Selected tags

Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεμψίμοιρη τάση των ηλικιωμένων να δηλώνουν κάθε στιγμή ότι παλιά ήταν όλα καλύτερα ενώ τώρα με τους νέους που κυκλοφορούν.

Κάθε πέρσι και καλύτερα...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.

Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα κρυφά, στα μουλωχτά, λαθραία.

— Τί έγινε ρε με τον Ανέστη; Γύρισ' απο Άμστερνταμ;
— Καλά δέν τά 'μαθες; Τον τσάκωσαν στο αεροδρόμιο το σμπόκο για κατοχή! Πήγε να περάσει δυό γραμμάρια στη ζούλα ο ανεκδιήγητος...

Τη ζούλα μου ανακάλυψαν (από euripidisk, 20/04/10)Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα (από HODJAS, 20/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας, χάφτας, χαζός, ηλίθιος, γκαφατζής.

- Τί κλαίγεται πάλι για γκόμενες ο Πασχάλης ρε μαλάκα; Προχθές με τη Φούλη δεν βγήκε;
- Ε και;
- Τί «ε και»; Δεν τού 'κατσε η Φούλη; Αυτή είναι τρελή παρτόλα.
- Άν αυτή είναι τρελή παρτόλα, αυτός ειναι τρελός σμπόκος. Δέν φαντάζεσαι τι της είπε...
- Τι της είπε;
- Την έχει ρε στο αμάξι και την πηγαίνει σπίτι της. Η γκόμενα μες στα ζουμιά, «έλα πάνω μαζί μου» και «να πιούμε και κάτι ακόμα στο σπίτι» και λοιπά. Ο δικός σου ο αρχίφλωρας τουμπεκί κι ιδρώτας. Σε κάποια φάση αυτή απηυδισμένη, αλλα μες στη γκαύλα, του το πετά στα ίσια, «θέλω νά 'ρθεις σπίτι να με πάρεις».
- Σώπα ρε μαλάκα... Κι αυτός;
- Τη γείωσε. «Επειδή σε πήρα με το αυτοκίνητο νομίζεις οτι θα σε πάρω κιόλας;»
- Έλα ρε τον σμπόκο!...
- Ε τι σου λέω; Η τύπα στο επόμενο φανάρι απλά τον έβρισε και την έκανε. Και τον άφησε με το πουλί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απογοητεύω, αφήνω σύξυλο, κόβω τον αέρα από κάποιον.

- Τού 'λεγα επί μία ώρα τα σχέδιά μου για τη μπάντα και μ' άφηνε να μιλάω σά μαλάκας, ώσπου όταν τον ρώτησα αν θέλει να παίξει, με γείωσε άσχημα.
- Τί σου είπε;
- Ότι έχει λέει «ξεπεράσει το μέταλ»...
- Ρέ την ψωνάρα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προς αποφυγή εξύβρισης της Αειπαρθένου Μαρίας (Παναγίας).

Γαμώ την πανακόλα μου, γαμώ. Πάλι ο μαλάκας ο Σάκης δεν έβαλε βενζίνη στο αμάξι και μας βλέπω να μένουμε σε λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μαλάκας.

-Τι αυνάνας αυτός ο Μήτσος! Όλο μαλακίες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published

Βρίσκομαι σε μέρος όπου η αναλογία αντρών-γυναικών κυμαίνεται σε απελπιστικά επίπεδα. Πάρα πολλοί άντρες και πάρα πολύ λίγες γυναίκες. Οπότε ανταγωνισμός στο πέσιμο.

-Μην πάμε στο πάρτυ του Βαγγέλη! Θα είναι αρχιδόκαμπος και θα κονταροχτυπηθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified