Further tags

Δοκίμως, σημαίνει μέσο (συχνά γεωργικό) μεταφοράς του ψωμιού.

Σλανγκιστί είναι, κυρίως ειπείν το στομάχι, ως ανατομικό σακούλι που γεμίζει με ψωμί (συνεκδοχικά για όλες τις τροφές). Κατ' επέκταση είναι η πλαδαρή και αγύμναστη κοιλιά, και παραπέρα γενικά ο χοντρός και μαλθακός άνθρωπος, που εξαντλεί την ιδιότητά του στο να είναι ψωμοδοχείο. Πρόκειται γα κλασική αργκό γνωστή και από την ατάκα του Χατζηχρήστου «Πού είσαι; Σε κολλάω μια κουτουλιά στο ψωμοσάκουλο και θα κάνεις δέκα μέρες να φας!».

Σημειωτέον, ότι στο ιντερνέτι πολλά από τα χιτς αναφέρονται σε υπαρξιακά ερωτήματα, τ. «όταν γεμίσεις το ψωμοσάκουλο, αρχίζεις να σκέφτεσαι τους άλλους ανθρώπους» ή «τον νοιάζει μόνο πώς θα γεμίσει το ψωμοσάκουλο», ή «η ζωή δεν είναι μόνο πώς θα γεμίσεις το ψωμοσάκουλο».

Πάσα: Χότζας.

  1. Υπαρξιακά ερωτήματα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο εδώ.

Προς κάθε γυναίκα………
του όποιου Πιλάτου
Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο και προφανώς μέχρι να φύγω από αυτόν , τρία πύρινα ερωτήματα
σαν την ομοούσιο τριάδα που μας σερβίρισαν οι Εβραίοι , στριφογυρίσουν μέσα στο μυαλό μου , όντας
βέβαιος , πως απάντηση δεν θα βρω ποτέ . Και το παράδοξο είναι , χωρίς να ξέρω που να το αποδώσω
πως αυτά τα ερωτήματα γίνονται ακόμα πιο βασανιστικά , όταν έχει γεμίσει , έχει τιγκάρει που λέει ο
λαός , το απαίσιο ψωμοσάκκουλο μου , σε βαθμό τέτοιο που να προκαλεί βάρος και ναυτία , χωρίς να
τολμώ να εμέσω ˙ σκεπτόμενος πως είναι δυνατόν , κάποια παιδιά του τρίτου κόσμου όπως τα λένε
να τολμούσαν εάν ήταν εμπρός μου , να φάνε τα εμέσματα .

  1. Κι άλλα υπαρξιακά ερωτήματα εδώ:

Όταν έχει γεμίσει το ψωμοσάκουλο αρχίζει η ευαισθητοποίηση, όχι, δυστυχώς απέναντι στο είδος τους (το ανθρώπινο εννοώ) που σε μεγάλο ποσοστό υποσιτίζεται, αλλά απέναντι στις κοτούλες, τα γουρουνάκια, τα σκουληκάκια... Ακολουθούν συνήθως επιχειρήματα του τύπου «οι άνθρωποι είναι εγγενώς »κακοί« σε αντίθεση με τα καημένα »αθώα« ζωάκια», «καλύτερα να πεθαίνουν άνθρωποι (κακούργοι, πτωματοφάγοι, κλπ) παρά τα ζώα» και άλλα τέτοια όμορφα.

  1. Φωνακλάς αντιγαύρος εδώ: Ο ΕΝΑΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΗ ΓΑΜΠΑ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΝΥΧΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΑΥΤΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΨΩΜΟΣΑΚΚΟΥΛΟ !!!
    ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ !!!
    ΝΑ ΣΤΕ ΚΑΛΑ ΡΕ ΓΑΒΡΟΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΚΑΜΕ ΣΤΑ ΓΕΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΣΑΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.

- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.

  2. Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)

  3. Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.

  4. (πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.

  1. - Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
    - Δεν τον ξέρω.
    - Δεν έγραφε;
    - Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;

  2. Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.

  3. Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».

  4. Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;

βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.

- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.

Πηγή: Ιησούς.

Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικά, ο πολύ αργός άνθρωπος, και ιδίως ο πολύ αργός οδηγός.

  2. Η κοιλιά που έχει εξαπάκετο, επειδή η τοιαύτη μόρφωση των μυών θυμίζει καύκαλο χελώνας. Συνεκδοχικά, ο άνθρωπος που έχει το εξαπάκετο.

  3. Το αυτοκίνητο «σκαραβαίος» της Volkswagen γνωστό και ως «κατσαριδάκι». Λόγω σχήματος, ίσως και λόγω ταχύτητας θα έλεγαν οι χλευαστές του.

Πηγή: John Black (που αναμένεται να με κράξει για έλλειψη τεκμηρίωσης). Για το 3, πηγή: BuBis.

- Πώς πάει έτσι αργά η χελώνα ο νικολάκης; Ρίξ' του μια μούτζα από μένα!
- Πλάκα με κάνεις; Έχεις δει την χελώνα που έχει η χελώνα;

Ρεθεμνιώτικη ταβέρνα, Χελώνα (από GATZMAN, 04/10/09)(από Khan, 04/10/09)Το logo της Volkswagen. Στη θέση που μπαίνει για να παρκάρει ο σκαραβαίος, μπήκε ειδικό σήμα  (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψαλιδόκωλος, δηλαδή αυτός που φοράει φράκο με διχαλωτή ουρά, που θυμίζει ουρά χελιδονιού. Όταν οι πρώτοι τοιούτοι άρχισαν να φορούν τέτοια πράματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, θεωρήθηκαν κουτόφραγκοι και φλώροι από τους φουστανελάδες μας, με αποτέλεσμα την λοιδωρία τους με παρόμοιες εκφράσεις.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος, βλ. εδώ.

Μερικά χελιδόνια δεν έφτασαν για να φέρουν την άνοιξη στην πολύπαθη Ελλάδα μέχρι σήμερα...

Scissorhands couldn\'t tell his arse from his elbow... (από HODJAS, 08/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified