Παλιά λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Όσην ώρα το κάναμε δεν σταμάτησε να μιλάει. Μου 'πρηξε τα ούμπαλα...
Παλιά λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Όσην ώρα το κάναμε δεν σταμάτησε να μιλάει. Μου 'πρηξε τα ούμπαλα...
Got a better definition? Add it!
Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.
- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ειδικεύεται στις πίπες ή που δίνει τέτοια εντύπωση λόγω της εμφάνισης και του ντυσίματός της.
Η Μπάφι Ντέιβις πάντα έπιανε κότσο τα μαλλιά της για να φαίνεται καλύτερα η τέχνη της. Μεγάλη πιπού!
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία της έκφρασης τέλος πάντων.
- Η παρτίδα σκακιού που παίξαμε χτες ήταν κερδισμένη για σένα αλλά φέραμε στο τέλος ισοπαλία.
- Τέσπα. Φιλική ήταν.
Got a better definition? Add it!
Εκσπερματώνω, έχω οργασμό, «ολοκληρώνω».
Συνώνυμα: τελειώνω, έρχομαι (τρελός αγγλισμός, χρησιμοποιούμενος κυρίως από θήλεα νέας κοπής), φτύνω.
- Τι έχεις ρε μαλάκα και κατέβασες μαύρες πλερέζες;
- Μαλακία ρε συ, πάνω στη γκαύλα τις προάλλες με τη μικρή έχυσα μέσα της. Κι' ήταν και στις μέρες της...
- Και τώρα;
- Γάμησέ τα, μ' έχει φάει το μαύρο άγχος. Άμα είναι λέει θα το κρατήσει.
- Χά! 'Ντάξει, μη μασάς ρε μαλάκα, εσύ μπαμπάς κι' εγώ νονός...
Got a better definition? Add it!
Στη φράση τον/την παίζω (ενν. τον πούτσο / την πούτσα, αλλα χρησιμοποιείται ως αμετάβατο): αυνανίζομαι.
Συνώνυμα: τραβάω μαλακία.
Μεταφορικά, βαριέμαι, τεμπελιάζω. Συνώνυμα: τα ξύνω.
Ως απρόσωπο ρήμα παίζει: (α) είναι πιθανό, ενδέχεται, μπορεί (β) είναι δυνατό, είναι εφικτό.
Συνώνυμα: γίνεται.
Φλερτάρω, ερωτοτροπώ.
Στη φράση το παίζω (μεταβατικό): παριστάνω, προσποιούμαι.
2.(α) Παίζει να 'ναι εκεί κι' η Φιλιώ με την ξαδέρφη της το θεόμουνο.
(β) - Στάξε κάνα πενηντάρι ρε φίλε που μου λείπει να πάρω κάνα πακέτο τσιγάρα...
- Μπα φίλε, δεν παίζει.
- Και τη σούταρες έτσι, στον πρώτο μήνα;
- Ε τι να κάνω ρε συ, να την βλέπω να παίζει με τον κάθε μαλάκα όπου την πάω; Δηλαδή πώς την είδε; Μας έχει καβάτζα και ό,τι γουστάρει κάνει; Δεν κατάλαβε καλά...
Τι έγινε ρε φίλε; Έρχεσαι στο μαγαζί μου, γίνεσαι λιώμα, τα ρίχνεις στη γκαρσόνα σαν καραγκιόζης και πας ν' αφήσεις και πιστόλι απο πάνω; Μάγκας μας το παίζεις;
Got a better definition? Add it!
Μεγαλοπιάνομαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Χρησιμοποιείται και με κατηγορούμενο.
Συνώνυμα: παίρνω/τραβώ ψηλά τον αμανέ.
Απο τότε που έκανε την έκθεση στην Αθήνα την έχει δει κι' εγώ δεν ξέρω πώς. Μας βλέπει στο δρόμο και δεν μας μιλάει και τριγυρνάει με φουλάρια αλα Παπάζογλου. Και ζήτημα είναι αν ξαναζωγράφισε απο τότε.
Δες ακόμη: πώς την είδες;, τουπέ
Got a better definition? Add it!
Παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω.
Got a better definition? Add it!
1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)
1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.
Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.
Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;
Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...
Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;
Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...
Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν. Συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία.
2.- Πίνουμε άλλο ένα;
- Τρεις έχει πάει ρε μαλάκα. Εγώ πληρώνω και την κάνω καρφί για το σπίτι.
Βλ. και σούμπιτος / σούμπιντος, ο, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.
Got a better definition? Add it!