Selected tags

Further tags

Κατάληξη που παίρνει η προστακτική των ρημάτων μπαίνω, βγαίνω και πίνω εις την μαγκικήν. Προφ προέρχεται από δημώδη παραφθορά η οποία κατόπιν πέρασε στην μαγκίτικη καθομιλουμένη (βλ. παράδ. 1).

Το πιέκα είναι σπανιότερο και μάλλον λέγεται πιο πολύ για πλάκα.

Όποιος όμως ξέρει κάτι παραπάνω για την προέλευση αυτών των καταλήξεων, ας μας πει να ξεστραβωθούμε.

  1. ...στη χαλκιδα χρησιμοποιούταν πιο παλιά (τώρα δεν το ακους συχνά) το μπέκα-βγέκα αντί για το μπες βγες!! (από το νέτι

  2. Λέω τοῦ Θανάση γρήγορα, Θανάση, βγέκα ὄξω γιατὶ τὴ Γεωργούλα μας τὴν τρώει ὁ Κάτω Κόσμος
    (από το άσμα αυτό)

  3. Άιντα, πιέκα το να τελειώνουμε, πάμε να φύγουμε, νύσταξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα με τοπικά, θυμίζουν χολιγουντιανές ταινίες κατασκοπίας και δικαίως, αφού συνηθίζονται από σινάφια που ασχολούνται με παρακολουθήσεις (μπάτσοι, μυστικές υπηρεσίες, ντετέκτιβς, ηδονοβλεψίες και ..ταλιμπάν).

Όπου βέβαια, μάτια και αυτιά είναι το Έσελον (για βαριές δουλειές), μικροκάμερες, μικροπομποί, κοριοί, κι άλλα τζεϊμζμποντικά γκατζετοειδή (μόνο πέντε κλικ μακριά σας) που λέγεται πως κάνουν μεγάλες πιένες, χωρίς να αποκλείονται οι παραδοσιακοί πλην αναντικατάστατοι παντός είδους ρουφιάνοι.

Σε άλλο επίπεδο και πιο κυριλέ, πολύ κοντά τους είναι το «εσωτερική πληροφόρηση».

Στην απλή καθομιλουμένη το νόημα κυμαίνεται από το χαζοχαρούμενα κατινίστικο «δε με γελάς εμένα, ξέρω τι γίνεται» μέχρι το εκφοβιστικά ψυχοπαθολογικό «ό,τι κάνεις, το μαθαίνω» που μπορεί να συμμαζέψει πιτσιρίκια και να συνετίσει τσαχπίνες γκόμενες που παίζει το μάτι τους.

  1. Με κάμερα δεν κυκλοφορώ, αλλά έχω μάτια παντού. Και στο «Αγλαΐα Κυριακού», όπου νοσηλεύεται η 11χρονη Αφγανή, που παραλίγο να χάσει τη ζωή της από την έκρηξη βόμβας στα Πατήσια. Δύο άνδρες εμφανίστηκαν αργά το βράδυ της Τρίτης στο νοσοκομείο και επισκέφθηκαν το κοριτσάκι. Ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος , συνοδευόμενος από τον πρωτοσύγκελλο πατέρα Γαβριήλ Παπανικολάου…

  2. Ήταν τρεις πολύ εκπαιδευτικοί μήνες (ποικιλοτρόπως) και πέρασα ευχάριστα, με ευχάριστη παρέα, μιλώντας για το αγαπημένο μας θέμα. Ξέρω, επίσης, ότι διαγραφήκαμε από το forum (όχι ότι το τσέκαρα κόλας, αλλά έχω αυτιά παντού) και ότι η εκπομπή είναι on hiatus μέχρι να αλλάξει όνομα και να βρει ο Γρυπάρης τους αντικαταστάτες μας

(Ως εδώ όλα απ’ το δίχτυ)

  1. - Κι επειδή πήρε απόσπαση Κατερίνη, λες πως γι' αυτήν τέλος; Οριστικά;
    - Ναι, έχω μάτια εκεί και μου λένε πως ήδη τράβηξε γι’ αλλού.
    (sic)

(από patsis, 17/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των:

  • Άντε και γα-μπιπ -- όταν δεν θέλουμε να εκστομίσουμε το β' συνθετικό. Μερικές φορές το λέμε μονολογώντας, όταν κάνουμε μια ζημιά ή όταν χτυπάμε.
  • «Έστω ότι» ή του «ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι» αλλά με πιο στενό εύρος χρήσης: χρησιμοποιείται για να αποθαρρύνει τον συνομιλητή μας από μια ιδέα του, λέγοντάς του ότι ακόμα και αν την εφαρμόσει, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιθυμητό.
  1. (Κουβαλάω μια στίβα πιάτα)
    Κραααααααας!
    - Ε άντε και!

  2. - Άντε και ξεκινάμε δωδεκάμισι από Κηφισιά για Γλυφάδα. Πού ξέρουμε ότι θα βρούμε τραπέζι; Σάββατο είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση πασπαρτού που ετυμολογείται από το «μία φορά» ή «μία στιγμή», και σημαίνει το ξεκίνημα μιας ενέργειας.

Το μία μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το νόημα, η χρήση του όμως δίνει ένα νόημα σπιρτάδας, αμεσότητας, ή ταχύτητας στην έκφραση.

  1. Το σ/κ πάμε μια Αράχοβα; [εννοείται: θεωρώ ότι μας είναι εύκολο να αποφασίσουμε να πάμε, γίνεται μπαμ μπαμ. προφανώς προ κρίσης γιατί τώρα μετράμε τα χιλιόμετρα για να φύγουμε :)]

  2. Ρε συ ξέχασα το αλατοπίπερο, πας μία στην κουζίνα να το φέρεις; [εννοείται σου είναι εύκολο να πας και να έρθεις]

  3. Πάμε μία skype; [δηλαδή θέλεις να ξεκινήσουμε έναν διάλογο στο skype; εννοείται ότι δε μας είναι δύσκολο]

  4. - Πάμε;
    - Κάτσε, πάω μία τουαλέτα και φύγαμε [εννοείται θα κάνω γρήγορα, δε γεννάται θέμα]
    (γυρνάει) - Πάμε;
    - Κάτσε να πληρώσουμε μία τον λογαριασμό... [εννοείται μπαμ μπαμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.

- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μπριζώνω.

Πάσα: Galadriel.

- Ποιος πούστης σε πρόγκηξε; Άσε ρε, βγήκε και είπε σε όλον τον κόσμο ότι δεν κερνάω ποτέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η λέξη έχει την έννοια «για να» και συγχρόνως την αντίθετή της: «για να μην». Η απόλυτη παράνοια!

  1. Προκειμένου να δέσει η μαγιονέζα, προσέξτε το αυγό να είναι σε θερμοκρασία δωματίου (προκειμένου = για να)

  2. Δεν έπιασε ψάρια και προκειμένου να γυρίσει σπίτι με άδεια χέρια πήγε στο ιχθυοπωλείο και αγόρασε 2 κιλά τσιπούρες (προκειμένου = για να μην)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: κουσούρι < τουρκική (kusur) < αραβική كسور (küsûr).

Κυριολεκτικά είναι το ελάττωμα, το μειονέκτημα, η αναπηρία, η κακή συνήθεια.

Στην σλαγκ, το κουσούρι, όπου δεν διευκρινίζεται, είναι η ομοφυλοφιλία.

Παλιότερα η χρήση περιοριζόταν σε ευσεβείς αλλά ψυχοπονιάρες θειές, που αν και δεν μπορούν να αντικρούσουν τον παπά της ενορίας και τις γραφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, νιώθουν μια κάποια συμπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους -ή μάλλον στις οικογένειές τους.

Ως καλές γειτόνισσες, γνωρίζουν τα άπλυτα ολάκερης της γειτονιάς, και αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια που της «έλαχε το κακό» δεν είναι χειρότερη απ' τις άλλες, δεν κουβαλάει πολλά κρίματα ώστε να τους τιμωρήσει ο θεός με τόσο σκληρό τρόπο και κάπου μέσα τους νιώθουν και μία ανακούφιση, γιατί αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί ή εγγόνι.

Για την συμπάθεια που δείχνουν, συνηγορεί και η συμπεριφορά του «καημένου του παιδιού», που δεν είναι όπως το φαντάζονταν όταν άκουγαν τους πύρινους λόγους του παπά, αλλά είναι ένα -κατά τα άλλα- φυσιολογικό παιδί.

Προφέρεται δε με χαμηλή φωνή, συνωμοτικά, και πιθανόν να συνοδεύεται από την φράση: τι φταίει κι αυτό το καημένο, έτσι τόφτιαξε ο θεός

Στην μέινστριμ σλαγκ μπήκε το 2004, όταν ο Μακαριστός Χουντόδουλος δήλωσε για την ομοφυλοφιλία: «Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα θέλει να το καλύψει. Να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί που έχουν το κουσούρι».
Του γύρισε όμως μπούμερανγκ, όταν δημοσιεύματα αφιερωμένα στην ιδιωτική του ζωή είχαν σαν τίτλο «το κουσούρι του Χριστόδουλου» πχ εδώ, και εδώ.

  1. @ιρον : άντε βρε νούμερο που θα βάλω και σικ. α στο διάλο.
    (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). τζίζους, εδώ (απ' όπου πήρα και την πάσα)

  2. Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους. Αίας, εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified