έχασκε και κρεμόταν το μέσα δεύτερο κομμάτι της, κάτω απ’ το μπροστινό και μερικοί τύποι το βόλευαν όπως-όπως μέσα απο το πουκάμισο ή το παντελόνι (ή και το σώβρακο) για να μην πετάει.

Ήταν εκείνο το αξέχαστο σύντομο καλοκαίρι του σοσιαλισμού, που οι άντρες φορούσαν μουστάκι και κοστούμι χωρίς γραβάτα με ανοιχτό γιακά, έβαζαν το πουκάμισο μέσα απ’ το σώβρακο για να μην το ξερνάει το παντελόνι λόγω της ανοικονόμητης πατσοκοίλας, πάντα διαφαίνονταν η ιδρωμένη μάλλινη τιραντέ φανέλα πίσω απ’ το πουκάμισο κι έκαναν καραφλάζ με τις τρίχες να εκτελούν το δρομολόγιο Ρίο-Αντίρριο πάνω στην κουρούπα τους.

Κλασσικό στυλιστικό παράδειγμα της εποχής (εκτός απ’ τη φαλάκρα), είναι ο παλαμιδοφόρος κύριος που ρουφούσε μακαρίως τον «ρωμέικο» καφέ Bravo, λέγοντας οτι «εμείς τον λέμε Ελληνικό». Άλλα αντ’ άλλων...

Η ρεξόνα κι ο Ζαμπούνης όμως, πάτησαν σαν οδοστρωτήρας αυτήν την αθώα εποχή. Τώρα η μεταξωτή γραβάτα κι ο διπλός κόμπος είναι sine qua non, άμα θες να σου πούν μια καλημέρα της προκοπής.

Πάντως η βουτηγμένη στον τούρκικο καφέ παλαμίδα του Κοτανίδη στην παλιά διαφήμιση «για καλό και για κακό» (Ασπίς Πρόνοια), απηχούσε την οικονομική σταθερότητα των μεγάλων ανωνύμων εταιριών σε κάθε στραπάτσο, ενώ οι σημερινοί διπλοί κόμποι και οι κομψές πλεκτές γραβάτες, ελάχιστα απέτρεψαν το φαλιμέντο του ομίλου...

- Γουστάρεις γραβατιά;
- Πού την κονόμησες την παλαμίδα;
- Τί, δε σ’ αρέσει; Ξέρεις πόσο έχει; 60 ευρώπουλα έσκασα!
- Δε λέω, για κανα 70’ς πάρτυ στα Μπουρμπούλια καλή είναι...
- Τί λές ρε άσχετε; Τελευταία μόδα είναι σου λέω!
- Όσο γι’ αυτό, όντως τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλοῦπα λέγεται τὸ συσσωμάτωμα ἰνῶν, τὸ τριχοπίλημα, ἰδίως ἂν ἔχῃ κάποιο μέγεθος, ποὺ νὰ διακαιολογῇ τὴν χορταστικὴ «κατάληξι» -οῦπα. Βλ. καὶ σχόλιο στὸ λῆμμα μπάμπαλο.

Ἐπίσης, μαλοῦπα λέγoνται τὰ φύκη, ποὺ μαζεύονται στὰ ὕφαλα τῶν πλοίων καὶ προκαλοῦν ἐλάττωσι τῆς ταχύτητος. Αὐτὴ ἡ μαλοῦπα λέγεται καὶ στρειδῶνα, διότι τὰ φύκη συνυπάρχουν μὲ διάφορα μικρὰ ὄστρεα (καμμιά φορὰ μύδια, ὄχι στρείδια πάντως).

Ἐνίοτε, παραστατικὴ ὑποκατάστατη λέξι γιὰ τὸ τριχωτὸν τοῦ ἐφηβαίου, ὑφ' ὡρισμένας εὐνοήτους προϋποθέσεις.

Ἡ ἐτυμολόγησις εἶναι ἀπὸ τὸν συμφυρμὸ τῶν λέξεων μαλλὶ καὶ τουλοῦπα. Τουλοῦπα < τολύπη, ποσότης ἀκατεργάστου μαλλιοῦ ἐπάνω σὲ ρόκα. Προφανῶς ἡ τουλοῦπα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸ χασικλίδικο γλυκάκι, τὴν τουλοῦμπα. Δεδομένης τῆς ἐτυμολογήσεως αὐτῆς, ἡ μαλοῦπα πρέπει νὰ γράφεται μὲ διπλὸ λ, ἔχει ὅμως ἐπικρατήσει μὲ ἕνα.

  1. - Μαλοῦπα πιάσατε, ἀνοικοκύρευτες, κάτ' ἀπ' τὰ κρεββάτια! Κάντε καὶ κανὰ σκούπισμα...

  2. - Γιακουμή, τὸ καΐκι ἔπιασε μαλοῦπα (στρειδῶνα), κι ἔχουμε ταξείδι. Νὰ τὸ βάλουμε στὸ ποτάμι, κανέ.

  3. - Καὶ βγάζει τὸ βρακί της, μεγάλε, ἡ Μάρω, καὶ βλέπω μιὰ μαλοῦπα, παλτὸ ὁλάκερο, δικέ μου.

Μαλοῦπα (από aias.ath, 14/12/09)Μαλοῦπα imitation (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό. Λέγεται λαϊκά έτσι η Μερσεντές, αλλιώς και το «μερκέντι». Και ιδίως τα γάμησέ τα μοντέλα της εταιρίας, όπως η παλιά σειρά C, ή η Ε180 που ήταν απλά η εκπλήρωση του καημού του (ακόμη) πεινασμένου (αλλά όχι ψωμολυσσούντα) έλληνα πρώτα, και μετά του αντίστοιχου αλβανού και τώρα δεν ξέρω ποιου.

Ανήκει στην οικογένεια των εκλαϊκευμένων ονομάτων αυτοκινήτων, όπως και το μπέμπα, αντί για BMW, εδώ εκφράζεται και πατρική (όχι και τόσο) παύλα πιπινική αγάπη προς το όχημα, το τουότα, αντί για ΤΟΥΟΤΑ, απλός εξελληνισμός, και νομίζω ότι πέθανε. Εξαιρείται το πορσικό που είναι άλλη φάση.

Χρησιμοποιείται πλέον κυρίως με αρνητικές συνδηλώσεις, έχω την εντύπωση, αν και παλαιότερα, όταν για να έχει μερκεντέ έπρεπε να είσαι τουλάστιχον μανχάτας, είχε κυρίως την απόχρωση του θαυμασμού για το τουτού.

- Ναι το μαλάκα, άμα δεν το παρκάρει το μερκέντι μπροστά απ' το καφενείο να φαίνεται να κλείσει όλη την κίνηση ο καραγκιόζης δεν γίνεται...

(από Vrastaman, 11/12/09)(από jesus, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σφεντόνα λέμε, πολλές φορές, την πολύ γρήγορη εκκίνηση, ή γενικότερα κάτι που κινείται με ταχύτητα που προσομοιάζει πέτρα την ώρα που εκτινάσσεται από το φερώνυμο όργανο.

  1. Ρε συ, τι είναι αυτός ο Μπολτ; Σφεντόνα έφυγε!

  2. Πέρασε ο Τζάιρο με το Πεζό. Το 'χει πειράξει και πήγαινε σφεντόνα. Θα σκοτωθεί καμιά ώρα ο μαλάκας.

Σφεντόνα (από panos1962, 09/12/09)Σφεντόνα έφυγε… (από panos1962, 09/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυναμάρι αποκαλείται οτιδήποτε χρησιμοποείται για να ενισχύσει την δύναμη και την σταθερότητα ενός άψυχου αντικειμένου.

Μεταφορικά, παραπέμπει στην ανθρώπινη δύναμη, τα κότσια που χρειάζονται για να αντιμετωπίσεις κάτι ή κάποιον.

- ...ανασήκωσε ένα μεγάλο κορμό, να τον σφηνώσει δυναμάρι σε μια λασκαρισμένη ξυλοδεσιά (Ν. Καζαντζάκης)

- Τα δυναμάρια αυτού του ανθρώπου είναι καλά αφού αντέχει την πεθερά του και δεν έχει κλατάρει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότσι αποκαλείται ο αστράγαλος, καθώς και το μυώδες τμήμα της κνήμης ενός ζώου.

Μεταφορικά παραπέμπει σε τόλμης ή μαγκιάς, σε αρχίδια με την καλή έννοια (κατά το αγγλικό guts).

Υπάρχει και το μπιθικώτσης που στα αρβανίτικα σημαίνει σκληρόκωλος (κώλος > μπίθα). Στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη, ωστόσο, το κότσι αντικαθίσταται από την κοτρόνα.

Δεν έχεις ρε τα κότσια να τα πεις αυτά που μου λες στον εργοδότη σου γιατί δεν έχεις τα δυναμάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified