Further tags

Κοινότοπο, κλισεδιάρικο, γυναικουλίστικο, ψευτοχαρουμενίστικο, γλυκανάλατο, ποζεριάρικο, ξενικολάγνο, μουσικά κατώτερο από μια πορδή.

Ήταν μια γυναικοπαρέα πίσω μας και όση ώρα εμείς χτυπιόμασταν και χοροπηδούσαμε σαν τα κατσίκια, αυτές κάθονταν σαν ξυλάγγουρα και φύλαγαν το τραπέζι. Σε κάποια φάση βγάζουν όλες από ένα κινητό και αρχίζουν να φωτογραφίζουν η μία την άλλη με τα χαμόγελα ως τα αυτιά. Ένα λεπτό κράτησε αυτό και αμέσως μετά φύγανε. Την άλλη μέρα θα ανεβάσουν τις φωτογραφίες στο facebook για να δείξουν πόσο καλά πέρασαν... Μουζουρακομαραβεγικές καταστάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά στην εικαστική αισθητική των κινηματογραφικών οδοιπορικών εκδίκησης του ωτέρ Κουέντιν Ταραντίνο.

Οι εμμονές και επιρροές του Ταραντίνο περιλαμβάνουν το γαλλικό νέο κύμα, τα σπαγγέτι γουέστερν του Λεόνε, σπλατεριές τ. grindhouse, τζαπανάκια του Κουροσάβα, ταινίες blaxploitation και πάσης φύσεως περιθωριακές καλτιές των εξήνταζ και εβδομήνταζ. Το αίμα πάντα ρέει άφθονο, το χιούμορ είναι μαύρο, οι διάλογοι μένουν διαχρονικοί και οι μουσικές επιλογές προσεγγίζουν σε εκλεκτισμό εκείνες του Κιούμπρικ.

Μερικές εκσλανγκευμένες ταραντινιές: γουίνστον γουλφ, γουόκ δη ερθ, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, κιλ μπιλ, να συνεχίσουμε εδώ ή στη στενή;

χ. Το Django είναι μια Ταραντινιά. Εχει τους γνωστούς χαοτικούς διαλόγους, τη γνωστή θεαματική βία, τη γνωστή πίστη στο κινηματογραφικό είδος που αντιγράφεται ή αναλύεται - ανάλογα πως το βλέπει κανείς. Εχει τις γνωστές ερμηνείες, την γνωστή κατακρεούργηση των κλισέ, τη γνωστή αποθέωση της παιδικής μνήμης.

χ. αδοξοι μπασταρδοι ταραντινια η τη λατρευεισ η τη μισεισ χωρισ κανενα βαθυτερο νοημα αλλα εχει γελιο η υποθεση: το 40 ενασ αμερικανοσ εχει μια ομαδα εβραιων και προσπαθει να σκοτωσει οσο περισσοτερουσ γερμανουσ γινεται το σεναριο ειναι καταπληκτικο εχει δραση και σημεια που βγαζει γελιο

χ. Ο Gaslamp επέστρεψε με έναν full ταραντινιά electro psychedelic prog δίσκο καλό σε γενικές γραμμές αλλά ελαφρώς φλύαρο σε σημεία, ενώ ο Lotus, κουστουμάρετε, γίνεται πιο σοφιστικέ και δημιουργεί έναν πιο εκλεπτυσμένο ας πούμε ήχο.

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα σκουπίδια, ξυσίματα ή πιξελιάσματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής εικόνας και ήχου, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε τα παλιά καλά χιόνια.

Εκ των τεχνολογία και τερατούργημα, καμία σχέση με το τεχνούργημα.

Ασίστ: patsulis.

- Τεχνουργήματα :p, ή απλούστερα, ψηφιακά σκουπίδια: τετραγωνάκια στην εικόνα, παγώματα στο video, κοψίματα στον ήχο κλπ.
(εδώ)

- Παιδιά τι μπορεί να είναι αυτά τα πλεγματοειδή τεχνουργήματα; Τα βλέπω εδώ και 2-3 μέρες, και στις πέντε TV του σπιτιού...
(επεί)

- το εν λογω player καθως επαιζε ενα δισκακι dvd αρχισε να κανει εντονα τεχνουργηματα στην εικονα,τα οποια εξελιχθηκαν σε κοκκινα χιονια τα οποια παρεμειναν και μετα την εξαγωγη του δισκου..Το εκλεισα,το ξανανοιξα ,και..παπαλα,εξοδος εικονας δεν.
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 28/09/12)(από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ. Από το Greece και exit.

Ναι μεν αγγλικό το λήμμα, άρα και δεν κολλάει στο ελληνικό σλανγκολεξικό μας, όμως για λόγους ιστορικοοικονομικοκοινωνικοπολιτικογεωγραφικοπεριβαλλοντο-ψυχολογοψυχαναγκαστοϊδεολογολεξικογραφικούς πιστεύω ότι αξίζει καταχώρισης και ίσως να εξαιρεθεί και να ανήκει πράγματι εδώ, ως δημοσιογραφική ζαργκόν (ε δεν είναι σλανγκ, οκ).

Τα περί εξόδου τα συζητήσαμε και μια και δυο και τρεις εδώ μέσα και δεν είναι αυτός ο σκοπός του λήμματος, έλεορ. Σκοπός είναι να παίξουμε λίγο με τις λέξεις μπας και βρούμε κάποια καλή ελληνική σλανγκιά να αντικαταστήσει το λήμμα.

Αλλιώς, ζγα τα ωά, το σβήνουμε κιόλας άμα λάχει ναούμ.

  1. If you haven't seen this word before, you're not alone. It's a newly-coined term created by Citigroup's Ebrahim Rahbari and first published in an informational paper authored by him and Citi Chief Economist Willem Buiter. It combines «Greek» or «Greece» with the word «exit» and refers to the possibility of Greece leaving the Eurozone. The word has been picked up by media worldwide and it may well worm its way into the official lexicon. And it certainly has Greek roots beyond the obvious «Gr» - the word «exit» itself comes from the Greek «exodos», meaning «going out».

Pronunciation: GREKS-it

από εδώ

  1. Από το “Grexit”, μια συνένωση των αρχικών της Ελλάδας GR και του exit, έρχεται το “Spexit” από τα αρχικά της Ισπανίας Sp” και το exit. Αυτός ο νέος όρος που θα μας απασχολήσει, αφού άρχισαν τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις που αναφέρουν ότι Νο1 χώρα για να βγει από το ευρώ τοποθετείται πλέον, η Ισπανία, εκτοπίζοντας την Ελλάδα από αυτή την πρωτιά.

  2. Ετοιμαστείτε για Grexit, Eirexit, Porxit, Spaxit και Ixit.

  3. ...δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις, που αντιστοιχούν σε δύο διαμετρικά αντίθετες ιδέες για την Ευρώπη. Η πρώτη στοιχίζεται πίσω από τον κωδικό «Grexit», που σημαίνει ελληνική έξοδος (από το ευρώ).
    (σ.ς.: η δεύτερη δεν μας χρειάζεται γιατί δεν αφορά το λήμμα)

  4. Το 60% των Γερμανών υπέρ ενός Grexit. Αυξημένο το ποσοστό κατά 11% στη νέα δημοσκόπηση γερμανικής εφημερίδας.

όλα εκ του νετίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαρμόζω μετασχηματισμό Λαπλάς.

Για τη μεταβατική κατάσταση λαπλασίασε και –τσουπ!– σου βγήκε η κρουστική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.

Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.

Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...

Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...

Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια ιδιωματική διάλεκτος τείνει να εκλείψει, ελλείψει ομιλητών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα καλιαρντά.

Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008]τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

(Ο επιφανής σλάνγκος aias.ath περιγράφει τον αργκό θάνατο των καλιαρντών χρησιμοποιώντας συντακτικό που δυστυχώς επίσης αργκοπεθαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχαμούτος ονομάζεται (από συναδέλφους του «παλαιάς κοπής») ο επαγγελματίας μουσικός, ο οποίος παίζει «πλήκτρα» (synthesizer) συνήθως σε «κέντρα διασκεδάσεως» χρησιμοποιώντας έτοιμες ενορχηστρώσεις σε αρχεία midi.

Παίζει δηλαδή «τάχα μου» εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα το μουσικό κομμάτι παίζεται από τον η/υ ή κάποιο sequencer.

- Καλά, ρε Μπάμπη, φοβερός ο Λάκης, ε; Παπάδες παίζει ο πούστης!
- Άσε ρε φίλε, μη τσιμπάς... Ας είναι καλά το sequencer. Ταχαμούτος είναι μωρέ, τρομάρα του!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified