Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιγότερο γνωστή μετάλλαξη του μαλακιστηριού.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του:

  • Προκαλεί συχνότερα γέλωτα,
  • Χρησιμοποιείται και από άτομα μέσης ηλικίας,
  • Κάνει ομοιοκαταληξία με τις λέξεις μύδι, στρείδι, αρχίδι και απίδι,
  • Ταιριάζει άψογα σε παιδιά μικρής ηλικίας αλλά και σε γέροντες.
  1. - Μάνα πεινάω.
    - Περίμενε και σε λίγο θα φάμε βρε μαλακίδι!

  2. (Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος διέπραξε κάποια ανόητη και ασυγχώρητη ζημιά, π.χ. έχυσε τον φραπέ του.)
    - Τι έκανες εκεί ρε μαλακίδι ανιστόρητο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν με τη συμπεριφορά μου εκνευρίζω κάποιον σε υπέρτατο βαθμό.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσουμε την απειθαρχία σε κάποια αρχή, πχ δάσκαλο, αστυνόμο κτλ.

Συνώνυμο: δίνω κρίση.

- Εγώ λέω αρκετά με την Αγγλικού. Πολύ αυστηρή μας το παίζει και μου την σπάει. Λέω να πάμε να τη δώσουμε μια καλή ταραχή αύριο.
- Ναι να την βάλουμε να κάτσει στην καρέκλα που γέρνει. Θα ρίξουμε χοντρά γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.

Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.

Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου. - Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).

- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στη φράση: «παίζω τον πορδόμυλο», τ.έ. την κολοκυθιά, τ.έ. επιδίδομαι σε άκαρπη συζήτηση (μάλλον ιδιωματισμός).

Συνώνη μου (κατά το Αντώνη μου): παίζω την κολοκυθιά.

- Εσύ θα πας.
- Όχι, εσύ.
- Ε, όχι εσύ.
- Τον πορδόμυλο θα παίξουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων τρελός και ελεεινός! χρησιμοποιείται κυρίως για τους χαβαλετζήδες που τολμούν να φτάσουν σε ακραίες καταστάσεις!!

Ο Γιάννης πολύ ελό παιδί ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός, συνήθως επί πληρωμή, της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης και μέλος του μεγαλύτερου συνδέσμου, του Super 3. Η κερκίδα τους είναι στη θύρα 3 στο γήπεδο του Άρη «Κλεάνθης Βικελίδης». Αντίθετο του το ποντίκι.

- Που θα δεις το ματς ρε Κώστα;
- Μάλλον με τους σουπεράδες στην 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified