Further tags

Οι περίτεχνες χορευτικές (;) κινήσεις κάποιου ο οποίος έχει μεθύσει με μπύρα. Η ομορφιά, μαεστρία και ο συγχρονισμός των εν λόγω κινήσεων είναι ανάλογος με την ποσότητα ζύθου που έχει καταναλώσει. Συνήθως οι μπυρουέτες σώζουν κάποιο μικρό κομμάτι από την αξιοπρέπεια του μέρθου μιας και κάθε φορά που πάει να πέσει ένα βαθύ και υγρό ρέψιμο, από αυτά που διαλύουν τις φωνητικές χορδές, τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του.

Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο κομμάτι της αξιοπρέπειας πάλι δεν ξεφεύγει από τον συνήθη διασυρμό που ακολουθεί το, πολύ, ποτό. Εν μέσω μπυρουέτας ο μεθυσμένος θέλει να λύσει σημαντικά προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο, να αγαπήσει όλους όσους είναι γύρω του, να θυμηθεί ότι είναι το καλύτερο παιδί και να κάνει μεγάλες παύσεις μετά από τις λέξεις «Κάτσε να σου πω..». Και όλα αυτά ενώ κάνει κινήσεις αλόγου σε αγώνα σκάκι (ή για όσους παίζουν φιδάκι την κίνηση που κάνει η σκάλα στο τετράγωνο 32, απαιτείται το αυθεντικό παιχνίδι). Υπάρχει αρκετή παραφιλολογία σχετικά με το ποια μάρκα μπύρας προκαλεί τις καλύτερες μπυρουέτες και μάλιστα έχουν βγει και κάποια συμπεράσματα τα οποία, λόγω απόρριψης πρότασής μου για χρηματοδότηση από μεγάλη εταιρεία, κάπου τα έχασα.

Παντελής: - Μάστορα, πιάσε κι άλλη μια πεντάδα ξανθιές.
Διομήδης: - Όχι κι άλλες ρε Λάκη, θα σου γίνει το συκώτι σαν τα γεμιστά της μάνας σου.
Λάκης (τώρα τον ξέρετε καλύτερα): - Σιγά ρε φίλε, μια χαρά είμαι. Πίνουμε αυτές και πάμε σπίτι.
Διομήδης: - Καλά, πάλι θα ξυπνήσεις με κράμπες και πιασμένος και θα λες τι έκανα χτες. Έχω γεμίσει το κινητό μου βίντεο με μπυρουέτες σου ρε. Πολύ χορό ρίχνεις ρε συ...
Λάκης: - Λοιπόν, κάτσε να σου πω, να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποπνιχτική μυρωδιά ξινισμένου τυριού συνοδευόμενη από κιτρινισμένο νερό και τρίμματα φέτας από το χωριό (κάπου στην Ήπειρο... όχι απλά Ηπείρου) στο 3ο ράφι του παλιού ψυγείου Miele της γιαγιάς, με γεύση πιο πικρή απο το φετέισον του μπάρμπα-Θωμά που έχει την καλύβα απέναντι από το εκκλησάκι του χωριού... (γνωστή ως η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά). Επίσης οι πιο γραφικοί παππούδες του χωριού λένε έτσι την αλμύρα που βάζουν την φέτα για να μην χαλάσει...(δεν τα καταφέρνουν και πολύ φαίνεται).

(Ο Γιάννης και η γκόμενα του μόλις φτάσανε στο παλιό σπίτι στο χωριό... η γκόμενα έχει πάρει φρέσκο γιαούρτι και αγγούρια για να φτιάξει μάσκα για το πρόσωπο)

-Αγάπη μου που να βάλω τα πράγματα που πήραμε...;
-Στο ψυγείο αφού πρώτα το ανοίξεις και το βάλεις στην πρίζα.
-Μπλιαξ... εδώ μέσα μυρίζει απαίσια... ο πατέρας σου πριν πεθάνει δεν τελείωσε όλο το τυρί που είχε φτιάξει...
-Ναιιιι... τρελαινόταν να ανοίγει το ψυγείο και να τον πνίγει η σαλαμούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν επρόκειτο αγαπητοί μου δια τον τεχνίτη οικοδομικών τε και μη εργασιών, αλλά δια τον ιδιαίτερα ικανό εις την ιεράν τέχνη του μπάφινγκ, κοινώς πάτα-ρούφα-τράβα-τόνε, άναφτώνε κτλ.

Μάστουρας καλείται όποιος ημπορεί να μεταλαμπαδεύση δε τας σ' εαυτόν γνώσεις εις νεοφώτιστον νεανίαν. The legend lives on!

Πρεζοκλής: - Καλημέρα νέοι μου, καλώς ήλθατε εις την σχολήν πρεζοκομικής, χασισοφουντικής, εμπορίας και διακινήσεως!

Χασικλόφρων: - Δάσκαλε... εεε μάστουρα εννοώ, πότε θα μάθουμε να στρίβουμε; Γουστάρω τρελά δικέ μου κι έτσι...

Πρεζοκλής: - Σιωπή αναιδέστατε! Οποία γλώσσα! Ίνα τιμωρήσω σε, φέρε μοι αύριο 100 στίχους του Βωβού Μάρλεϊου και 50 του Δημητρίου Μορρισωναίου!

(Ημερίς χασιστών τε και φουντικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγχορδία ονομάζεται στη θεωρία της μουσικής το σύνολο τριών τουλάχιστον φθόγγων που ηχούν ταυτόχρονα.

H συνπορδία αποτελεί παράφραση του όρου και ονομάζεται το σύνολο δύο και παραπάνω κλανιών που απελευθερώνονται με μικρή ή με καθόλου χρονική διαφορά μεταξύ τους, επηρεάζοντας το ηχόχρωμα του χώρου.

Όταν επικρατεί πορδοχαρά, κάποιες εκ των κλανιών που δραπετεύουν, συμπίπτουν χρονικά με κάποιες άλλες, οπότε και προκύπτει το φαινόμενο της συνπορδίας. Οι κλανιές μπορεί να είναι κράμα από κομπολογάτες, κούφιες, ξυπόλητες, κλπ. Όλες έχουν ρόλο στην παράσταση. Η φάση θυμίζει πεδίο βολής απελευθέρωσης αερίων.

Η φάση γίνεται καλύτερη μεταξύ παρέας που βρίσκεται εντός κλειστού χώρου και που έχει πρωτύτερα χλαπακιάσει τροφές (φασολάδα, φακές, κουνουπίδια, κρεμμύδια, μπρόκολα, κουνουπίδια κλπ) που επιβοηθούν το κλασίδι και την έκταση του χημικού πολέμου. Σε αυτή την περίπτωση πέφτει το γέλιο της αρκούδας, ενώ ο ένας περιμένει την ανταπόκριση ή το negotiation του άλλου (κατά την κομπιουτερική ορολογία) για τη δημιουργία συνπορδιών και τη συνέχεια των κλανιοβομβαρδισμών. Η φάση αυτή λειτουργεί ως θεατρική παράσταση, με live σενάριο, χωρίς δοκιμές, σκηνοθέτες κλπ, κλπ. Όλοι οι συνδαιτυμόνες πρωταγωνιστούν και αποτελούν παράλληλα το κοινό της παράστασης. Η ευρηματικότητα τους και ο συγχρονισμός των κλανιών κατά τη συνπορδία συγκαταλέγονται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της μοναδικής, απρογραμμάτιστης παράστασης (μια φορά παίζει το έργο).

Σύμφωνα με τα παραπάνω θα μπορούσαμε να εντρυφήσουμε στην προσφορά του ρόλου της συνπορδίας σε μια ομήγυρη. Η συνπορδία αποτελεί ένα πρόσθετο κανάλι επικοινωνίας, υποστηρικτικό προς την υπάρχουσα επικοινωνία, αρκεί βέβαια να υπάρχει εξοικείωση μεταξύ των ατόμων και να υπάρχει συμβατότητα και διάθεση για τέτοιου είδους πλάκα.

- Αστα μας είχαν καλέσει για ΣΚστο εξοχικό του Βασίλη. Μαζί με τα άλλα φαγητά είχαν φτιάξει φασόλια γίγαντες. Σε λίγο όταν πήγαμε να ξαπλώσουμε. .άρχισε το κλάσιμο της αρκούδας
- Κατάλαβα...γιγαντομαχία
- Μιλάμε για επαναλαμβανόμενες συνπορδίες. Μπάχαλο. Αφού να φανταστείς, πάρα την ψύχρα ανοίξαμε τα παράθυρα για να εξαεριστεί ο χώρος.
- Μάαααλιστα…μάλιστα
- Δεν τελείωσα. Σε λίγο παγώσαμε και κλάναμε και γελάγαμε δυνατότερα, ώσπου ενοχλήσαμε τους γείτονες και έγινε βραδιάτικα το έλα να δεις και το κάτσε να ακούσεις
- Α….έτσι εξηγείται το ότι είσαι κρυωμένος και το ότι έχεις μαυρισμένο μάτι.
- Κι όλα αυτά από ένα κλάσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία αποτελούμενη από τις λέξεις Χαϊλάντερ και ντίρλα.

Περιγράφει άτομο το οποίο βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση μέθης και που παρ' όλα αυτά συνεχίζει να πίνει χωρίς να χαλιέται ποτέ. Επιπλέον δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ντοκουμέντα ότι έχει γίνει λιώμα στο παρελθόν, σε βαθμό που τίθεται θέμα μυθοποίησής του.

Με άλλα λόγια, είναι ο ντούρασελ κρασοπατέρας, απρόσβλητος από το αλκοόλ (όπως κι ο μυθικός Σκωτσέζος από τα δεινά εν γένει), ο «άνθρωπος σφουγγάρι» που απορροφά τα ποτά χωρίς φόβο και πάθος.

- Πάμε να πιούμε κανα κρασνιάκ;
- Κανα τι;;;
- Κρασνιάκ... κρασί με κονιάκ... δεν έχεις πιει ποτέ;
- Κοίτα... εσύ μπορεί να είσαι ο Χαϊντιρλάντερ ο ίδιος, αλλά εγώ δεν έχω καμία όρεξη να τρέχω για πλύσεις στομάχου μετά...

Heidi - lander (από Vrastaman, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπίτι, σπιτάκι, υπόγειο, σοφίτα ή διαμέρισμα που αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο συνάντησης μιας παρέας και όπου λαμβάνει χώρα η λεγόμενη «μπαφοκατάσταση», η ακατάσχετη δηλαδή κατανάλωση ινδικής κάνναβης.

Άτομα

Νέοι ηλικίας 17-30, πολλές φορές φοιτητές εκ των οποίων οι περισσότεροι με τάσεις αιωνιότητας. Μία κοπέλα το πολύ ανά παρέα 6 ατόμων. Οι περισσότεροι με κοινωνικό background που επιτρέπει την αγορά ποσοτήτων μπάφου τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, αν και υπάρχουν κι αυτοί που τη βγάζουν στην τράκα και τη ζήτα.

παρέα μπαφόσπιτου

Η παρέα συνήθως αποτελείται από τον ιδιοκτήτη του μπαφόσπιτου και / ή τον κολλητό ή συγκάτοικο, 1-2 άτομα, όχι απαραίτητα φίλους αλλά με κοινή δίψα για μπάφο, ίσως 1-2 φίλους φίλων και πάντα έναν καινούργιο, που συνήθως είναι «και γαμώ τα παιδιά» και γίνεται πιο κομματιανός απ' όλους.

Επίπλωση

Αν πρόκειται για καθιστικό, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Βαθύς τριθέσιος καναπές
  • Στρώμα στο πάτωμα
  • Πουφ ή μεγάλα μαξιλάρια
  • Βαθιά πολυθρόνα για όποιον την προλάβει
  • Τραπεζάκι του καφέ στο κέντρο

Αν πρόκειται για κρεβατοκάμαρα ή δωμάτιο εστίας, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Κρεβάτι

Διαρρύθμιση

Τα έπιπλα βλέπουν προς την τηλεόραση ή τον Η/Υ. Οτιδήποτε χρήσιμο κατά τη ντάγκλα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του μέτρου από τουλάχιστον ένα άτομο, ώστε να μη χρειάζεται να σηκωθεί κανείς. Στις πιο ανοργάνωτες παρέες που δεν έχουν φροντίσει για τον κανόνα «της απόστασης του ενός μέτρου», το πακέτο τρώει ο πιο κομπάρσος της παρέας που σέρνεται μέχρι το αντικείμενο σύμφωνα με τις παρακινήσεις / διαταγές των υπολοίπων κι αφού το παίξει για λίγο δύσκολος -προκειμένου να μη θεωρηθούν δεδομένες οι υπηρεσίες του εφεξής, αν και θεωρούνται ήδη.

Αξεσουάρ

  • Τηλεόραση
  • Η/Υ με σύνδεση internet και / ή το «μάνατζερ» και / ή κάποιο MMORG.
  • Playstation 2 με το «προ» (Pro Evolution Soccer, βλ. και τραγούδι Locomondo)
  • Lava Lamp γιατί «είναι κόλλημα»
  • Μυρωδικά sticks και σχετική βάση
  • Τοίχο γιατί «είναι κόλλημα»

Μουσική Επένδυση

  • Reggae («Μπομπ» κτλ)
  • Lounge (Cafe Del Mar vol.1-8734568)
  • Πριόνια, αλλά μάλλον σχετικά χαμηλά

Λοιπές Παρατηρήσεις

Στο τραπεζάκι του καφέ βρίσκει κανείς:

  • Τρίφτη για το σταφ
  • Ξύλινο κουτί (σαν αυτές τις μουσικές μπιζουτιέρες) για τα αξεσουάρ του στριψίματος
  • Πολλά ξεσκισμένα πακέτα γαλάζια μεγάλα rizla για τους τους νιούμπηδες ή OCB και Smoking για τους υποψιασμένους
  • Τζιβάνες από rizla, πακέτα τσιγάρων, βιβλία κτλ
  • Μισά τσιγάρα των οποίων ο καπνός χρησιμοποιήθηκε κατά το στρίψιμο
  • Τασάκια που ξεχειλίζουν
  • Ποτήρια με λίγο υγρό και πολλές γόπες
  • Καπνό τσιγάρων, σποράκια και στάχτες που συμπληρώνουν άνετα ένα πακέτο τσιγάρα, 2 στρέμματα φυτεία και άλλα 2 τασάκια αντίστοιχα
  • 12 κινητά, περίπου 2 για κάθε άτομο, κλειδιά, λεφτά κτλ
  • Σοκολάτες για την υπογλυκαιμία και περιτυλίγματά των
  • Χειριστήρια PS2

Στους τοίχους βρίσκει κανείς:

  • Αφίσα της ομαδάρας
  • Αφίσα Μπομπ με τα χρώματα της Τζαμάικα και πεντάφυλλο
  • Κρεμασμένη κουρελού

(21:19) - Σε ποιανού το μπαφόσπιτο να τη βγάλουμε απόψε;
(21:21) - Πάμε στου Τάκη που έχει και προ;
(21:22) - Μπα, με ξενερώνει η αδερφή του που μας τα σπάει κάθε φορά. Πάμε στου Σάκη;
(21:23) - Κάτσε να στρίψω ένα μέχρι να αποφασίσουμε... στου Σάκη λες ε... δεν έχει ποτέ τίποτα να φάμε μωρέ....
(21:26) - Ναι αλλά θυμάσαι αυτόν τον Γκας που είχε φέρει την άλλη φορά; Γαμώ τα παιδιά! Για φέρε κι από δω...
(21:32) - Χαχα, ναι γαμώ τα παλληκάρια. Βαριέμαι να τρέχω μέχρι εκεί όμως... δεν πάμε στου Μάκη που είναι και δίπλα;
(21:41) - Δεν καθόμαστε εδώ λέω 'γω, μια χαρούλα είμαστε... πρόσεχε την καύτρα...
(21:47) - Ναι μωρέ, ας κάτσουμε δω... χαχα
(21:55) - Χαχα
(22:06) - Χαχαχαχαχα
(22:17) - Χαχαχχαχαχα
(22:25) - Χαχαχαχαχαχαχ
(22:32) - Χαχαχαχα
(22:44) - Χαχαχαχαχαχχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατίν ονομάζουμε την αποπνικτική μίξη των ακόλουθων αερίων:

  • Σκατίλα.
  • Κωλίλα.
  • Σπρέι με άρωμα αγριοκέρασο (και μάγουλο βερίκοκο).

    Το παραπάνω συνονθύλευμα κάνει τον χρήστη της τουαλέτας, που χέζει και νομίζει ότι το σπρέι θα καταπνίξει τη σκατίλα, να κρατάει την αναπνοή του ώσπου να βγει έξω από το WC. Το καλοκαίρι ειδικά το αέριο Σκατίν δεν αντέχεται με τίποτα!

Η λέξη παράγεται από τις λέξεις: Σκατά και Σαρίν.

(Ο Παναγιώτης βγαίνει απο την τουαλέτα με γαλήνιο ύφος, σφυρίζοντας)
Τάκης: Επιτέλους βγήκες!(πάει μέσα)
Παναγιώτης: Ωχχ... θα τη μυριστεί τη δουλειά.
Τάκης: Ρε μαλάκα! Βρομάει Σκατίν εκεί μέσα! Τι το ήθελες το Γκλέιντ!

Shoko Asahara (μπουχέσας Ιάπων) (από Vrastaman, 31/07/09)Σφαγή του Κατυν (από Vrastaman, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο δηλητήριο των Ελλήνων δεν είναι μήτε το ούζο, μήτε το τσίπουρο, μήτε καν ο οίνος ο αγαπητός. Είναι το ουισκάκι! Όχι μόνο πίνουμε περισσότερο απ’ τους Σκωτσέζους, αλλά σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση στον κόσμο.

Ως γνήσιοι απόγονοι κλεφτών και αρματολών, δικαιωματικά οικειοποιούμε το ουισκάκι από τα Highlands – και δη το αγαπημένο μας καραουισκάκι, ήτοι το φέρον μαύρη ετικέτα!

Υπάρχουν άλλωστε αδιαμφισβήτητα γλωσσολογικά τεκμήρια για την Ελληνικότητα του ουίσκι. Ας εξετάσουμε την λέξη Lagavulin, όνομα του χωριού που παράγει το ομώνυμο θεϊκό single malt. Η ιστοσελίδα της εταιρίας ετυμολογεί την ονομασία εκ της Γαελικής Lag a’ Mhuilinn («κοιλότητα του μύλου»). Γαελική; Μy arse! Το μεν Lag είναι εκ του λάγκος (> λαγκάδι/λάκκος), το δε Mhuilinn είναι οφθαλμοφαλώς από τον μύλο. Το ουισκάκι αυτό φέρει Ελληνικότατο όνομα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προϊόν της Ρούμελης ή του Μοριά! Να τα χέσουμε τα Σκωτικά υψίπεδα! Lagavulin is Greece!

Μπαίνει ένας μεθυσμένος τρεκλίζοντας σ' ένα μπαρ
«βάλε ένα καραουισκάκι» λέει στον μπάρμαν
«δε σερβίρουμε μεθυσμένους» του λέει εκείνος και τον πετάει έξω!
Μετά από καμιά ώρα επιστρέφει...ξαναλέει:
«θα μου βάλεις ένα καραουισκάκι;»
«το φελέκι μου ρε;...δε σερβίρουμε μεθυσμένους».... τον ξαναστέλνει
Μετά από κάνα μισάωρο το ίδιο σκηνικό
Την τέταρτη φορά μπαίνει μέσα ο μεθυσμένος και μόλις βλέπει το μπάρμαν του λέει:
«καλά ρε φίλε .........σε πόσα μαγαζιά δουλεύεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified