Further tags

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ρετρό σχολικό παιχνίδι με αντικείμενο το αιφνιδιαστικό ράπισμα του πωπού ενός ανυποψίαστου θύματος, συνήθως φίλου του θύτη.

Το σωστή τεχνική -όπως και στο τέννις- προϋποθέτει χαλαρό καρπό. Η κεραυνοβόλος πρόσκρουση πραγματοποιείται με τα νύχια της τιναζόμενης ανεστραμμένης παλάμης του θύτη, σε λοξή ή κατακόρυφη κατεύθυνση. Το στιγμιαίο αλλά οξύ τσούξιμο του πωπού μεγιστοποιείται εάν το σαλαμάκι εμπεριέχει δεξιοτεχνικό φάλτσο.

Το σαλαμάκι συνήθως κατέληγε σε κυνηγητό, και πρόσφερε πρώτης τάξεως ψυχαγωγία σε κάθε παρευρισκόμενο θεατή.

Πριν λίγο τηλεφώνησαν σε μια συνάδερφο από το σχολείο του γιού της (πηγαίνει στην 5η Δημοτικού) και της είπαν πως το παιδί κινδυνεύει να διωχθεί αύριο από το σχολείο επειδή παίζοντας κυνηγητό στο διάλειμμα άγγιξε μια συμμαθητριά του στον πωπό. Της έκαναν σοβαρές παρατηρήσεις ως προς τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού λέγοντας πως εκείνη φταίει για τη συμπεριφορά του και πως τα παιδιά απαγορεύεται να βλέπουν τηλεόραση... Δεν μπορώ φυσικά να ξέρω τη σοβαρότητα της πράξης του μικρού, αν και τον έχω γνωρίσει και είναι πολύ ντροπαλό και σεμνό παιδάκι... Δεν μπορώ να πιστέψω πως περιείχε δόλο η πράξη του. Ωστόσο, ποιός είναι ο ρόλος του σχολείου σε κάτι τέτοιο και μάλιστα στις ηλικίες που συζητάμε; Εμείς δε παίζαμε «σαλαμάκια» στο σχολείο; Ξέραμε σε αυτές τις ηλικίες τι σημαίνει σεξουαλική παρενόχληση; (από φόρουμ)

Τεχνική επίδειξη σαλαμακίου (από Vrastaman, 21/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.

- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι πολύ περίπλοκο και δύσκολο, που σου σπάει τα νεύρα όταν προσπαθείς να το λύσεις. Έχει την έννοια της σπαζοκεφαλιάς, αλλά με πιο έντονη σημασία.

- Άσε, δεν μπορώ με τίποτα να βρω λύση στο παράξενο μαθηματικό πρόβλημα που μου έδωσες προχθες! Θα το παρατήσω, είναι γόρδιος δεσμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.

  1. - Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
    - [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
    - Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)

  2. Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
    η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)

  3. Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρνει κλάσιμο. Το λέμε κυρίως για τροφές όπως η αγκινάρα, το σταφύλι, τα όσπρια, το μπρόκολο κι άλλα.

- Α δε μπορώ άλλο τον Τάκη, κάθε φορά που πρόκειται να πάω σπίτι του θέλει να μου μαγειρέψει εκπληξούλες και φτιάχνει όλο κάτι κλαστικά και μετά θέλει και να γαμηθούμε, ε όχι ρε φίλε, δεν έχει, μέχρι να το καταλάβεις δεν έχει κοκό.
- Τι αχάριστη και στριμένη που είσαι ρε πούστη μου, δε σου φτάνει που έχεις βρει τον τέλειο γκόμενο, το μπρόκολο σε χάλασε μωρή λινάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συριστικό αυτό επιφώνημα πάντα συνοδεύεται με λοξό τίναγμα της κεφαλής και μειδίαμα, αποτελεί δε το ύστατο όπλο debate κάθε λεβέντη με άποψη.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες τσσς:

1. Αυτοεγκωμιαστικό τσσς

Αφού εκστομίσει κάποια κοινότυπη και καμαρωτή παπαριά, ο ξερόλας συνομιλητής προσθέτει με έπαρση «τσσς, τι είπα πάλι ο μεγάλος!». Σε περίπτωση το εκστομίζει ρουμάνος, το κάνουμε γαργάρα και σφίγγουμε τα δόντια, ένεκα και η οικονομική κρίσις. Αντίθετα, τον πλακώνουμε στις φάπες.

2. Απαξιωτικό τσσς

Αντιμέτωπος με μια τεκμηριωμένη άποψη την οποία δεν μπορεί να αποκρούσει με λογικά επιχειρήματα, ο νεοέλληνας νταλάρας κάνει τσσς και το γυρίζει σε ad hominem άδειασμα, όπως: «τσσς, αυτά τα λένε τα αμερικανάκια!». Καθώς κάθε λογικός διάλογος με τέτοια σούργελα είναι ανέφικτος, η ενδεικνυόμενη ανταπόκριση είναι επίσης «τσσς!» - με φειδώ όμως στα iterations, προς αποφυγήν αέναης κυκλικότητας!

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία του όρου, καθώς τρεντογλωσσούδεσ και ασιγματικοί προκρίνουν το τσσσ.

Τέλος υπάρχει και ο συγγενικός ήχος μμμ!, κατά το «Μμμ τι μας λες καλέ» που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, αγελάδες και μητροσεξουαλικούς.

«Τι ξινός άνθρωπος ... τσ τσσς» (από φορουμ)

«εντάξει κορίτσια νομίζω ότι δουλευόμαστε είμαι από τις 6 και κάτι μέσα και δεν έχω βρει καμμία σας Παρασκευή βράδυ... τσσσ τσσσ, μα όλες γκόμενους έχετε κι είστε τόσο απασχολημένες ... τσσσ τσσς» (Παράπονο από forum. ΥΓ: τσσς, αν το τυπάκι αυτό ποτέ πηδήσει, εμένα να μου κάνετε piercing τη μύτη!)

« θα γίνω και πολύ άτομο!! Τσσς (...) Το αποφάσισα. Είδα ότι δεν έχει προκοπή το άθλημα και το γυρνάω στο πουλ μουρ(Από forum)

βλ. και τσ-ξςςςς!..., πς / πςςς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατέντα ή συσκευή η οποία το πάλαι ποτέ χρησιμοποιούνταν για το καβούρδισμα του καφέ. Προφανώς ήταν ευτελής ή απλώς έκανε πολύ θόρυβο.

Την σήμερον παρομοιάζουμε με καβουρδιστήρι οποιοδήποτε όχημα ή αντικείμενο είναι ευτελές ή πολυκαιρισμένο ή σαραβαλιασμένο ή απλά μας ενοχλεί επειδή χωρίς ιδιαίτερο λόγο δεν το χωνεύουμε εμείς καθόλου. Το λέμε για αυτοκίνητα, μηχανάκια, κομπιούτορες, κλπ

  1. (βλ. φωτο 1)
    Καβούρδισμα και άλεσμα (κόψιμο) του καφέ: παίρνανε λίγο σιτάρι, το καθαρίζανε και παίρνανε και λίγο άκοπο καφέ. Είχανε και ένα καβουρδιστήρι. Το καβουρδιστήρι είχε μια μακριά λεπτή βέργα σαν σούβλα και επάνω στη βέργα ο φαναρτζής είχε φτιάξει ένα στρογγυλό τσίγκινο κουτάκι με πορτάκι, όπου έμπαινε το σιτάρι και ύστερα ο καφές. Στη συνέχεια βάζανε σε ένα μέρος φωτιά και στήριζαν το καβουρδιστήρι λίγο πιο ψηλά από τη φωτιά. Ύστερα το γύριζαν σιγά-σιγά μέχρι να πάρει χρώμα. Έπειτα το βάζανε σε ένα μήλο και το έκοβαν ψιλό-ψιλό.

(από το διαδίκτυο. Ο ποιγητής εννοεί μήλο ή μύλο; να γιατί χρειάζεται το τελικό -ν. Θα καταλαβαίναμε αν είναι ανορθόγραφος ή αν πρόκειται πράγματι περί μήλου...)

  1. ...αν θέλεις να πάρεις ένα καβουρδιστήρι που να βουίζει σα τζετ σε απογείωση, να χαλάει και να θέλει επισκευές και αναβαθμίσεις κάθε τόσο και να ζεσταίνει το δωμάτιο σε θερμοκρασίες κλιβάνου μόνο για να γλυτώσεις 150 ευρώ, είσαι άξιος της μοίρας σου...
    (από το διαδίκτυο)

  2. - Άσε τι έπαθα... ήρθε ο Λάκης να με πάρει από το σπίτι να βγούμε, πρώτη φορά με το αυτοκίνητό του. Φιλενάδα φρίκαρα... Έσκασε μύτη με ένα καβουρδιστήρι που δεν ήξερα πού να κρυφτώ να μη με βλέπει η γειτονιά... Ένα σου λέω, γύρω από το λεβιέ δεν είχε τίποτα, έβλεπες την άσφαλτο... Και κρύοοοοοο!
    - Σιγά μωρή Λίτσα, πότε μας έγινες εσύ αριστοκράτισσα και δεν το ξέραμε; Μια χαρά είναι το παιδί, άσε που μπορεί να είναι και φραγκάτος και να 'χει το σαράβαλο για την καύλα του και νά 'ναι και φτιαγμένο μωρή άσχετη που έβγαλες αμέσως συμπέρασμα, μωρή μπουζουκομούνω και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified