Further tags

Χιουμοριστικό αμάλγαμα του γνωστού βραβείου Νόμπελ και της τρόμπας, με σαφείς αναφορές στην περιεχόμενη σε αυτή λέξη ρόμπα. Είναι το νοητό βραβείο που απονέμουμε ως ένδειξη ανύπερβλητης βλακείας/ασχετίλας/ξεφτίλας/αγαρμποσύνης. Κοντολογίς, όταν κάποιος τα έχει κάνει θάλασσα γίνεται ευθύς υποψήφιος για Τρόμπελ.

- Εεε...αφεντικό...έχω άσχημα νέα: νομίζω ότι μου έκλεψαν τη νταλίκα όταν σταμάτησα στο βενζινάδικο για κατούρημα. - Μπράβο βούρλο. Θύμισέ μου να σου απονείμω το βραβείο Τρόμπελ και να σε απολύσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος πολύ χοντρός, τεμπέλης και λιγδιάρης με στητό κορμί (λόγω του ότι δεν μπορεί να σκύψει από την παχιά κοιλιά του που μοιάζει με μπαλότσα), που, ενώ έχει μερικώς φαλάκρα, έχει αφήσει μακριά τα λίγα μαλλιά που του έχουν απομείνει κάνοντάς τα χωρίστρα.

Πώς απλώθηκες έτσι στον καναπέ, σαν μπαλότσαρδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός κλάνα και πούστη σε ένα άτομο. Δηλαδή, πούστης «2ου επιπέδου», με μια πινελιά φλωριάς: ο σκατίφλωρος.

Συνώνυμο και με τα θρασόπουστας, σκατόπουστας, φλωρόπουστας.

- Δεν πήγα στη συναυλία τελικά.
- Φοβήθηκες μη φας ξύλο βρε κλασόπουστα;

Got a better definition? Add it!

Published

Λιγότερο γνωστή μετάλλαξη του μαλακιστηριού.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του:

  • Προκαλεί συχνότερα γέλωτα,
  • Χρησιμοποιείται και από άτομα μέσης ηλικίας,
  • Κάνει ομοιοκαταληξία με τις λέξεις μύδι, στρείδι, αρχίδι και απίδι,
  • Ταιριάζει άψογα σε παιδιά μικρής ηλικίας αλλά και σε γέροντες.
  1. - Μάνα πεινάω.
    - Περίμενε και σε λίγο θα φάμε βρε μαλακίδι!

  2. (Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος διέπραξε κάποια ανόητη και ασυγχώρητη ζημιά, π.χ. έχυσε τον φραπέ του.)
    - Τι έκανες εκεί ρε μαλακίδι ανιστόρητο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:

Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι

Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «ντεκαφεϊνέ». Εκφράζει με αστείο τρόπο τον ξενέρωτο, τον βαρετό, αυτόν που φέρει ως αποτέλεσμα το αντίθετο της κάβλας.

- Πώς περάσατε στο τραπέζι;
- Ντε καβλεϊνέ, πολύ κυριλάδικο, βαρεθήκαμε τελείως με τους μεγάλους... Και δεν είχα και κάρτα να στείλω μήνυμα σε κανέναν να περνάει η ώρα...

βλ. και ντεκαυλέ, ντεκαβλέ, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που δεν το έχει καθόλου στο μυαλό. Συνήθως πετάει μαλακίες αλλά παρόλα αυτά έιναι τρελή μουνίτσα. Κάνει μόνο για σεξ.

- Το βλέπεις το εκείνο το μουνί πέρα;
- Πωωω, ναι ρε φίλε... τι φάση;
- Γάμησέ τα... τις προάλλες μιλούσαμε. Μεγάλο τούβλο αδερφέ. Δεν την παλεύεις ούτε δευτερόλεπτο.
- Κατάλαβα... σέξυπνη και αυτή.

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις φράσεις-ορόσημο του κυρίου Βασίλη από την Πάτρα (γνωστός περισσότερο με το προσωνύμιο Φιδέμπορας), η οποία έγινε γνωστή από τους μυθικούς διαλόγους που είχε με τον Αποστόλη στην ραδιοφωνική Ελληνοφρένεια.

Αποστόλης:- Ήθελα να σας πω ότι ενώ δίναμε τις λάμπες, είχαμε από πίσω και μια οθόνη και προβάλαμε ντοκιμαντέρ με φίδια.
Φιδέμπορας: - Τι 'ν' αυτό..;
A: - Με φίδια... Ντοκιμαντέρ... Φίδια δείχναμε, φίδια και σαύρες...
Φ: - Ποια φίδια ρε..; Γαμώ το σταυρολόι σου... Ακούς τί σου μιλάω; Ποια φίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified