Further tags

Ατάκα που την χρησιμοποιούμε για να τονίσουμε την ιδιότητα ενός υπέρμετρου κλέφτη, με τον οποίο εμείς, ή κάποιος άλλος, ήρθαμε σε επαφή με χειραψία πρόσφατα! Ο αετονύχης, ο οποίος μπορεί να σου αφαιρέσει το πορτοφόλι και να σε κεράσει με τα λεφτά σου!

Ρε μαλάκα τι λαμόγιο είναι αυτό; Τον χαιρετάς και κοιτάς μη σου λείπει κανα δάχτυλο!

-Σήμερα είδα τον Γιάννη.
-Αν σε χαιρέτησε, κοίτα μήπως σου λείπει κάνα δάχτυλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκατάλειψη (ή ακύρωση σχεδίων) μιας παρέας, ή οποιουδήποτε, με απροσδόκητο, απρόβλεπτο ή αγενή τρόπο. Επίσης προκύπτουν και οι λέξεις: πιστολιέρο, πιστολάτο, πιστολάρα, πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

-Τί πιστόλι ήταν αυτό που μας έριξε χθες βράδυ ο Νίκος! Και 'μεις κάτσαμε και του οργανώσαμε έξοδο με γκομενάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι η χοντρή κάλτσα που φορούσαν οι βλάχοι, και γενικότερα οι άνθρωποι της υπαίθρου, και δη οι φουστανελάδες, η οποία είναι συχνά πλεγμένη από χοντρό μαλλί και φτάνει πολύ ψηλά στο πόδι, το σκουφούνι. Συνεκδοχικώς, σημαίνει τον βλάχο άνθρωπο, τον άξεστο, τον αγροίκο. Υπάρχει ήδη στον 19ο αιώνα, όταν είχε εκδηλωθεί με μένος ο διχασμός ανάμεσα στους αστούς φραγκοφορεμένους ψαλιδόκωλους και στους εντόπιους πουστανελάδες φουστανελάδες. Βλέπω λ.χ. εδώ ότι βλαχόκαλτσες αποκαλούνταν μειωτικά οι δηλιγιαννικοί. Επίσης, στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εδώ, βρίσκω κείμενο της εφημερίδας Βραδινή από το 1923 που διαπομπεύει με μίσος τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή οι οποίοι είχαν κατακλύσει την Αθήνα, παρομοιαζόμενη με Αφγανιστανούπολη, και όπου εμφανίζεται η λέξη.

Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. [...] Νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως αντινομίαν την εμφάνισιν των αρμοδίων χωρίς σαρίκι. Προτείνομεν, λοιπόν, να φορέσουν τούτο όλοι οι δημοτικοί μας άρχοντες, αλλά και μπουρνούζια με το μαρκούτσι του αργιλέ εις το χέρι. Τι διάβολο άρχοντες της αφγανιστανουπόλεως είναι ούτοι φορούντες λαιμοδέτην και καπέλο; (Εδώ).

Παραδείγματα, όπου ο (αρκετά απαρχαιωμένος) όρος χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τον αγροίκο, την μπασκλασαρία:

  1. ρε βλαχοκαλτσες αντε τηγανιστε καμια μελιτζανα στον κοιλουμπα το συζυγο που βγαζετε και γλωσσα. Κλώσσες δευτεράντζες του πεταματού, ολη μερα κι ολη νυχτα εδω μεσα, διαβαζετε και σχολιαζετε και επεμβαινετε σαν να ειναι ο σταυλος σας, παλιολινάτσες, τελευταίες! (Free Gossip).
  2. Σκέτη βλαχόκαλτσα είν` αυτός. (Εδώ).
  3. Τι περιμένεις απ' αυτή τη βλαχόκαλτσα; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του Ελληναράς. Το καταχωρίζω αυτονόμως, γιατί νομίζω ότι έχει τη δική του αυτόνομη σλανγκική ζωή.

Κατ' αρχήν, είναι πολύ πιο σπάνιο από τα Ελληνάρας και Ελληναράς. Κατά δεύτερον, η έρευνα που έκανα στον γούγλη μου έδειξε ότι εντέλει σπάνια έχει σημασία αντίστοιχη με το Ελληναράς, δηλαδή σχετικά σπάνια σημαίνει την εθνικίστρια υπερπατριώτισσα. Και περισσότερο όταν παρατάσσεται με το Ελληναράς στην ίδια πρόταση.

Χαρά και ανακούφιση σε όλους τους Ελληναράδες και Ελληναρούδες από άκρη σε άκρη της Επικράτειας.... Από το ΛΑΟΣ μέχρι το ΚΚΕ. (Βιβλίο ΣΤ' Δημοτικού τέλος!).

Συνηθέστερα δηλώνει ό,τι και τα Ελεεινίδα, Ελλεεινίδα, Ελλεηνίδα, δηλαδή την Ελληνίδα με κάποιες ειδικές θεωρούμενες (σεξιστικώς τε και εθνοφαυλιστικώς) παθολογίες της. Από αυτήν την άποψη είναι πιο κοντά στο Ελληνάρας παρά στο Ελληναράς. Ελληναρού μπορεί λ.χ. να είναι η συχνάζουσα στα Ελληνάδικα. Το βρίσκω με μια ουδέτερη σημασία σε ομώνυμο άζμα:

Ελληναρού ελληναρού είσαι γυναίκα παντός καιρού. (Σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, άζμα του Θανάση Πύθουλα)

Ελληναρού

Συχνότερα δηλώνει μια Ελληνίδα με θεωρούμενα (σεξιστικώς και εθνοφαυλιστικώς) ως αρχετυπικά ελαττώματα: Λ.χ. είναι τεμπελληνίδα, κατίνα, κακομαθημένη, κερατώνει τον άντρα της, είναι ζηλιάρα, έχει όλες τις ορμόνες φερτηκαρταρεκαργιόλη, νυφουλίνη, πονοκεφαλίνη, τηλεφωνίνη κ.τ.ό., είναι καλοβλαμμένη μικροαστή και πετάει ανάλογες ατάκες ή ελεεινή βουπού πλουσιέξ ή καγκούρω μπουρναζογκόμενα, σε κάθε περίπτωση ή τριτοδεύτερη ή τελευταία.

Κλασσικές αχαΐρευτες Ελληναρούδες.... Να είναι τυχαίο που όλες τους είναι χωρισμένες; (Σχόλιο στο βιντεάκι πιο κάτω).

Ελληναρούδες στη Μύκονο

Και οι πατροπαράδοτοι ελληναράδες λεβεντομαλάκες του 95%, που πουλάνε πνεύμα και ηθική στη γυναικούλα τους και μετά πάνε στη Ρωσίδα υπάρχουν διότι υπάρχουν και οι αντίστοιχες ελληναρούδες ξινο-κατίνες του 95% που πουλάνε πνεύμα και ηθική στον αντρούλη τους και μετά πηδιούνται με τον γείτονα. (Τριαντάρα μπλόγκσποτ).

Ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς χωρίς να προσδιορίζονται περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της βρισιάς.

Προς πατσαβουρα αριστεροκεντρωα εκσυγχρονιστρια σημιτικια, παλιοκαργια σε ειδα σημερα στη νεριτ στο πρωινο, εκμεταλλευση για ψηφους εσκουζες η ορθοδοξια και τα λειψανα σου εχω πει και σε σενα καργια και στις αλλες καρακατσουλες ευπορων προαστειων ελληναρουδες ευρωπαιες μουστογριες καρακαξες 150 χρονια μωρή λινάτσα η αριστερα σου τι αλλο κανει απο το να εκμεταλλευεται τα προβληματα του εργατη και του φουκαρα ΓΙΑ ΨΗΦΑΛΑΚΙΑ? (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "μανούρεμα" είναι η φυσική κατάσταση κατά την οποία ο μανουρευτής(Φυσικό Πρόσωπο), καθυστερεί ή αργεί ή έχει στήσει τον μανουρεμένο(Φυσικό Πρόσωπο).

-Άντε ρε μαλακα, που είναι ο μαν ακόμα να 'ρθει;
- Με μανουρεύει ρε φίλε, γάμησε τα.

Συνήθως, η λέξη μανούρεμα, συνοδεύεται από το ουσιαστικό χαρακτηριστικό καΐλας, όπου ο μανουρεμένος χαρακτηρίζει έτσι τον μανουρευτή. Έτσι, ο μανουρευτής και το μανούρεμα αποκτούν πολλές φορές συνώνυμη έννοια με τις λέξεις καΐλας και καΐλεμα, αντίστοιχα.

-Ακόμα να έρθει ο καΐλας;
- Γάμησε τα ρε φίλε, με καϊλεύει, γάμα τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "ξεκουλάρω" <ξε+ cool + άρω> σημαίνει ξε-χαλαρώνω. Χρησιμοποιείται για την ανατροπή υπερβολικά "cool", χαλαρών καταστάσεων, προκειμένου να μπει ένα μέτρο, για την αποτροπή ακραίων καταστάσεων χαλαρότητας, που μπορεί να επιφέρουν ακόμη και το θάνατο.

1.Είσαι έξι μέρες μέσα στο σπίτι και μπαφιάζεις. Ξεκούλαρε λίγο, γιατί θα το κάψεις.
2. "Πάμε να κάνουμε μια παρτούζα, να πιούμε 10 ουίσκια, να ρουφήξουμε 3 κοκίτσες, να στανιάρουμε λιγάκι!" "Ξεκούλαρε ρε φίλε, εσύ πριν 2 μέρες ούτε τσιγάρο δεν έκανες"
3. "Γεια σου κούκλα! Και γαμώ τα βυζάκια έχεις! Θες να πάμε μία μέσα.." "Για ΞΕΚΟΥΛΑΡΕ λιγο"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

synonymous to "fascist". Χουντικός, φασίστας, λογοκριτής κλπ είναι τα συνώνυμα. Άλλως, εκείνος που θέλει να μας σώσει από τους συνειρμούς...

[Answer to my question by Zafiris Sideris. https://www.facebook.com/groups/570603632965945/permalink/1370578376301796/?comment_id=1370680116291622&reply_comment_id=1370784726281161&notif_t=group_comment_reply&notif_id=1461172789706343]

Σεξιστικό υπονοούμενο μέσω συνειρμών. Άρα λογοκρισία. Οι άνθρωποι είναι χουνταίοι, δυστυχώς δεν το γνωρίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λουσμενος,καργιολισμενος,λίγο μαλακας,κοιλιοδουλος,καθυστερας

Κοίτα τον Αλέκο δίπλα στην Κατερίνα

Που πάει έτσι μωρέ ο μποχλαδος

Got a better definition? Add it!

Published

Δυολεπτάκιας (ο, η)

Δυολεπτάκιας: Ατομο που διακόπτει την κυκλοφορία για χρόνο που συνήθως υπερβαίνει τα 2 λεπτά, αγνοόντας πλήρως τον ΚΟΚ και την παρακώλυση συγκοινωνιών (ειδικά το άρθρο 227 του Ποινικου κώδικα όταν μπλοκάρει λεωφορείο) , όπως και τις σχετικές προβλεπόμενες ποινές.

"-Ει! Που πα ρε φιλε και το μολάρεις μόστρα μπροστά στο μαγαζί; Ειναι "ορθοπαιδικά είδη" το μαγαζί, μπαίνοβγαίνουν καροτσάκια λεμεεεε! Είσαι και πάνω στην διάβαση! Βρεφονηπιακός σταθμός απο δίπλα! -Πως κάνεις έτσι, κύριος; Δυό λεπτάκια θα κάνω!"

Got a better definition? Add it!

Published