Further tags

Πρόκειται για κλασσικό ελληνικό γυναικότυπο που θυμίζει μήλο.

Οι μηλαρούδες έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω από την μέση: διαθέτουν στιβαρούς ωμούς και πλούσια βυζιά, πλαισιωμένα σε μια δυσανάλογα στενή λεκάνη, έναν επίπεδο κώλο και δύο λεπτά πόδια.

Α. Ασύμμετρες αναλογίες
Η αναλογία μέσης - γοφών μιας μηλαρούς είναι στην καλύτερη περίπτωση 0,80 ενώ η χρυσή αναλογία Fibonacci μιας κλεψυδρομούνας κυμαίνεται από 0,6 έως 0,7 το πολύ.

Β. Ασύμμετρες απειλές και ευκαιρίες
Οι μηλαρούδες έχουν ανδροειδή κατανομή λίπους. Συσσωρεύουν τα περιττά λίπη τους ενδοκοιλιακά, κυρίως στην μέση το στήθος και το πρόσωπο, και ωσεκτουτού είναι πιο ευάλωτες σε καρδιοαγγειακά τραλαλά από ότι οι αχλαδομούνες που τα αποθηκεύουν σε μπούτια και κώλο. Σε αντίθεση με τις αχλαδομούνες όμως, με σωστή διατροφή και γυμναστική οι μηλαρούδες χάνουν τα λίπη τους πιο γρήγορα και πιο ομοιόμορφα και μπορούν να προσεγγίσουν τον χαρακτηρισμό «μουνάρα». Εάν όμως παραμείνουν ανεξέλεγκτες, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε μπαζοειδείς ανδρούτσους.

Γ. Ασύμμετρο σεξ
Οι προκρινόμενες σεξουαλικές στάσεις, από οπτικής και απτικής απόψεως, είναι οι αντικριστές π.χ. ιεραποστολική, και μηλαρού-από-πάνω καθώς επιτρέπουν την βέλτιστη οπτική τέρψη και απτική ψηλάφηση των πλούσιων βυζιών της μηλαρούς. Αντιθέτως, κάθε μη αντικριστή στάση (π.χ. σκυλίσιο) συνεπάγεται χαμηλό πιτσιλαμπίλιτυ δεδομένου ότι η τυπικές μηλαρούδες είναι τετραγωνόκωλες ωσάν τον Μπόμπ τον Σφουγγαράκη.

[I]Γνωστές μηλαρούδες:[/i] Catherine Zeta Jones, Κate Winslet, Drew Barrymore, Elizabeth Hurley, Angela Merkel, Ντόρα Μπακογιάννη.

Βλ. επίσης: Αρχοντομούνα, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, Φρατζολίνα Ζολί

Πέρι: - Ρε συ το Μαριλού – η φίλη του Λίλιαν ντε! – λέει σαν γκομενάκι! Απίστευτο πρόσωπο, βυζί αναφοράς! Κρίμα που ο κώλος της υστερεί λιγάκι καθ’ ότι μηλαρού...

Μένιος: - Τελέρε! Το Μαριλού μετουσιώνει το όνειρο του κάθε μπάι: από βυζί Dolly Parton και από κώλο, Charlton Heston!!!

Πέρι: - Charlton Heston!!! Μ’ έφτιαξες, φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαμώ και αιθεροβάμων, που προκύπτει από το αιθεροβατώ, δηλαδή περπατώ στον αιθέρα, άρα είμαι ουτοπιστής. Η αρχαιότατη αυτή λέξη μαρτυρείται καμία φορά στον Όμηρο, καμία στον Ησίοδο, σχεδόν μία στον Αισχύλο, και μία στον Βραστάνδρα.

Οι ερμηνευτές εικάζουν ότι η Πυθία του αναγραμμαντείου μπορεί να εννοούσε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

1) Ο ουτοπικός εραστής που θεωρεί ότι τίποτα λιγότερο από ένα θεόμουνο δεν είναι άξιο για τον πούτσο του. Τι λέω; Τι θεόμουνο; Ημιθεόμουνο και βάλε! Του αποδίδεται το Kavli Prize for best Utopia, κι εντέλει μένει με το Kavli στο χέρι. Στην δημοτική σλανγκ λέγεται αερογάμης και ανεμογάμης.

2) Ο αερογάμης με την έννοια ότι δεν γαμεί καθόλου, παρά μόνο αέρα. Ο Στρατηγός Άνεμος της σεξουαλικής ζωής. Σύγκρινε με ανεμογκάστρι.

3) Αυτός που εκτελεί γαμήσι του αέρος.

4) Ίσως κι αυτός που γαμά σε αεροπλάνο/ ελικόπτερο κτλ.

5) Εναλλακτικώς, αυτός που γαμεί αιθέρια ύπαρξη.

Μας έλεγε ο Πέρι ότι «ναι, μεν, καλό το Λίλιαν, αλλά του λείπει κάτι λίγο για να γίνει απόλυτη κλεψύδρα» και νομίζαμε ότι είναι αιθερογάμων. Τελικά αποδείχτηκε ότι το στίλβει το ελεφαντοστό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε φυσικά για έναν απλό γκαντέμη. Μιλάμε για κάποιον γκαντέμη που 'χει πλάκα τα γαλόνια.

Το γκαντεμογραφικό του σημείωμα είναι ολάκερος τόμος. Η χρυσή βίβλος των καταστροφών.

Τον έχουμε ικανό να κάνει δυνατή κάθε γκαντέμικη δραστηριότητα(πέρα απ' ότι σκεφτούμε ή φανταστούμε) γιαυτό και τον αποκαλούμε και γκαντεμοδύναμο.

Μιλάμε λοιπόν για κάποιον master of disaster. Για κάποιον γκαντεμόσαυρο άνευ προηγουμένου. Για κάποιον που θεωρούμε πως η αύρα του είναι τέτοια ώστε να μπορεί να προκαλέσει ένα απίστευτο κυκεώνα καταστροφών και συμφορών.

- Οποιος πάει κόντρα στον εθνικό γκαντέμη, θα πάθει μεγάλες ζημιές.
- Υπερβολές.
- Βρε άκου που σου λέω. Είναι γκαντεμοδύναμος ο Χαϊλάντερ. Δεν παλεύεται με τίποτα.

Δεν είμαι παντοδύναμος. Γκαντεμοδύναμος είμαι χε χε χε χε (από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε όλους μας έχουν πει ότι δεν είναι ευγενικό να αποκαλούμε κάποιον «χοντρό», ακόμα και αν είναι τόφαλος. Αντί γι' αυτό, η politically correct λέξη είναι «εύσωμος». Έρχεται όμως ο ανώνυμος σλανγκιστής και συνδυάζει αυτές τις δύο λέξεις, διαβρώνοντας έτσι εκ των έσω τις κοινωνικές συμβάσεις.
Εύχοντρος λοιπόν ίσον εύσωμος + χοντρός.

  1. - Σου άρεσε το έργο;
    - Καλό ήταν, αλλά είχα στην μπροστινή σειρά έναν κρυπτόφαλο και έβλεπα τα μισά!
    - Α, εκείνον τον εύχοντρο λες; Πίκρα!!

  2. - Μπύρα θες;
    - Άσε καλύτερα, γιατί τον τελευταίο καιρό έχω γίνει λίγο εύχοντρος...

Μετά από παραγγελία του jesus του Γαλάτη! ;) (από Cunning Linguist, 29/03/09)Η συνέχεια του προηγούμενου, με το παράπονο να συνεχίζεται... (από Cunning Linguist, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος κυβερνητική αποτελεί αντιδάνειο από το αγγλικό Cybernetics, που προέρχεται από την ελληνική λέξη κυβερνήτης= πηδαλιούχος, οιακιστής, κυβερνήτης, πιλότος. Η κυβερνητική είναι η θεωρία για τον έλεγχο και την επικοινωνία της κανονιστικής ανατροφοδότησης (feedback, σλανγκιστί= πισωτάισμα) σε ένα σύστημα βιολογικό, κοινωνιοτεχνολογικό ή κοινωνικό. Αν και η κυβερνητική αρχίζει περίπου στην εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι οι νέες τεχνολογίες, όπως το Διαδίκτυο, που έχουν απογειώσει την κυβερνητική και έχουν δημιουργήσει ένα είδος σχετικής κουλτούρας, την cyberculture, σλανγκιστί κυβερνοκουλτούρα.

Για να περιγραφούν τα νέα ιδιάζοντα φαινόμενα της κυβερνοκουλτούρας του Διαδικτύου έχουν χαλκευθεί στα αγγλικά πολλές λεξιπλασίες, τις οποίες θα επιχειρήσω να μεταφράσω στα ελληνικά σε σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική μετάδοση. Εννοείται ότι πολλά χάνονται στην μετάφραση και είναι υποκείμενα βελτιώσεων, αν και επίσης πολλά είναι αντιδάνεια απ' την ελληνική. Πηγή μου για τους ορισμούς των αγγλικών όρων είναι το βιβλίο: BELL, David, Cyberculture Theorists. Routledge: London, 2007. Το χαρακτηριστικό πολλών από αυτές τις λεξιπλασίες είναι ότι αποδομούν τα διπολικά σχήματα του παρελθόντος με το να συμφύρουν πρώην αντιθετικές έννοιες στην ίδια λέξη. Λοιπόν:

- παντοπικοποίηση, η / glocalization (<globalization & localization): Το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει ταυτόχρονα μια έξαρση της τοπικότητας.

- παιδιασκέδαση, η / edutainment (<education & entertainment): To γεγονός ότι στο Ίντερνετ είναι συνυφασμένες η εκπαίδευση και η διασκέδαση, όπως λ.χ. στην Βικούλα ή στο slang.edu.

- παραγαναλωτής, ο / prosumer (<producer & consumer): Το γεγονός ότι ο «καταναλωτής» του Διαδικτύου είναι ταυτοχρόνως και παραγωγός μέσω ποικίλων μορφών διάδρασης, όπως τα βλόγια.

- πληροφοριφήμιση, η / infomercials (<information & commercials): Το γεγονός ότι συμφύρεται τι είναι εμπορική διαφήμιση και τι πληροφορία. Και για την απλή πληροφορία δίνεται μάχη, όπως για την ιδιοτελή διαφήμιση.

- τεχνοσταλγία, η / technostalgy (<technology & nostalgy): Η καλλιέργεια μέσω της τεχνολογίας μιας παράδοξης νοσταλγίας του μέλλοντος, μιας νοσταλγίας για ρομαντικές φουτουριστικές ουτοπίες, που ξέρουμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι που θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ή, αντιστρόφως, το να νοσταλγούμε προβολές από το παρελθόν στο μέλλον, οι οποίες έχουν (εν μέρει ή ολικώς) διαψευστεί, λ.χ. να βλέπουμε νοσταλγικά την ταινία «2001» του Kubrick.

- τεχνουάρ, ο / τεχμελανός, ο / μελάντεχνος, ο / technoir (<technology & noir) Κάποιος που κάνει δυσοίωνες και καταστροφολογικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στο μέλλον της ανθρωπότητας. Ή, μπορεί να είναι και ένα ολόκληρο genre ταινιών ωσεί θρίλερ με θέμα έναν εφιαλτικό φουτουρισμό, λ.χ. το Gattaca, που ονομάζονται έτσι κατά το film noir.

- δυστοπία, η / dystopia: Το αντίθετο της παραδεισιακής ουτοπίας. Μια τεχνουάρ κινδυνολογία για μελοντικές κολάσεις λόγω της τεχνολογίας.

- Χιμερική, η / Chimerica Από τα χίμαιρα και China και America: Η τελείως χιμαιρική αλληλεξάρτηση Κίνας και Η.Π.Α. στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, από την οποία βολεύονται με τον τρόπο τους και οι δύο προς το παρόν, αλλά κάποτε μπορεί να σκάσει πως αποτελεί μια χίμαιρα, που δεν μπορεί να κρατά επ' αόριστον, και να τρέχουμε.

- κυβερνοπάνκ, ο / cyberpunk : Μεταξύ άλλων ένα genre ταινιών και βιβλίων, όπως το Blade Runner του Ridley Scott. Βλ. και την Βικούλα.

- Άλλοι όροι με α' συνθετικό το -cyber είναι τα: cyberspace, cyberprep, cybersex, cybercity, cyberpolicy, cyberfeminism, cyberpsychology, cyberquake, cyberlife, για τα οποία οι μεταφράσεις είναι εύκολες, όπως το ήδη σλανγκογραφηθέν κυβερνογαμήσι. Σημειωτέον, ότι οι όροι αυτοί μπορούν να σλανγκιστούν έτι περαιτέρω με το να συσχετιστούν με την ξεφτίλα της κυβέρνησης. Λ.χ. οι όροι κυβερνοκουλτούρα και κυβερνογαμήσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για φαινόμενα Ζαχόπουλου.

- Επίσης, ο όρος navigating = πλοηγούμαι-πλοηγώ, θεωρείται πασέ, και πιο προχώ θεωρούνται οι όροι cycling through και windowing, που περιγράφουν το να τρέχεις πολλά παράθυρα ταυτόχρονα και να τα διασχίζεις και δουλεύεις όλα μαζί, ιδίως αν μπορείς να τα έχεις όλα παράλληλα σε μια οθόνη, όπως κάνουν ιδιαίτερα οι μακάκιες. Οι όροι θα μπορούσαν να αποδοθούν ως: Διακυκλίζω και διαπαραθυρίζομαι. Οπότε και το ρήμα εκπαραθυρώνομαι μπορεί να σλανγκιστεί αναλόγως.

Υπάρχουν και πολλοί άλλοι όροι, αλλά τέσπα, αρκετή οθονιά για σήμερα...

Από ένα κυβερνοκουλτούρα να φύγουμε άρθρο του in.gr.

Η κυβερνοκουλτούρα δεν είναι απλώς μια τάση ούτε ένα κίνημα, όπως απαίδευτα διαμηνύεται συχνά. Είναι η πολιτιστική μεταβολή της πραγματικότητας των ανθρώπων, οι οποίοι δέχονται ή παρασύρονται να δεχτούν την τεχνολογία ως ένα ακόμα στάδιο εξέλιξης.

Οι πολίτες του Διαδικτύου αποδεικνύονται δημιουργοί και εφευρέτες εφόσον κάθε αποτελεσματική χρησιμοποίηση μιας γνώσης αποτελεί αυτοφυώς μια ευρετική, μια δημιουργία. Στο Διαδίκτυο αναιρείται ο επίσημος κώδικας αναγνώρισης των γνώσεων ενώ οι πολίτες του μεταφέρουν και δυνητικά κυοφορούν μια γνώση της οποίας η διάδοση δεν την ευτελίζει και η ιδιοποίησή της δεν την καταστρέφει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού όρου flashmobbing.

Flashmobbing είναι μια μορφή κινητοποίησης πολιτικής, ακτιβιστικής, απλά χαβαλεδιάρικης ή και πειραματικής, η οποία χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες, όπως ιστιοσελίδες και βλόγια στα διαδίχτυα, καθώς και κινητούμπες με εσεμεσιάσεις, προκειμένου να συντονιστεί ταχύτατα ένα μεγάλο πλήθος διαδηλωτών για να μαζευτεί σε ορισμένο μέρος, (συχνά έναν εμπορικό τόπο, λ.χ. εμπορικό κέντρο ή κάποιο άλλο πιασάρικο μέρος) και να επιδοθεί σε μία φαινομενικώς ανόητη τιραμισουρεαλιστική πράξη, η οποία όμως κρύβει κάποια βαθύτερη πολιτική σημειολογία.

Ο όρος μαρτυρείται από το 2003 και η Βικούλα καταγράφει στον σύνδεσμο παραπάνω πολλές από τις μπαχαλοφλασιές που έχουν λάβει χώρα από τότε. Η ειδοποιός διαφορά της μπαχαλοφλασιάς από οποιαδήποτε άλλη διαδήλωση είναι η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία μπορεί να μαζευτούν τώρα οι μπαχαλάκηδες και το γεγονός ότι μπορεί να μαζευτούν ταυτόχρονα και σε διαφορετικές γωνίες του πλανήτη. Αυτό δίνει μια παραπάνω ευχέρεια στο να γίνεται διαδηλωτικός χαβαλές, που δεν θα ήταν δυνατό με τις παλαιές μεθόδους.

Η ελληνική μετάφραση του όρου που προέκρινα, κάνει χρήση των εξαιρετικά σλανγκικώς φορτισμένων όρων μπαχαλάκιας και φλασιά. Σημαίνει δηλαδή ότι έρχεται φλασιά σε έναν μπαχαλάκια να αντιδράσει και ταχύτατα μπορεί να συσπειρώσει όλους τους συμπαχαλάκηδες παγκοσμίως. Ορισμένες, πάντως, από τις μπαχαλοφλασιές ενδέχεται να οργανώνονται και από φορείς που θέλουν να τεστάρουν τις δυνατότητες του Διαδικτύου σε πραγματικές συνθήκες.

Σχετικό φαινόμενο είναι και ο χακτιβισμός (hacktivism < hacker & activism), όπου μπαχακερόνια (=χακερόνια μπαχαλάκηδες) χρησιμοποιούν υψηλή τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών για να πραγματοποιήσουν online διαμαρτυρίες, να κάνουν απείθεια σε κανόνες του κυβερνοχώρου, και να πετύχουν να διακόψουν την ροή πληροφορίας επεμβαίνοντας εσκεμμένα στα δίκτυα του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Στις 22 Μαρτίου 2008 ανακηρύχτηκε η Παγκόσμια Μέρα Μαξιλαρομαχίας. Οργανώθηκε μπαχαλοφλασιά σε 25 πόλεις σ' όλον τον κόσμο και οι μπαχαλάκηδες έκαναν κολοσσιαίες μαξιλαρομαχίες μεταξύ τους και με τους περαστικούς.Σύμφωνα με την Wall Street Journal, περίπου 5.000 μπαχαλοφλασάκηδες συμμετείχαν στη Νέα Υόρκη. Η μπαχαλοφλασία χρησιμοποίησε τα εξής μέσα: Facebook, Myspace, blogs, public forums, ιστοσελίδες, text messaging, email. Οι πόλεις που διεξήχθη η μπαχαλοφλασιά ήταν οι εξής: Basel, Beirut, Boston, Budapest, Chicago, Copenhagen, Dublin, Houston, Innsbruck, London, Los Angeles, Melbourne, Monterrey, New York City, Paris, Pécs, Shanghai, San Francisco, Stockholm, Sydney, Vancouver, Washington, D.C., Ζurich.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω ρεπό από τη δουλειά. Και γαμώ τις φάσεις όταν το ρεπό αυτό είναι αφιερωμένο σε ατελείωτο κοπροσκύλιασμα, πίκρα όμως όταν στο ρεπό πρέπει να κάνουμε διάφορες βλακείες, όπως το να τρέχουμε σε δημόσιες υπηρεσίες ας πούμε.

Συνήθως το ρεπάρω σημαίνει ότι παίρνω άδεια σε δουλειά με μη σταθερές μέρες εργασίας, χρησιμοποιείται όμως και γενικότερα.

  1. (από εδώ)
    μπορείτε όταν ριμαδο-«ρεπάρω» τα ΣαβΚυρ να μην κάνετε μaλakiες εδώ μέσα και μετά να τα φέρνετε Δευτέρα πρωί να τα διορθώσω;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

  2. (από εδώ)
    Σημερα ρεπαρω και ρεπαρω και ρεπαααααααααααααααρω................ και αραζω επιτελους..βεβαια ολοι οι αλλοι δουλευουν και δεν εχω ανθρωπο να παω για καφε... αλλα WHO CARES; εγω ρεπάρω...ξυπνησα στις 12.30 και το απογευματακι απο νωρις θα βολταρω στις δουλειες των αλλων να τους ξεσηκωνω!! (χεχεχε)

Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός!! (από Cunning Linguist, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, εκ του πισωγλέντης. Απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του όρου gay.

Κατά πόσο ο όρος είναι σλανγκικά ορθός ή ορθός, ας μας το διευκρινίσει κάποιος γλέντης σλανγκιστής. Γιατί ο δρόμος προς το κράξιμο είναι συχνά στρωμένος με σλανγκικά ορθές προθέσεις.

Βλ. επίσης ο γλεντζές

Ασσιστ: Khan

- Σλάνγκος: Ρε συ έμαθες ότι ότι ο Πέρι σάλπαρε για Cote d' Ivoire να βρει το μελαψό του Γαλάτη Pierre;
- Σλάγγουρας:Από τότε που έμαθα ότι ο Πέρι είναι γλέντης έπαψα να παρακολουθώ την Λιλιάδα. Το έχετε χάσει εντελώς, Δράκοι!
- Σλάνγκος: Γλεντοφοβικέ!

I Pierra αναμένει τον Περι στο λιμανι του Abidjan - ε ρε γλέντια! (από Vrastaman, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified