Ατραξιόν που προσελκύει τουρίστες. Μπορεί να έχει ένα μεγάλο φάσμα από αρνητικά έως πα μαλ πρόσημα.
Λ.χ. από τα πα μαλ προς τα μαλ:
Η βασική ατραξιόν ενός μέρους που είναι μοιραίο να έλκει τους τουρίστες. Λ.χ. ο πύργος του Άιφελ στο Παρίσι. Παρεμπιπταμπλεμάν, τουριστόφακα είναι όρος των καλιαρντών που σημαίνει την Ακρόπολη της Αθήνας, ενώ ως τουριστόβραχος χαρακτηρίζονταν νησιά, όπως η Μύκονος, η Ύδρα και οι Σπέτσες. Αυτή η πρώτη χρήση μοιάζει με την ανάλογη στο μουνοπαγίδα.
Ο όρος, ωστόσο, θἰγει την επιτήδευση. Τουριστοπαγίδες εἰναι κυρίως μέρη που δεν είχαν αδιάκοπη αξία ιστορικώς αλλά έχουν αναδειχθεί α πουστεριόρι σε πόλους τουριστικής έλξης, ή κατασκευάζονται εξ αρχής για αυτόν τον σκοπό. Λ.χ. το Las Vegas στις Η.Π.Α. ή η Eurodisney στο Παρίσι. Ή μέρη που προβλήθηκαν όψιμα, λ.χ. η γενέτειρα του τάδε ζωγράφου, ας πούμε του Νταλί, και έχει καταβληθεί μεγάλη φροντίδα να αξιοποιηθούν. Πρόκειται όμως για δηθενάδικα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα καφέ που πήγε ο Hemingway, με τα οποία έχουν γεμίσει όλες οι ευρωπαϊκές πόλεις που θηρεύουν Αμερικλάνους τουρίστες. Ευτυχώς, υπάρχει κι η αντίθετη μόδα: Καφέ αυτοδιαφημίζονται ως το μοναδικό καφέ, όπου δεν πήγε ο Hemingway, και προσελκύουν αλτέρνια, που ο Hemingway τους έχει καθίσει στο λαιμό.
Ακόμη χειρότερα, είναι μέρη που σε εξαπατούν. Σου πουλάνε λ.χ. γραφικότητα, αυθεντικότητα, παράδοση, και όταν πας εκεί διαπιστώνεις ότι τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει. Δεν υπάρχουν παραδοσιακές καλοκάγαθες γιαγιούμπες, αλλά απολύτως κυνικοί ηλικιωμένοι που κοιτάνε πώς να σε γδύσουν. Τότε μιλάμε για κυριολεκτική παγίδα.
Λέγεται και για μέρη, που απλώς τυχαίνει να βρίσκονται σε σπουδαία τουριστικά θέρετρα ή άλλα σημεία και θεωρούν γι' αυτό δικαίωμά τους να βάζουν δυσβάσταχτες τιμές ξου, καθιστάμενα τουριστικά φέρετρα. Έτσι, γιατί μπορούν. Εδώ είναι ακόμη πιο κυριολεκτικός ο όρος. Φανταζόμαστε έναν κουρασμένο και κάθιδρο τουρίστα να μπαίνει σε ένα café για ένα μπουκαλάκι νερό ή ένα καφέ και να πρέπει να πληρώσει τα μαλλιά της κεφαλής του για αυτό. Φταίει αυτός μετά που γίνεται βραχιολάκης;
Μία τελείως κυριολεκτική σημασία, χωρίς λινκ, είναι τέλος όταν καλούμε τουρίστες σε ένα ελκυστικό μέρος και μετά βγάζουμε πάνω τους τα απωθημένα μας κι όλο μας το μνησίκακο μίσος. Αυτό έχει αποτελέσει θέμα ταινιών και βιβλίων τρόμου. Το ζουν όμως και τουρίστες στην Ελλάδα, αν λ.χ. είναι Γερμανοί, οπότε μπορεί να φάνε το ξύλο που δεν μπορούμε να δώσουμε στην Μέρκελ, αν είναι σκουρόχρωμοι, οπότε επίσης κινδυνεύουν από χρυσαύγουλα, ή, αντιθέτως, αν μοιάζουν με σκίνια, οπότε μπορεί να τους δείρουν αντι-χρυσαύγουλα (σπανιότερο, αλλά συνέβη πρόσφατα σε ξυρισμένο Ούγγρο τουρίστα) κ.ο.κ.