Selected tags

Further tags

Κυριολεκτικώς σημαίνει σοδομίζω και μεταφορικώς καταπονώ, εξουθενώνω. Στην δεύτερη αυτή μεταφορική σημασία είναι πάντως λιγότερο συχνό από το ξεπατώνω, όπως παρατηρεί η Ιρονίκ εδώ. Επίσης, στο ξεκωλοπατόμουνο έχουμε την ενδιαφέρουσα έκφραση «μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της».

Βλ. και ξεκωλιάζομαι, άλλοι λιάζονται και άλλοι ξεκωλιάζονται, είπανε του τρελού να χέσει κι αυτός απ' τη χαρά του ξεκωλιάστηκε!.

  1. Ο Ναυτικός με ξεκώλιασε. (gayworld.gr).

  2. Ο νέος ρουμάνος είναι εντελώς τελείως ταλιμπάν και μας έχει ξεκωλιάσει στην δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται και για χρώμα, το οποίο δεν είναι έντονο ή πλακάτο. Δεν είναι παλ, ούτε κάνει ξεβαμμένο, απλώς σα να γκριζάρει λίγο, δεν λάμπει, είναι ψόφιο.

Μου αρέσει αυτό το σκοτωμένο μπλε για τον καναπέ, τι λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «ο βρεγμένος βροχή δεν φοβάται». Σημαίνει ότι δεν μας έχει απομείνει πια τίποτε που να αξίζει για να χάσουμε ή να διακυβεύσουμε, οπότε το μόνο που μπορούν να μας κάνουνε είναι να μας κλάσουνε μια μάντρα αρχίδια.

- Ανέβηκε ο ΦΠΑ στο σουβλάκι στο 23%...
- Σιγά μη κάτσω να κόψω αποδείξεις.
- Μα αν σε πιάσουνε, θα σου το κλείσουνε.
- Ε, και; Την τσόχα θα χάσω ή τα ραφτικά; Στ' αρχίδια μου κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω και την έννοια κλωτσάω, δεν ταιριάζω, δεν κολλάω, βγάζω μάτι, κάνω μπαμ.

Επίσης: κάνω κακή εντύπωση ή δίνω την υποψία για κάτι αρνητικό.

  1. Πω πω τι καρακιτσαριό, χτυπάει!

  2. Μου χτύπησε άσχημα η κουβέντα που άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι, το παίζει πχ όμορφος, μορφωμένος, λεφτάς, σώμας, γαμιάς, ανάλογα πού πατάει το κόμπλεξ του.

Παρομοίως λέγεται και για μια κατάσταση, μια άποψη, μια ατμόσφαιρα, ένα στυλ, μια εμφάνιση, κττ.

Εϊτίλα.

Δες εδώ και δηθενάδικο, δηθενιά, δηθενισμός, δηθενιστής. Επίσης πρετεντέρης.

  1. Απεχθάνομαι τα δήθεν τυπάκια που πλάθουν όλο ψέματα για τη μίζερη ζωή τους.

  2. Ποτέ ο κόσμος δεν θα σκεφτόταν για μένα ότι είμαι δήθεν. Σ' αυτή τη φάση το καλύτερο μου είναι αυτό που κάνω. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δήθεν.

από το νέτι

(από Khan, 03/09/11)(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί «ενός». Από επιρροή του «μιανής» (μίας), πράγμα ενδιαφέρον... Γι΄αυτό και το ξεχώρισα από το καθενού, αυτουνού κλπ.

Πρώτα του λαού, μετά της λογοτεχνίας και τώρα για να κάνουμε πλάκα.

  1. Ήθελα να ρωτήσω τους Έλληνες εδώ για τις λέξεις σαν το αυτουνού, αυτηνής, ποιανού, αυτόνε, πιόνε, αυτουνούς, τόνε, τήνε, κτλ. Λέγονται αυτές οι λέξεις στη επίσημη γλώσσα (ξέρω ότι δεν γράφονται) ή θεωρούνται σάν λάθη; Ευχαριστώ.

Επισήμως είναι λάθος. Θα τις ακούσεις όμως συχνά αν και θεωρούνται κάπως «βάρβαρες» εκτός από το «ποιανού» που είναι πολύ συχνή η χρήση του. Ούτε κι αυτό θα το ακούσεις όμως όταν κάποιος βγάζει λόγο π.χ.

Ανεπισήμως όμως (και νομίζω θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι) ακούγονται πολύ συχνά, όχι μόνο αυτές αλλά και άλλες όπως «μιανού»(ενός δηλαδή) «μιανής», «καμμιανού», «καμμιανής», «καθενού»... συνήθως τις λένε συμπατριώτες μας δίχως ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς αυτό να αποκλείει και κάποιο τοπικό ιδίωμα πιστεύω.

Ευχαριστώ. Έστι νόμιζα, ότι ήταν «λάθοι.» Αλλά το «μιανού» δεν τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλά μου αρέσει έτσι που ανακατώνει τα γένη.

από εδώ

  1. Nα υπενθυμίσω στους μεγαλοπαράγοντες που μας τίμησαν με την παρουσία τους, πως η Kαλλιμασιά γενέτειρα δύο οικουμενικών πατριαρχών, μιανού που η Aθήνα του Kοτζιά φωταγωγήθηκε να τον υποδεχτεί πολυνίκη, μιανού που θυσιάστηκε για την ιδέα μιας ενωμένης Eυρώπης με ίσες ευκαιρίες για τους λαούς της, μιανού εκδότη - ποιητή που θέλησε να μάθει στους Έλληνες το καλό και το φτηνό βιβλίο, μιανού γιατρού που θυσίασε την καριέρα του για να γλιτώσει τους χωματάνθρωπους της μαστίχας από τους εκμεταλλευτές του ιδρώτα τους, μιανού μπροστάρη εκπαιδευτικού που τόλμησε να μάθει τα παιδιά τη γλώσσα των γονιών τους, η Kαλλιμασιά τέλος που ξεχώριζε πριν λίγα χρόνια, TA EΔΩΣE OΛA ΓIA TA NEAPA BΛAΣTAPIA THΣ.

από εδώ

  1. «Χατήρ' τ' μιανού, χατήρ' τ' αλλ'νού,
    άφ'σα τουν άντρα μ' χουρίς πιδί»

  2. ό,τι μαλακία του κατέβη του κάθε μιανού τη φτιάχνει τόπικ. θα ληφθούν μέτρα διότι η αμετροέπεια παράγινε...

(από jesus, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σεσουάρ. Επειδή μοιάζει με πιστόλι και το κρατάς ωσάν να επρόκειτο να αυτοκτονήσεις με μια σφαίρα στον κρόταφο.

κι εγω ζεσταινω τα ποδια μου με το πιστολακι οταν κανω τα μαλλια μου!!
xaxaxa!gamato to kanw sinexeia!! eidika to proi pou diorthoneis ligo to malli pou gami8ike ap ton upno,kai ta podarakia einai pagomena to pistolaki einai ola ta lefta!!

(από το νέτι)

(από ironick, 03/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για εξαιρετικά ράθυμο, νωθρό και τεμπέλικο άτομο. Ιδανικός για δημόσιους υπαλλήλους.

  1. - Τζο θα ποτίσεις τις γλάστρες; - (Γβρμχ)….. - Σώθηκα άμα περιμένω εσένα που μέχρι να σηκώσεις το ένα πόδι βρωμάει τ’ άλλο, θα τις ποτίσω εγώ.
    - (Παρακαλώ, μετά από σας).

  2. Τι μας την έφεραν την Τσατσοπούλου για τη θυρίδα να πληρώνει τις συντάξεις; Αυτή μέχρι να σηκώσει το'να πόδι βρωμάει τ’ άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο ελληνικής ιθαγένειας και διαμονής, νεαρής κατ' αρχήν ηλικίας, που πάσχει από δουλικό μιμητισμό του λεγόμενου «αμερικανικού τρόπου ζωής».

Το εν λόγω άτομο παραδοσιακά λατρεύει τα μακντόναλντς, την κοκακόλα, το σινιέ ντύσιμο, τα επώνυμα προϊόντα γενικώς σε κάθε καταναλωτικό τομέα. Εκδηλώνει το θρησκευτικό του αίσθημα με το επιφώνημα ΟΜΙΤΖΙ! Απεχθάνεται την κουλτούρα, όπου κι αν ελλοχεύει αυτή (π.χ. βιβλία χωρίς εικόνες). Το λεξιλόγιό του αποτελείται από 300 ελληνικές και 300 ίνγκρικ λέξεις.

Σημαίνει ταυτόχρονα ότι το άτομο εμφορείται από την αφέλεια και ηλιθιότητα του γνησίου αμερικανακίου. Που κι αυτές όμως επικαθορίζονται πολιτιστικά, δεν αναφέρονται δηλαδή στο IQ του ατόμου, αλλά στην παντελή έλλειψη ευφυΐας ελληνικού τύπου: ως αντίθετο δηλαδή του καπάτσος, ανοιχτομάτης, αετονύχης, διαβόλου κάλτσα κλπ. Δεν αμφισβητείται ότι το αμερικανάκι μπορεί να φοιτήσει στο Χάρβαρντ ή στο ΜΙΤ, να κατασκευάσει διαστημόπλοια και να βαδίσει στο φεγγάρι. Όμως παρά τις ικανότητές του αυτές, ο ταξιτζής θα του πάρει τριπλή ταρίφα, ο εστιάτορας θα του φουσκώσει το λογαριασμό και η γκόμενα θα του τα φάει τα λεφτά.

Η έκφραση δεν πολυφοριέται πλέον μ' αυτή την έννοια. Λεγόταν πολύ κατά την πρώτη 10ετία της μεταπολίτευσης, όταν, ελέω Θεοδωράκη, επιγόνων του και κομματικών νεολαιών, ο πολιτιστικός σωβινισμός ήταν στα ντουζένια του και ο πολιτικός αντιαμερικανισμός εκδηλωνόταν και σε πολιτιστικό επίπεδο. Το ρέκβιεμ του όρου νομίζω τραγουδήθηκε από τον Τζιμάκο στο επικολυρικό «κάλλιο να 'μαι πεθαμένος παρά αμερικανάαααακιιιι». Διότι οι γενιές που γεννήθηκαν από κει και πέρα γαλουχήθηκαν στην εταιρική κουλτούρα και μυθολογία, που είναι στην πραγματικότητα ο «αμερικάνικος τρόπος ζωής», από βρέφη, με τους διαφημιστικούς βομβαρδισμούς από την άσβεστη τηλεόραση της οικίας τους και τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϋ ως αφήγηση, με τρόπο που αυτή εδραιώθηκε στα κατώτερα στρώματα του υποσυνειδήτου τους. Υπ' αυτή την έννοια δε θ' αργήσει ίσως για πολύ η μέρα που θα είμαστε όλοι αμερικανάκια, αλλά δε θα το γνωρίζουμε.

  1. Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι
    μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
    με ταξίμια με φυτίλια
    με βυζαντινά καντήλια. Στο βυζί του αμπαρωμένος
    θα τινάξω το καπάκι
    κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
    παρά αμερικανάκι.

  2. – 60 Ευρώ.
    – Τιιιι; Για μια ρετσίνα και τρία πιάτα; Για φέρε δω το λογαριασμό, ο τύπος μας πέρασε για αμερικανάκια.

Τζίμης Πανούσης, «Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι» (1993) (από vikar, 01/09/11)(από Khan, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified