Selected tags

Κύρια ονόματα ανθρώπων, πρώτα ονόματα ή επίθετα, πραγματικά ή κατασκευασμένα, τα οποία έχουν καταλήξει να είναι συνώνυμα ενός τύπου ανθρώπου, μιας ιδιότητας, μιας κατάστασης κλπ

Further tags

Αυτός που έχει κάμποσες τρίχες στο στέρνο του και παραπάνω, ήτοι ερωτικό χαλί, το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη, γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ ένα πράμα. Πρόκειται για hommage στον (κατά πολλούς) γενάρχη του ελληνικού μπάσκετ Νίκο Γκάλη, του οποίου η θρυλική εϊτάδικη κίτρινη φανέλα (για τον Άρη μιλάμε όχι για βάζελους) άφηνε να φαίνεται το ερωτικό χαλί του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν ένα από τα μυστικά του Γκάλη στο σκοράρισμα, γιατί ο αντίπαλος αμυντικός σιχαινόταν να κάνει άμυνα. Σημειωτέον, ότι οι τρίχες του γκάλη που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι και ιδρωμένες.

Επίσης, είναι άτομο που θυμίζει πολύ τα ένδοξα έιτηζ, για τον οποίο βλ. τα λήμματα γκάλης κούπερ και εϊτίλα.

Πάσα: Vikar.

- Πιάσε τρίχα!... Είναι γκάλης ο μπούστης...

(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά κουρασμένος άνθρωπος, τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που μόλις βρει κρεβάτι θα πέσει όπως έπεσε ο Απόλλο στο Ρόκυ 4 μετά από τις μπουνιές του Ρώσου (βλ. βίντεο).

Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Απόλλο στη εν λόγω σκηνή έπεσε για κάποιο σκοπό και άρα σαν ήρωας, Απόλλο μπορεί να είναι και αυτός που παπαρ' ότι όλες οι πιθανότητες να πετύχει το σκοπό του είναι κατά του, συνεχίζει και το παλεύει μέχρι που τελικά χάνει και αυτός ηρωικά όπως ο Απόλλο.

  1. - Το βράδυ είμαστε για πολλά ε; Σε θέλω δυνατό...
    - Μπα δεν το 'χω ρε, είμαι Απόλλο, θέλω να ψοφήσω.

  2. - Κοίτα τον πούστη τον Άρη πως χώνεται σαν την αρκούδα σε όλες τις γκόμενες.
    - Ναι αλλά στο τέλος... Απόλλο.

(από notheitis, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος κωλόφαρδος γερμανός μας....

Ως σλανγκ, ο όρος ρεχάγκελ έχει τις δύο ακόλουθες σημασίες:

1) Του απελπιστικά κωλόφαρδου, αυτού που έχει άστρο, που κερδίζει το τζόκερ χωρίς να παίζει, κ.λ.π. Η εξήγηση περιττή.

2) Του οποιουδήποτε Γερμανού ή Γερμανίδας. Αυτό συμβαίνει διότι, πρώτον τα γερμανικά ονόματα είναι πολύ «ξένα» για εμάς (ηχητικά), που τείνουμε να τα πολτοποιούμε και να τα κατηγοριοποιούμε. Οπότε τα αντικαθιστούμε με το Ρεχάγκελ, που τον συμπαθούμε κιόλας. Παλαιότερα οτιδήποτε γερμανικό το λέγαμε «Χίτλερ». Βέβαια αυτό αναφερόταν στα αρνητικά, ενώ το ρεχάγκελ το χρησιμοποιούμε κυρίως με τη θετική έννοια.

  1. - Και σκάει μύτη ρε μαλάκα μύτη ο Μάκης, που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του, με μια αμαξάρα δώδεκα μέτρα....
    - Πού την βρήκε ρε μαλάκα;
    - Κληρονόμησε ρε μαλάκα έναν θείο, που ούτε που τον ήξερε ο ρεχάγκελ!!! Ξαφνικά τον ειδοποίησε ένας συμβολαιογράφος από την Κεφαλλονιά, ότι είναι ο μοναδικός κληρονόμος ενός μπάρμπα από το Αμέρικα. Ο οποίος λέει ήταν ο βασιλιάς της κέτσαπ!
    - Μπράβο του του κωλόφαρδου....

  2. - Καλά, μας έχουν πρήξει με την Μέρκελ και τους άλλους της siemens.

- Ναι κάθε μέρα βγαίνει ένας ρεχάγκελ στην τηλεόραση και μας λέει ότι σπαταλάμε λέει πολλά και θα μας κόψουν τους μισθούς κλπ... Θα μας κάνουν να βγάλουμε την Παπαρήγα πρωθυπουργό, έτσι που το πάνε.

(από Μάγιστρος, 10/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέκταση κλασικών χαρακτηρισμών όπως «τσου ρε Λάκη» ή «ίσα ρε». Εξαιρετικά υποτιμητική προσφώνηση.

- Πρόσεχε σε παρακαλώ πως μιλάς.
- Ίσα ρε... Λάκη... γλυκούλη...

Υφάρχουν και χειρότερα... (από nasos, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπερευαίσθητος και φοβάται να αναμιχθεί σε οποιαδήποτε ένταση (καλομαθημένος σκατοφλώρος). Η λέξη προέρχεται αρχικά από το ζεύγος Κλούβιου και Σουβλίτσας.

- Πάμε να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τα πλυντήρια;
- Είσαι σοβαρός; Θες να ιδρώσω και να χτυπήσω;
- Σιγά μωρή Σουβλίτσα. Μήπως θες να περιμένω να σου στεγνώσει το μανό;

Κλούβιος και Σουβλίτσα - ρετρό. (από poniroskylo, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και το νικ του δημοσιογράφου Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, επειδή η εκπομπή του ονομάζεται «Ζούγκλα». Και λέγεται για τέτοιους δημοσιογράφους με κρυφές κάμερες κτλ.

Για να δούμε, τι τράβηξε πάλι με την κρυφή του κάμερα ο Ταρζάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, αυτός που πιστεύει ότι είναι ο θεός της μπάλας, ότι παίζει φοβερό ποδόσφαιρο. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το «Μαραντόνα» ή το «Ζιζού» (ή και οποιοδήποτε όνομα κορυφαίου ποδοσφαιριστή).

- Καλά, χθες που πήγαμε για 5x5, έβαλα ένα γκολ γαμάτο! Πέρασα 3 αμυντικούς και πριν καλά καλά καταλάβει τίποτα ο τερματοφύλακας, το κάρφωσα στη γωνία!
- Σώπα ρε Πελέ, και τι έχει να λέει αυτό... εγώ έχω βάλει καλύτερα γκολ.

Βλ. και σχετικά λήμματα: άμπαλος, ο και Ampalinho (Αμπαλίνιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που είναι περιθωριοποιημένος από τον κόσμο και εργάζεται εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από στοίβες χαρτιά και βιβλία. Αυτός ο όρος προέρχεται από τον ρόλο του συμβολαιογράφου Τάπα, που έπαιξε σε παλιό ελληνικό ασπρόμαυρο σήριαλ ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Το έργο αναφερόταν στην Κεφαλλονιά του 19ου αιώνα.

- Ρε Τάπα, βγες και λίγο έξω από το σπίτι, θα σκουριάσεις εδώ μέσα. Αχ και να είχα τα νιάτα σου...

Ο Ψάλτης στο σήριαλ Συμβολαιογράφος (από GATZMAN, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης ολκής. Ο όρος επικράτησε από την ερμηνεία του Δήμου Σταρένιου στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου υποδύθηκε τον ρόλο του τσιγκούνη γερο-Λαδά.

- Ρε Σταρένιο, 80 χρονών είσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχεις... Ζήσε λίγο τη ζωή σου. Μαζεύεις, μαζεύεις... Μαζί σου θα τα πάρεις;

ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος (1905-1983) (από allivegp, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified