Further tags

Ο νεοφιλελές (=νεοφιλελεύθερος) που είναι σκέτη λέρα. Σχετικό λολοπαίγνιο και το νεολέρα. Άλλες λολοπαιγνιώδεις εκφράσεις για τους νεοφιλελεύθερους: νεοφι-λελές, νεοφιλελέ και τρελελέ.

  1. σου διαφεύγει αγαπητέ νεοφιλελερα ότι οι φόροι πάνε πρωτίστως στον δεσμευμένο λογαριασμό υπέρ των δανειστών

  2. αυτός είναι πραιτωριανός του συστήματος και νεοφιλελέρα του κερατά! Να φανταστείς είναι στο καπιταλ.τζρ όλη μέρα

  3. «λαϊκίστικο» και το CNN, ε νεοφιλελέρα;

(Όλα από το Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως «ταχολαλιστής». Από σύντομη ετυμολογική ανάλυση προκύπτει η προέλευση: «τα έχω όλα».

Μία πρωία σε κάποιο καφενείο της Ηλιούπολης:

- Εσείς οι νέοι είσαστε ταχωλαλιστές.
- Δηλαδής;
- Τα έχετε όλα.
- 'Εγραψες, θείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χριστούγεννα με υπερβολικά καλό καιρό που θυμίζει άνοιξη και Πάσχα.

  1. ΠΑΣΧΟΥΓΕΝΝΑ!;
    Αρχίζει σιγά-σιγά να εδραιώνεται μια τάση για νοτιάδες και 18 βαθμούς θερμοκρασία για την Αθήνα τις ημέρες των χριστουγέννων.Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά, είναι συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω να αλλάξει αλλά δείχνει να το πάει προς τα εκεί. (Εδώ).

  2. ερχονται Χριστουγεννα !!!!!!!!!!!!! τσουκριστε τα τσουρεκια σας ψηστε την μαγειριτσα !!!!!!!! καλα Πασχουγεννα συντροφοι. (Εδώ).

  3. Πασχουγεννα
    Αρναουτογλου (καιρος):
    Οποιος θελει να κανει Πασχα με ενα touch Χριστουγεννων ....(και αρχιζει να προτεινει χιονοδρομικα κεντρα!!!) (Εδώ).

(από Khan, 20/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να σημαίνει και κάποιο χαρτόσημό ή άλλο έγγραφο που ξεκωλωθήκαμε από υπηρεσία σε υπηρεσία για να το πάρουμε.

Το πήρα επιτέλους το ξεκωλόσημο και τελείωσα με την χαρτούρα. Άιντε τώρα να δούμε πότε θα βγει η σύνταξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βλάχικο εξελληνισμό του slogan «Wash 'n' Go» του γνωστού σαμπουάν «Head & Shoulders». Δηλαδή σε standard ελληνικά «πλύσου και στρίβε (φύγε)».

- Τώρα θα κάνεις μπάνιο; Που θέλουμε να βγούμε;
- Μην ανησυχείς, δεν θ' αργήσω, έχω Πλυς εν στριβ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.

Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).

Θηλυκό: μαστακουνάκω.

- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!

Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα μειωμένων πνευματικών ικανοτήτων, ανόητη, χαζοβιόλα. Αντίστοιχα και το αρσενικό: παπαρόπουλος.

- Πάλι μούσκεμα τα έκανε η α.α. Γενική Δ/ντρια.
- Μα τι παπαροπούλα είναι αυτή...

(από peregrine, 27/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση του peckerbreath, αυτός που έχει δύσοσμη αναπνοή.

- Φύγε από εδώ, βρομίσαμε, πουτσόχνωτε!

- Πολύ πουτσόχνωτος ο πούστης, βρωμάει και ζέχνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified