Further tags

Το σύμπτωμα που προκαλείται ύστερα απο πολύ συχνές επισκέψεις στο The Mall... Όσοι πάσχουν απο μολάκυνση (όχι μαλάκυνση... καλά μπορεί να παρουσιαστεί αργότερα... άλλο αυτό...) επισκέπτονται μανιωδώς το Mall είτε για ψώνια είτε για σινεμά είτε για καφέ.

- Ρε συ πες στη Μαίρη να έρθει μαζί μας στη Γλυφάδα...
- Μπα... Δεν το κόβω... αυτή έχει πάθει Mallάκυνση...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.

Ουδέν σχόλιον.

Η ζαχοπουλίτιδα μεταδίδεται σεξουαλικώς (από Vrastaman, 29/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακρίνεται σε 3 μορφές:

- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάθροιση ανδρών (σβέρκων) αποκλειστικά ή ανδρών σε υπερβολικό αριθμό συγκριτικά με τις γυναίκες.

Συνώνυμα: καραπουτσαριό, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Πήγαμε στο μαγαζί να χαζέψουμε κανένα γκομενάκι, αλλά μαλακίες!
- Τι, σβερκαρία;
- Αρχιδόκαμπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.

  1. - Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.

  2. - Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιστήμονας στο είδος του.

Ο ξετσίπωτος, που δεν δίνει λογαρισμό σε κανέναν, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και κανέναν, ο ξεδιάντροπος (κοινώς σταρχιδιστής) που έχει ανάγει την τέχνη του σε επιστήμη* διαφημιζοντάς την γεμάτος περηφάνεια.

(*σταρχιδισμός)

  1. - Τι έκανες σήμερα;
    - Μελέτούσα πάλι Σταρχιμήδη ...

  2. - Τι παριστάνεις εκεί και κάθεσαι όλη μέρα, τον Σταρχιμήδη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, με πέτυχε στ' αρχίδια.

Ύστερα από σουτ η μπάλα χτυπάει τ' αρχίδια του αντιπάλου.
-Καλά ρε μάλακα... τι σταρχιδοβόλος που είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο που δίνεται απ' τις τράπεζες προκειμένου ο δανειολήπτης να εξοφλήσει άλλα δάνεια. Οι πρώτες δουλεύουν τον δεύτερο, ο οποίος δεν πάει καλά.

Αναδρομικός (αγγ. recursive) όρος.

- Πσσσσς, πρώτο το αμάξι! Αλλά εσύ δεν είχες μία, πώς το πλήρωσες;
- Πήρα αμαξοδάνειο ρε...
- Χμμ, κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται για να ξορκίσει τον ανδρικό εφιάλτη της φαλάκρας. Τα αποτελέσματα είναι φτωχά, οπότε μετά ο παθών φιλοσοφεί τη ζωή και με νέα γνώση διακυρήσσει ότι η καράφλα προκύπτει από την έντονη σεξουαλική του ζωή, άρα είναι υπερήφανος γι' αυτή. Με την άνοδο του YouPorn, RedTube κτλ προβλέπεται λοιπόν και αύξηση της ζήτησης καραφλάιζερ...

- Μισό λεπτό να βάλω καραφλάιζερ και φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις τέλεια + τρελό. Καταπληκτικό, σούπερ ουάου.

- Για πες, πάμε ΣΚ Ναύπλιο;
- Τρέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified