Further tags

Είναι το φαινόμουνο όπου η αριστερίλα ενιχύεται αρκούδως με αριστεριτζίδικο κλάιν (μάιν) του αριστερού της πασοκοδεξιάς τσέπης.
Για πολλές-πολλές δεκαετίες, κάθε σοβαρός πουτσίας στο Ελλημπάν, έπρεπε να πουλάει αριστεροκλάιν με με το καντάρι, ώστε να δρέπει καρπούς ως γκομενομαγνήτης.

  1. έχουν την εντύπωση οτι μόλις πιάσουν κιθάρα (η 2η γκομενοπαγίδα μετά τους σκύλους και το αριστεροκλαϊν) θα γίνουν μεγάλα ανερχόμενα αστέρια (εδώ)

  2. [...] και όλου του ντεμεκ αριστεροκλαιν συνοθυλευματος που έχει γύρω του ο Τσίπρας (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει τον θεό του όσον αφορά την αδιαφορία και την άγνοια. Το άτομο που ζει τη ζωή του χαμένος μέσα σε μια σφαίρα αποκλεισμού των τεκταινομένων, είτε επειδή δεν έχει το κουράγιο είτε επειδή δεν έχει τις σχετικές εμπειρίες.

Συγκεκριμένα, ανιώθεος είναι ο νέος απλός πολίτης που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του τι γίνεται στη χώρα και γιατί σφάζονται πολωμένοι οι γύρω του, χωρίς να έχει τη δύναμη να συμμετέχει επειδή παλεύει να βγάλει τα γνωστά χαπάκια προστοζήν. Από την άλλη, ανιώθεος είναι και ο πολιτικός/δημοσιογράφος που, για να εξυπηρετήσει τους φιλιππικούς του, επικαλείται καταστροφές όπως ανεργία, φτώχεια κτλ αν δεν γίνει αυτό που τάσσει ο ίδιος, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει πάρει χαμπάρι πως αυτά που χρησιμοποιεί ως απειλές είναι υπαρκτές καταστάσεις για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και σε πολλές περιπτώσεις έχει ήδη συμβάλει ο ίδιος στο παρελθόν.

Τα αίτια είναι διαφορετικά, αλλά το αποτέλεσμα είναι κοινό. Κανείς από τους δύο επί παραδείγματι αναφερθέντες δεν έχει τον θεό του. Κανείς τους δεν έχει ιδέα. Κανείς τους δεν νιώθει.

–Είδα τις προάλλες τον Μήτσο. Τον ρώτησα αν είναι υπέρ του ΝΑΙ ή υπέρ του ΟΧΙ, αλλά με κοίταξε λες και είμαι εξωγήινος.
–Άσε τον αυτόν. Δεν έχει δουλειά ενάμιση χρόνο. Είναι εντελώς ανιώθεος.

–Ρε συ, "άμα βγούμε από το ευρώ"/"μείνουμε στο ευρώ", θα πεινάσουμε! Θα έχουμε ανεργία, "τα λεφτά μας δεν θα έχουν αξία"/"δεν θα έχουμε λεφτά" και άλλοι θα τρώνε και θα πίνουν εις βάρος μας!
–Πάλι ανιώθεους βλέπεις να μιλούν στην τηλεόραση, ρε; Μη ψαρώνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νέος -ηλικιακά- ανθρώπας, που είτε γιατί έπαθε γιδιαίτερη μόρφωση και κουλτούρα, ή λόγω μενταλιτέ ή γιδεολογίας, υπολογίζεται πχια περσσότερο ως μέλος της γερολαίας.

Συνώνυμο: ο πάσχων από μπαμπανίαση.

Άλλες σημασίες:
α. Η ironick λέει ότι γεροντόπαιδο είναι το παιδί της γεροντομάνας.
β. Ελληνιστί, έτσι αποκαλείται ο ευβλόγερ Old Boy. (παράδειγμα 6)

  1. -Σήμερα μου είπαν δυο συριζαίες, (μεγάλες γυναίκες) "μα πώς μπορείς νέος άνθρωπος να είσαι Ελιά"...
    -Απάντησες "Μπορεί να είμαι νέος ληξιαρχικά, στην πραγματικότητα όμως είμαι γεροντόπαιδο"; (εδώ)

  2. Κάτια Δανδουλάκη: «Ήμουν σαν ένα γεροντόπαιδο» (εδώ)

  3. -I see νεανικά κορμιά με γερασμένες ψυχές people.
    -Γεροντόπαιδα λέγονται.

  4. Γεροντόπαιδα. Η αποθέωση του κλισέ: "Στη Βουλή των εφήβων, είναι πιο γέροι κι απ τον Παπούλια. #boring"

  5. -Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την εβδομάδα;
    -γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)

  6. Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. http://old-boy.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html … Για άλλη μια φορά, το γεροντόπαιδο με βγάζει απ' τον κόπο. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή προκύπτει από το αγγλικό ρήμα binge + την πρόθεση -άρω στο τέλος. Άρα bingeάρω = μπιντζάρω. Το binge στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι έκανε κραιπάλη, συνήθως καταναλώνοντας πάρα πολύ ποτό ή φαΐ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει κάποιος ότι είδε πάρα πολλά επεισόδια μιας σειράς το ένα μετά το άλλο (binge-watching). Υπάρχει και το binge-eating disorder, που σημαίνει διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Γενικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώθεί μια υπερβολή.

Γαμάτη σειρά το Bojack Horseman, μπίντζαρα τις πρώτες δύο σεζόν χτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Αφού ο Μπάμπης δεν κάνει τη δουλειά του, να μεταφέρει στην ελληνική αγγλικούς νεολογισμούς, μήπως να την κάνουμε εμείς; Προτείνω τον όρο τούτο, αντί του ξενόφερτου και γλωσσικά αποικιοκρατικού "mansplaining"*. Επομένως ως πατρονουθεσία ορίζεται η τάση κάποιων σερνικών να εξηγούν κάποιο ζήτημα που αγνοούν ή γνωρίζουν ελάχιστα ή ανεπαρκώς, με τρόπο υπεροπτικό, αυτονόητο ή συγκαταβατικό σε γυναίκες- γνώστριες/ειδήμονες επί του ζητήματος. * Είμαι όμως βέβαιη πως υπάρχουν κι άλλες λέξεις που έχουν προκυψει τα τελευταια 10-15 και το ελληνικό λεξιλόγιο δεν έχει καλύψει νοηματικά, μήπως να το δουλέψουμε λιγάκι;

"Δεν ξέρω αν μετράει, αλλά ένας τύπος προσπαθούσε να μου εξηγεί πώς βγαίνει το αίμα από τα ρούχα... Και αρνιόταν πεισματικά να πιστέψει ότι πλένω αίμα από τα ρούχα μου από τα 11 μου χρόνια." Παράδειγμα νο.9, το βρισκουμε εδώ: https://www.demilked.com/funny-mansplaining-stories/

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.

  2. Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.

  3. Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.

>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).

  1. - Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;

  2. - Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;

  3. - Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσώρουχο ανδρικό παλαιάς κοπής και σχεδίου, πρωτίστως σλιπάκι υπόλευκο λόγω μακροχρόνιας χρήσης.

Το εν λόγω εσώρουχο έχει την εξής ιδιότητα: Είτε απορροφάει τις δυσάρεστες οσμές από διασπορά κλανοβολισμών είτε αντιστέκεται σθεναρά στην φθορά που αναπόδραστα προκαλεί ο πυροβολισμός από τόσο κοντινή απόσταση σε ένα ταπεινό βαμβακερό ύφασμα.

Το αλεξίκλανο βρακί, έπειτα από μαγευτικές νύχτες με φασολάδα και λοιπά πορδογενή φαγητα, παρουσιάζει φαινόμενα όσμωσης με το περιεχόμενο του εντέρου αμέσως πριν την απέκκριση. Κοινώς, χρωματίζεται σε χρώματα φαιάς αποχρώσεως, ελαφρώς καφέ. Μερικές φορές όταν το κλάσιμο γίνεται σε παρέα ανδρών, και δη σε κατασκηνώσεις, η ανάγκη να επιβληθεί κάποιος με το περιεχόμενο του κώλου, του το αλεξίκλανο βρακί χρωματίζεται κίτρινο μπροστά, αποτέλεσμα της υπερπροσπάθειας αερισμού και ίσως έπειτα απο κατανάλωση φτηνόμπυρας.

Γνωστός κλανιάρης πηγαίνει σε μαγαζί εσωρρούχων για να αγοράσει εσώρρουχα και παραγγέλνει ως εξής:
- Δώστε μου σας παρακαλώ μια εξάδα αλεξίκλανα μινέρβα νούμερο 6

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύσμοιρος φαντάρος ο οποίος έχει φαει εμπλοκή στην χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να του τύχει. Κεντρική πύλη ή αλλιώς «κ.π.». Έτσι παρήχθη ο όρος. Η υπηρεσία είναι η χειρότερη δυνατή γιατί χαιρετάς ανωτέρους , είσαι γυαλισμένος ξυρισμένος, πρέπει να κρύψεις το φραπεδάκι πίσω σου και γενικώς είσαι προβλεπέ.

- Σειρά τι υπηρεσία έχεις σήμερα;

- Kεντρική πύλη για άλλη μια φορά μια και ο Βυσματόπουλος έχει πάρει επ’ ώμου την ΑΟΤ. Γάμησε τα καπαπής έχω καταντήσει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμάλγαμα των λέξεων μπύρα και του μυθικού ήρωα Ηρακλέους. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή μίας συγκεκριμένης κατηγορίας μπυρόβιων, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες είναι εσωστρεφείς φλώροι αλλά μετά την πόση του θαυμαστού αυτού ποτού γίνονται θαρραλέοι μπήχτες και επιτυγχάνουν λαμπρά κατορθώματα.

- Λοιπόν τη βλέπεις αυτή εκεί στο απέναντι τραπέζι; Τόση ώρα που μιλάμε με καρφώνει με τα μάτια. Θα πάω να της μιλήσω!
- Άσε ρε Μπυρακλή να πούμε, που πριν πιεις τις Franziskaner έλεγες ότι όλες σε έχουν χεσμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.

Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .

Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»

Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».

Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !

Αγγλιστί: whoopee cushion

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified