Selected tags

Further tags

Γλυκαίνομαι χαζεύοντας κάποιον / κάτι.

  1. Το ζαχαρώνω αυτό το Volvo καιρό τώρα.

  2. (τραβεστί, τραγούδι, άσημος)
    - Πάψε να με ζαχαρώνεις, δεν μου κάνεις γι' αδερφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΠΑΣΟΚ κοροϊδευτικά με έμφαση στο «θα» για μελλοντικά έργα.

  1. (www.humor.gr)
    - Να μην σώσω να ξαναδώ ΘΑΣΟΚ κυβέρνηση , και λαό στην εξουσία...

  2. - Δε μου λες ρε Τάσο, θα ξεκινήσει ποτέ αυτό το έργο;
    - Δεν ξέρω ρε Περικλή, επί ΘΑΣΟΚ ανακοινώθηκε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.

- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζω άσχετος σχετικά με κάποιο γεγονός.

- Θα με σκίσει ο βιντεοκλαπτζής... το γάμησα το dvd!
- Κάνε την πάπια και πες του ότι έτσι ήταν όταν το έβγαλες απ' την θήκη του.

(από Vrastaman, 17/10/09)κανουν  την ...αγελαδα (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωκτικό σεξ, καθώς και «οθωμανικό δίκαιο».

  1. (τίτλος ταινίας πορνό) Σχολή Οθωμανικού Δικαίου.

  2. Η Γιώτα είναι αστέρι στο οθωμανικό (δίκαιο).

απόδοση οθωμανικού δικαίου, έστω και μεταχρονολογημένα  (από GATZMAN, 14/03/12)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα -- η απόκτηση αντικειμένου χωρίς αντάλλαγμα.

  1. - Βάλε voip να κάνεις τηλέφωνα (στο) τσαμπέ.

  2. - Πώς είναι δυνατόν ρε φίλε να τη βγάλει ένας άνθρωπος τσαμπέ στο κωλόμπαρο;
    - Αααα, μόνο αν η πουτάνα είναι η μάνα σου...

Μην σε καταλάβουν μόνο ότι ταξιδεύεις τσάμπα. (από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κλαπαρχίδης.

Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!

Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.

-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;

Δες και κλαπανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.

  1. Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

  2. - Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.

-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό.

  1. Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;

  2. (www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.

  3. («Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified