Further tags

Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).

- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχός εν στύσει. Κατ' ορισμένους, χρόνια κατάσταση.

- Ξέρεις και τι λέει ο λαός... «Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και τα μπροστινά του καλόγερου»...
- Του καυλόγερου εννοείς...
- 'Εεεετσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωνητική προσπάθεια απόδοσης του ήχου της μίζας. Επειδή αρκετοί συνάνθρωποί μας δεν παίρνουν μπρος με το κατευθείαν, είναι μία φιλική προσπάθεια να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν έστω και καθυστερημένα αυτό που τους λέμε.

- Ρε παιδί μου πρώτα το πιάνεις καλά και μετά το κουνάς πάνω κάτω. - Δηλαδή πώς, τι;
- Γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ...
- Άααα, τώωωωρα κατάλαβα.
- Α να γεια σου. Ανάσταση! Α και πού 'σαι, με μέτρο, δεν είναι για χόρταση.

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την παρατεταμένη αποχή από το σεξ. Όταν συνεχίζεται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, αποσταθεροποιεί δραματικά την ψυχική ισορροπία του ατόμου και το οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πλήθος νοσηρών συμπεριφορών. Τα υστερικά ξεσπάσματα μιας γεροντοκόρης αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αγαμησιάς.

  1. Ένα μήνα έχω να συναντηθώ με τη δικιά μου. Λείπει στο εξωτερικό κι εμένα μ' έχει φάει η αγαμησιά εδώ πέρα...

  2. - Την άκουσες τη διευθύντρια πώς ούρλιαζε πρωινιάτικα επειδή άργησα πέντε λεπτά; - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε κι έχει βαρέσει διάλυση!

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)Monty Python - Σπασαρχίδικο παράδειγμα αγαμησιάς. (από Cunning Linguist, 06/07/12)

Ακόμη: αγαμία, αγαμοσύνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαμηλοβλεπούσα, κυριολεκτικά αυτή που κοιτάει συνεχώς κάτω σαν να καμαρώνει τα παπούτσια της. Αυτές να φοβάσαι παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά μου.

- Είναι σεμνό κορίτσι η Ευθαλία. Μάτια δε σηκώνει να σε κοιτάξει. Καμαρωπαπούτσω σωστή.
- (Μωρέ και 'γω για έναν πούτσο τη θέλω).
- Τι;
- Τίποτε. Λέω: κι εγώ μια τέτοια θέλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταρζανιά, η επικίνδυνη και απερίσκεπτη μανούβρα/κίνηση/πράξη/ενέργεια/δράση που επειδή μάλλον ο διαπράττων δεν είναι ο αείμνηστος John Wayne, δεν θα του βγει σε καλό.

Στο ένα χέρι το κινητό και στο άλλο το μπούτι της Σούζη, ήθελε να κάνει και καουμποϊλίκια στην παραλιακή. Και τώρα, το ραδίκι ανάποδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified