Το φέρετρο, η κάσα.
Ήρθε η σειρά του να μπει στο κουτί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι τραχειοτομημένοι, διασωληνωμένοι και ενίοτε χωρίς εγκεφαλική λειτουργία ασθενείς που δέχονται περίθαλψη μέχρις εσχάτων σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Μακάβρια ιατρική αργκό.
- Πως πάει η δουλεία;
- Κλασικά στον ΕΚΑΒ... όλη μέρα παραλαμβάνω πτώματα με εξιτήριο από ιδιωτικές κλινικές και τα περιφέρω από νοσοκομείο σε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. μπας και βρεθεί κρεβάτι σε Μ.Ε.Θ....
Got a better definition? Add it!
Το φέρετρο στα καλιαρντά.
1. Παραλίγο να αβέλει τη γκόντα της στο αδικοκούτι με τις κουρούνες που του βούελε.
3. Ζήσε και εσύ τον μύθο σου για όσο διαρκεί, περιτριγυρισμένος από φρεσκοκομμένα λουλούδια μέσα στο αδικοκούτι που σε φιλοξενεί, στον αιώνιο ύπνο σου.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).
- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω
τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν:
- Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ
μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς
περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).
Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...
Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).
Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.
Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.
Got a better definition? Add it!
Πεθαίνω. Συνήθως λέμε «τα τίναξε τα πέταλα».
Το τίναγμα προέρχεται από την αποκοπή της σπονδυλικής στήλης. Καθώς σπάει ο νωτιαίος μυελός κατά το κρέμασμα, τα ποδιά τινάζονται σπασμωδικά.
Λέγεται επίσης (ως προς «τα πέταλα») επειδή όταν πεθαίνει το άλογο συμβαίνει το ίδιο και μπορεί να εκσφενδονιστεί κάνα πέταλο.
Στα αμερικλάνικα είναι he kicked the bucket, κλώτσησε τον κουβά.
Τα τίναξε τα πέταλα η καβατζόπουστα, άντε τώρα να καθαρίσουμε τα σκουπίδια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σακάκι το οποίο φοριέται σε κηδείες, γάμους, βαφτίσια, λοιπές εκδηλώσεις, αλλά και σε συνεντεύξεις για δουλειά και άλλες επίσημες εμφανίσεις, από άτομο το οποίο συνήθως δεν φοράει τέτοιου είδους ρούχα (γεροντοφρικιό, λέτσος, μπίχλας, άνετος, μοντέρνος κλπ, κλπ, το πιάσατε το νόημα ελπίζω) ή τα φοράει σε συνδυασμό με τελείως φευγάτα ρούχα, χρώματα, αξεσουάρ, κλπ.
Ονομάζεται έτσι, γιατί είναι σαν να το έχει υφαρπάξει ο φορών από το φέρετρο του παππού του λίγο πριν τον παραχώσουν. Όπερ, στραβοχυμένο, τριμμένο, παλιάς μόδας, ψιλο-λερωμένο και χοντρο-τσαλακωμένο, και κάνα δυο νούμερα μικρότερο ή μεγαλύτερο από το δικό του.
- Και εκεί που περίμενα στην σειρά μου για συνέντευξη, σκάει μύτη ρε ένας παίχτης με εμφάνιση γάμησέ τα, λέχρα, αλλά με σακάκι του παππού! Ξεκαρδίστηκα στο γέλιο…
- Και τι έγινε την πήρες την δουλειά;
- Τα αρχίδια μου πήρα… ο τύπος ήταν ο υπεύθυνος Ανθρωπίνου Δυναμικού… Τώρα θα συνδυάσω το δικό μου Armani με γραβάτα του κρεμασμένου…
Got a better definition? Add it!
Το φέρετρο.
Συνεκδοχικώς φυσικά -ξύλο το ένα, ξύλο και τ' άλλο.
Το έχω ακούσει σε συμφραζόμενα απειλής/τσαμπουκά:
- Θα σε στείλω σπίτι σου σε έπιπλο.
Ενδεχομένως να χρησιμοποιείται και από κηδειάδες και κατασκευαστές όταν αναφέρονται στη δουλειά τους.
- Μάθε αγορίνα μου να μη τσαμπουκαλεύεσαι για ψύλλου πήδημα όταν είσαι με τ' αμάξι στο δρόμο. Δεν ξέρεις ποτέ ποιος είν' ο άλλος και τι έχει κάνει στη ζωή του, αν έχει κάνει δέκα χρόνια φυλακή ή αν είναι κανας μουρλάκιας που μόλις πήρε εξοδόχαρτο απ' το Δαφνί... Στο λέω σε περίπτωση που θες το βράδυ να γυρίσεις σπίτι στη γυναικούλα και τα παιδάκια σου όρθιος, κι όχι μέσα στο έπιπλο...
Got a better definition? Add it!
Το φέρετρο.
- Μάγκα άραξε, γιατί θα 'ρθει το πρωινό που θα μας φορέσουνε τις ξύλινες πιτζάμες και ύστερις μεδέν εις το πηλίκον, γκεγκε;
Got a better definition? Add it!