Πρόκειται για λολοπαίγνιο επί του Freudian slip, το οποίο μεταφράζεται πιο δόκιμα ως Φροϋδικό ολίσθημα.

Το φροϋδικό σλιπάκι κάποιου «φαίνεται» όταν αντί να πει αυτό που θέλει, εκ παραδρομής (ή λόγω παιχνιδιών του υποσυνείδητου ) του ξεφεύγει αυτό που πράγματι εννοεί, συνήθως σεξουαλικής φύσεως. Εξ ου δηλαδή και το σλιπάκι.

Βέβαια, πολύ πριν διανύσει ο Sigmund την πρωκτική του περίοδο, η λαϊκή σοφία διαπίστωνε πως γλώσσα λανθάνουσα αλήθεια λεει.

Το φροϋδικό σλιπάκι της Ελένης Μενεγάκη έχει ιδιαίτερη φωτογένεια! Δύο κλασσικά παραδείγματα:

- Έχω στηθεί και περιμένω να πάρω τον επόμενο καλεσμένο μας.

Ασκητής: - Και επίσης θα ήθελα να τονίσω ότι δεν πρέπει ποτέ να καταπίνετε το σπέρμα στον στοματικό έρωτα...

Μενεγάκη: -Πω πω, αλήθεια; Δεν το ήξερα!

(από xalikoutis, 11/05/09)"Αντιπολίτευση" αντί για "μεταπολίτευση", βαρβάτο φροϋδικό σλιπάκι από την Όλγα Κεφαλογιάννη. (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το τυπικό σπλάτερ Σαββατοκύριακο κατά το οποίο οι Ελληνικοί δρόμοι αλλάζουν χρώμα.

Σύμφωνα με εκθέσεις της Κομισιόν και της Eurostat, εδώ και χρόνια κατέχουμε Πανευρωπαϊκό ρεκόρ σε θανάτους από τροχαία. Το 2004, αγγίξαμε τους 178νεκρούς ανά εκατομμύριο κατοίκων, ενώ το 2008 ξεπεράσαμε εαυτούς με 212θανάτους αντίστοιχα. Κατά την 35ετία 1965–2000 σκοτώθηκαν 75.000, δηλαδή 5.000 περισσότεροι από όσους απεδήμησαν εις Κύριον στους πολέμους των τελευταίων 100 ετών.

Σε αντίθεση δε με τους κουτόφραγκους, εμείς οι Ρωμιοί έχουμε έξαρση ατυχημάτων τα Σαβανοκύριακα, όταν στις υπόλοιπες χώρες, μειώνονται: το Σαββάτο γίνεται το 12% των ατυχημάτων έναντι του 4% στη Σουηδία και του 7% στην Ισπανία. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και την Κυριακή: έχουμε το 9,3% του συνόλου, έναντι μόλις του 1,7% στην Αυστρία.

Τις πταίει; Η κακή ποιότητα του οδικού δικτύου, η κακώς εννοούμενη παιδεία, η κυκλοφορία φορτηγών το Σαβανοκύριακο, τα διπλώματα οδήγησης που χορηγούνται με γρηγορόσημο, οι κάγκουρες, τα στροφιλίκια, το ότι δεν φοράμε ζώνες και περνάμε το κράνος στο μπράτσο, ο κακός μας ο καιρός και η λεβεντομαλακία που μας δέρνει...

Εκ του σαβάνου και της Κυριακής.

Ασίστ: Τζιμάκος Πανούσης

– Τι κάνεις το σαβανοκύριακο;
– Το Σαββάτο θα πάω στα εννιάμερα του Γιάννη και την Κυριακή θα επισκεφτώ τον αδελφό του στο Κ.Α.Τ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκίζομαι στην εξάσκηση, αναφέρεται κυρίως στις ασκήσεις μαθητών και φοιτητών.

Για να πάρεις καλό βαθμό πρέπει να εξασκιστείς στις ασκήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρωτεΐνη του τρίτου κύκλου του Κρεμπς, της ανοσιοδιασταλτικής γονιδιακής φωσφατίνης, της οικογένειας των φεϊσμπουκιδών.

Εμφανίζεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με απλή ενεργητική μορφή, είτε στην βαρύτερη αυτοάνοση και αυτοπαθή. Πρόκειται για την ανάγκη κάποιου να βγάζει στη φόρα τα σώψυχα, τα σώβρακα και τα γκαγκά του προς άγραν μερικών like, να δημοσιεύει hoaxes τόσο προφανή όπως «Σοκ, δείτε τον άνθρωπο που έφαγε 2.5 κιλά φασολάδα βραστερή και δεν έκλασε» ή «chain messages» σαν το κλασικό «στα 12 shares που θα γίνουν απ το δικό σου μεγαλώνει ο παργαλάτσος σου 12micron».

Η δράση της είναι άμεση, καταπραϋντική και αντιγηραντική. Εκλύεται ακόμη με δημοσίευση τραγουδιών με άποψη και σπάνιων, που κανείς δεν ξέρει όπως το «nothing else matters», «losing my religion» αν πρόκειται για ξαναμμένο ροκά ή τη «συννεφιασμένη κυριακή» αν είναι λαϊκό παιδί. Από κάτω βάζει πρώτος το like παίρνοντας την ημερήσια συνιστώμενη δόση του. Αυτή είναι και η βαριά μορφή της μεταλλαγμένης likeίνης, εφάμιλλη του αυνανισμού μπροστά σε καθρέφτη με φαντασίωση φτασμένου γαμιάς.

Ρε μαλάκα θα τη μπλοκάρω την Τασούλα απ το φουμπου, έβγαλε φωτό την πρώτη ματωμένη σερβιέτα της, τζάνκι για likeίνη έχει καταντήσει.

(από Khan, 28/11/13)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και πλουτόκρασι. Αντί για την «πλουτοκρατία» που θυμίζει φρασεολογία κουκουέ. Ταιριάζει περισσότερο σε τΣΥΡΙΖΑ και είναι ένα ζωντανό παράδειγμα αντιδάνειου που συμβαίνει τώρα: πλουτοκρατία > plutocracy > πλουτόκρασυ.

Μαζί με την «καταστρόικα» κάνανε σουξέ στις πλατείες απ' τους αγανακτίστας, μετά και από δημοσιεύματα ξένων μέσων.

Εμβληματική χρήση του όρου είναι η: «πλουτόκρασυ πέη δε κράισις».

● καλησπέρα, σύντροφε. Μαζί θα κατακρεουργήσουμε την πλουτόκρασι και την καταστρόικα

● Δε πλουτόκρασι του γκόου του δε γκούλαγκ!

● Όλοι λένε απολύσεις. Μα αφού μπορούμε να προσλάβουμε άλλα 2,5 εκατομμύρια, κύριοι! Θα τα πλερώσει η πλουτόκρασι της Β. Ευρώπης!

● Εσείς που κατεβήκατε #Syntagma αρχίσατε μήπως να ζητάτε και απόδειξη από την καντίνα με τα σουβλάκια, ή «πλουτόκρασυ πέη δε κράισις»;

● Εμείς ρε δε γουστάρουμε επιχειρηματικότητα. Θάνατος στο κεφάλαιο, κράισις πέη δε πλουτόκρασι και τα ρέστα!

(από Khan, 15/03/15)(από σφυρίζων, 15/03/15)Pluto - κρασί (από σφυρίζων, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΕΛΕΟC, ΕΛΕΗCΟΝ

Ισχύουν τα ίδια με το ΕΥΛΟΓΗCON. Το ΕΛΕΟC βέβαια, χρησιμοποιείται με το νόημα του ελέους και του ελέωρος.

ΕΛΕΟC... ΜΕΤΑΝΟΩ... ΕΥΛΟΓΗCΟΝ+ ... και μιας και μιλάμε για έρωτες...

● ΕΛΕΟC ΠΧΙΑ

● Πέτρος Γαϊτάνος, Αθήνα 10 Οκτωβρίου 2013 μ.Χ. ελεηcον με και #agapimono (στο διαδίκτυο, στην τιβι πετάμε βατράχια)

● Τελικα καταφεραν να βρουν πιο γλαστρα απο τον Αβραμο.. ΕΛΕΟC!

● ρε μαλάκα να κερδίσει η Άλμπα στην Ινσταμπούλ; ΜΑ ΕΛΕΟC!!!!

● πίτσα=πουτσα τι γίνεται Φοβόμαστε να φάμε πίτσα δηλαδη +ΕΛΕΟC+

● Λοιπόν κορίτσια έμαθα ότι όταν είναι γιορτή δε πρέπει να βάζουμε πλυντήριο ή να καθαρίζουμε γενικά. Δεν είμαι βρωμιάρα, θρήσκα είμαι. Ελεοc

- οι κομμουνισταί είναι άγριοι, μπρουτάλ, αλλά τις γκόμενες τις τρώμε εμείς οι ποπ :Ρ
- πάντα...πάντα εσείς...: Τζόνυ Λόγκαν ρε μαλάκα; Ήμαρτον και ΕΛΕΟC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπέος (ο)

Εναλλακτική ονομασία για το «πέος». Χρησιμοποιείται ενίοτε λόγω αγνοίας, αλλά, κυρίως, προκειμένου να προσδώσει κύρος και αντριλίκι, αλλάζοντας το γένος του ουδέτερου και άχρωμου: «το πέος». Επιπλέον η χρήση του «μπ» αντί του «π» επιτείνει την ένταση των ανωτέρω (όπως λέμε ΜΠΑΟΚ).

Επίσης είναι πιθανό να προέρχεται από την (ευφωνική) μετατροπή του «ν» σε «μ» προ του «π» (στον πέο μου->στο μπέο μου). Τέλος, η (υφέρπουσα) αναφορά στον ομώνυμο πρόεδρο, του προσδίδει ένα επί πλέον βάρος.

Ό,τι και να του πω τα γράφει στο μπέο του!

Τα 'χω ρίξει όλα ένα μπέο.

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified