Γλυκαίνομαι χαζεύοντας κάποιον / κάτι.
Το ζαχαρώνω αυτό το Volvo καιρό τώρα.
(τραβεστί, τραγούδι, άσημος)
- Πάψε να με ζαχαρώνεις, δεν μου κάνεις γι' αδερφή.
Γλυκαίνομαι χαζεύοντας κάποιον / κάτι.
Το ζαχαρώνω αυτό το Volvo καιρό τώρα.
(τραβεστί, τραγούδι, άσημος)
- Πάψε να με ζαχαρώνεις, δεν μου κάνεις γι' αδερφή.
Got a better definition? Add it!
Το ΠΑΣΟΚ κοροϊδευτικά με έμφαση στο «θα» για μελλοντικά έργα.
(www.humor.gr)
- Να μην σώσω να ξαναδώ ΘΑΣΟΚ κυβέρνηση , και λαό στην εξουσία...
- Δε μου λες ρε Τάσο, θα ξεκινήσει ποτέ αυτό το έργο;
- Δεν ξέρω ρε Περικλή, επί ΘΑΣΟΚ ανακοινώθηκε...
Got a better definition? Add it!
Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.
- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Το παίζω άσχετος σχετικά με κάποιο γεγονός.
- Θα με σκίσει ο βιντεοκλαπτζής... το γάμησα το dvd!
- Κάνε την πάπια και πες του ότι έτσι ήταν όταν το έβγαλες απ' την θήκη του.
Got a better definition? Add it!
Το πρωκτικό σεξ, καθώς και «οθωμανικό δίκαιο».
(τίτλος ταινίας πορνό) Σχολή Οθωμανικού Δικαίου.
Η Γιώτα είναι αστέρι στο οθωμανικό (δίκαιο).
Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.
Got a better definition? Add it!
Τσάμπα -- η απόκτηση αντικειμένου χωρίς αντάλλαγμα.
- Βάλε voip να κάνεις τηλέφωνα (στο) τσαμπέ.
- Πώς είναι δυνατόν ρε φίλε να τη βγάλει ένας άνθρωπος τσαμπέ στο κωλόμπαρο;
- Αααα, μόνο αν η πουτάνα είναι η μάνα σου...
Got a better definition? Add it!
Και κλαπαρχίδης.
Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!
Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.
-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;
Δες και κλαπανάρας.
Got a better definition? Add it!
Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.
Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.
- Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό.
Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;
(www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.
(«Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...
Got a better definition? Add it!