Further tags

Σύνθετη λέξη από το ψιλό και το κοκό, που είναι κάτι το ουσιώδες. Το ψιλικοκό έχει εφαρμογή σε διάφορα πεδία, αλλά εκτιμώ ότι πήρε πόντους με την ιστορία του Χρηματιστηρίου, όπου χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να χαρακτηρίσει τη μαρίδα.

Κατ' επέκταση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ό,τι το μικρό και άνευ ουσιαστικής σημασίας, είτε πρόκειται για έμψυχα (βλ. παράδειγμα 1), είτε για άψυχα (βλ. παράδειγμα 2).

1
- Και μετά και μετά, για λέγε βρε Πίτσα μου, τι έγινε; Το κάνατε, το κάνατε;
- Τι να σας πω βρε κορίτσια... Με το που κατέβασε το σλιπάκι κρατήθηκα να μη γελάσω. Αυτός μου το 'παιζε P.h.D. και τελικά ήταν ψιλικοκό. Άστα να παν...

2
... και πάνω στο στριμωξίδι και στον πανικό του κάνω ώπα το λάχανο και λέω μάγκα μου πάμε να την κάνουμε Λούης, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Κατεβαίνω και τι να δω... το φτωχομπινέ που μου 'θελε και τσάντα Γκούτσι, ψιλικοκό μέσα μόνο, 20 ευρώπουλα. Γι 'αυτό σου λέω, χάλασε το επάγγελμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σύρφερ. Να σημειωθεί εδώ ότι το ρ προφέρεται ελαφρώς ως γ, προκειμένου να αποδοθεί η γαλλική εσάνς που απαιτείται.

- Πού είναι αυτός ο σύρφερ επιτέλους! Κάνει πολύ παρέα με τον αντεφέρ και από δουλεία τίποτα...
- Ναι, τους είδα πριν μαζί να χαζεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συχνά απαντώμενη σε εναλλακτικά χαμαιτυπεία της πόλεως των Αθηνών εκφράζουσα την απογοήτευση θαμώνων στην θέα νεαρών θηλυκών εξ' αιτίας της αιφνίδιας επί το χειρίστον εξωτερικής μεταλλάξεως αυτών λόγω συγχρωτισμού αυτών με υπερ-εναλλακτικούς θαμώνες των ιδίων μπαρ που είθισται να είναι φιλόδοξοι καλλιτέχναι και διασκεδασταί.

(βλ παράδειγμα)

- Ρε συ Μάκη, αυτή δεν είναι η Νίτσα από τη γειτονιά; Καλά, πώς έχει γίνει έτσι; Τι χαϊμαλιά και τζιβομπίχλες είναι αυτά; Και βλέπω καλά; Το παντελόνι της είναι από τσουβάλι; Κρίμα ρε... το θυμάσαι το Νιτσάκι μικρό πώς ήταν;... Με τις μπουκλίτσες του, με τα ματούδια του, με τα μινάκια του... Και τί ειναι αυτός ο μπαμπουϊνος που σέρνει;
- Άσε Μηνά... Έχεις χάσει επεισόδια... Ο μπαμπουϊνος είναι ο εικαστικός Πυγμαλίων Τσαλταμπασίδης και από τότε που τά 'μπλεξε μαζί του το Νιτσάκι έχει αναμφίβολα ασχημindie... Άλλαξε και το όνομά της σε Ουρανία... Φτιάχνει μόνη της τα ρούχα της και πάει διακοπές στην Ίφκινθο... Αχ τι να πεις... Κρίμας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπειρογνώμονας του κώλου.

- Μην ακούς τον Μήτσο. Είναι παπαρογνώμονας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Breakfast (πρωινό) και lunch (μεσημεριανό) μαζί!

- Για brunch θα ήθελα ένα τοστ και ένα πιάτο μουσακά.
- Μάλιστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και un-παίκτ-able: ο άπαιχτος.

Καλά μεγάλε είσαι unπαικτable! Τι τρελό τρίποντο ήταν αυτό;

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ άσχημη αμφίρροπη κατάσταση, μετά από κρύωμα κυρίως στην κοιλιά.....
Δεν ξέρεις τι να κάνεις, να κλάσεις ή να χέσεις.....

Εχεις συνεχή αίσθηση εκκένωσης. αλλά κάθεσαι και δε βγάζεις τίποτε. Είσαι συνεχώς σ' αυτό το δίλημμα... να πάω τουαλέτα που πήγα πέντε φορές ο δυστυχής, ή να κλάσω να ανακουφιστώ; Μήπως αυτή η έκτη φορά είναι η μοιραία; Μήπως χεστώ όρθιος και γίνω χότζας στην παρέα, στο γραφείο, στη δεξίωση, στο λεωφορείο...
Ρώσσικη ρουλέτα δηλαδή! Και καλά να σε πιάσει σπίτι σου ή γενικά σε χώρο με WC... φαντάζεσαι κλαστοχέστον στη λαϊκή που ψωνίζεις;... στο ταξί που πας σε ραντεβού και έπεσες σε μποτιλιάρισμα;... στο γκισέ της εφορίας με άλλους είκοσι πίσω σου;... στο λεωφορείο, να θες ακόμη δώδεκα στάσεις;...
Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ!...

Σ.Σ.1.
Βέβαια όλα τα παραπάνω, ισχύουν και για το απλό κλασικό χέσιμο έτσι; Μην ξεχνιόμαστε!...

Σ.Σ.2.
Πως σου φαίνεται κλαστοχέστος στο ψάρεμα μεσοπέλαγα; Οχι με καΐκι ή άλλο σκάφος με υποτυπώδη έστω τουαλέτα... όοοοχι! Με βάρκα με κουπιά!...

Αν και δε χρειάζεται, όλοι κατάλαβαν ή το έζησαν, έτσι ένα απλό.....

- Άσε ρε Θανάση, μ' έχει πιάσει κλαστοχέστος εδώ και δυο τρεις μέρες, μ' έχει διαλύσει!.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της νεοελληνικής μεταγραμματικής. Ο χρόνος που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα που συνέβησαν πρόπερσι, και πιο γενικά στο απώτερο παρελθόν.

Ξεσκότα μας μωρέ με τις ιστορίες σου, μας έχεις πεθάνει στον προπερσυντέλικο. Γέρασες και σου μείναν περασμένα μεγαλεία απ' όταν έκανες καφρίλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αποτελεί την φωνητική απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού όρου, που με τη σειρά του προέρχεται από τα αρχικά του όρου πέρσοναλ κομπιούτερ.

Η τακτική γραφής των αγγλικών με ελληνικούς χαρακτήρες, απάντηση στην ακαλαισθησία του ακατανόητου φαινομένου των γκρήκλις, δεν αρκεί, βεβαίως, για να αποδώσει στη λέξη πισί στάτους αργκό.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι η εξάπλωση των πισί (που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλιακού κολοσσού κτλ, μη με πιάσουν πάλι τα κομμουνιστικά μου) είχε ως αποτέλεσμα η λέξη αυτή να έχει και παραθετικά, δίκην επιθέτου, γεννά την ανάγκη σχετικού λήμματος.

Πισί-πίσος-πίσουλας, λοιπόν, και αίφνης η λέξη μπαίνει στο κλαμπ των ουσιαστικών με συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό. Άξιο παρατήρησης είναι το φαινόμενο αλλαγής γένους κατά την εν λόγω διαδικασία.

Χρησιμοποιούνται μετά από κάθε γεύμα.

- Μπράβο ρε μάνα, ζωγράφισε το ροζμπίφ. (γυρνώντας στον φίλο του Νώντα που έχει έρθει για μεσημεριανό:) Χάλασε ο πίσος, ρε πούστη, και πρέπει να τον πάω για φτιάξιμο... Πρέπει να είναι η μάδερμπορντ.
(Νώντας, με έκπληξη μπροστά στον επικείμενο χρηματικό πέοντα:)
- Μάδερφάααακερ!!

(από Khan, 04/04/14)

Δες και μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.

- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified