Σε αναφορά προς την Μεσσηνjία, είναι τα τρία κακά του κόσμου, δηλαδή: Μαφία, Μασονjία, Μεσσηνjία. Η έκφραση περιγράφει την συνήθεια των Μεσσηνjίων για μεσσηνjιακό παραγοντιλjίκι και lobbying.

- Καλά πώς πήρε το τριχίλιαρο χωρίς νά 'χει καεί το χωράφι του; - 3Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μούφα, η μαϊμού, το ντεμέκ.

Ως γνωστόν οι ονομαζόμενοι Βλάχοι αυτοαποκαλούνται Armani, έτσι λοιπόν στα βλάχικα το λήμμα σημαίνει κυριολεκτικά από το εμπόριο/μαγαζί (τα βλάχικα βρίθουν ελληνικών δανείων) των Βλάχων.

Δεδομένου ότι και ιστορικά πολλοί Βλάχοι διεκρίθησαν ως έμποροι (σε Βιέννη, Τεργέστη, Οδησσό κτλ.) από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, το λήμμα αποκτά και μία ιστορική υπόσταση.

Τώρα, για το πραγματικό Emporio Armani μην γλείφεστε οι έχοντες, και το Γιωργιό μάλλον θκο μας παιδί ήτανε (ναι, αλλά τίνος;)

Συναφή: Artisti Gargaliani, Χαρμάνι, Μπιτσιάνι

- Εεε ι ααα, α; (=άτσα κουστουμιά ο ανάπηρος!)
- Αρι χαμένε, Emporio d' Armani είν΄δεν το τράς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρόθος από τη δυτική και την ανατολική Κρήτη αντίστοιχα.

- Τά 'μαθες; Οι Βησιγρόθοι και οι Οστρογρόθοι δικηγόροι έχουνε βάλει μεγάλο καυγά για το Εφετείο Κρήτης.
- Πιάσ' τον ένα, χτύπα τ' αλλουνού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το glitter που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη ή και αλλού για να προσδώσει λάμψη (σημαίνει λάμψη στα αγγλικά) προφέρεται γκλjίτερ με χαρακτηριστική πελοποννjησιακή προφορά για μεγαλjύτερο χαβαλέ.

Βλ. και «Αντζελjίνα Τζόλjι», «η αλjήθεια αλjήθεια», μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee κ.ο.κ. (λήμμα γραμμένο από προσωπική εμπειρία).

- Ου να μου χαθείς, που μου θες και γκλjίτερ! Έχεις δει τη μούρη σου στο facebook;

(από Khan, 24/07/13)Επανάληψη στο ορθό χρώμα! (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα παλαιό λολοπαίγνιο για το αυτοκίνητο.

Πρόκειται μάλλον για σκόπιμο μποστικό βαρβαρισμό, κατά τα ελεωφορείο, αρκούδως, ιπποδήλατο, υγρόν αγόραζε, βραδυόφωνο, τουλάστιχον, ανθηρόστομος, λουκλάνικο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων (βλ. πιχί εδώ). Κατά άλλους, αποτελεί τοπικό ιδιωματισμό νίντζα (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

- εχω κι εγω εφτακινητο...αμε.... ενα AX GTi 1.4 multipoint....το εν ελλαδι le mans....τρεχει πολυ....ειναι καλο...ειμαι και ομορφο αγορι...ναι...
(εδώ)

- Μετά από μερικές μέρες έδεσα το τρέϊλερ με το φουσκωτό στο εφτακίνητο και μετά από 2-3 ώρες βρεθήκαμε στην Αίγινα.
(εκεί)

- Κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου, ο στρατός είχε διανοίξει προχείρους οδεύσεις διά την κίνησιν των οχημάτων μέχρι και των πλέον αποκρήμνων κορυφών. Εις κάποιο ορεινόν χωρίον του Γράμμου, έφθασε μίαν ημέραν μία μικρά φάλαγξ οχημάτων, την οποίαν περιεκύκλωσαν οι ολίγοι κάτοικοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Μερικαί εκ των γυναικών δεν είχον ιδεί εις την ζωήν των αυτοκίνητον και ίσως ήκουον και την λέξιν διά πρώτην φοράν. Μία εξ αυτών το είπε: «εφτακίνητο» (διά την ακρίβειαν «ιφτακίντου»). Η λαϊκή γλώσσα δεν έχει λέξιν με πρώτον συνθετικόν την αντωνυμίαν «αυτός», ενώ έχει λέξεις με πρώτον συνθετικόν το «εφτά». Η αγράμματος λοιπόν αυτή γραία δεν συνέλαβε καλώς την λέξιν, δεν εγνώριζε βεβαίως την ετυμολογίαν την και ενόμισεν ότι κάπως πρέπει να ομοιάζη με λέξεις τας οποίας εγνώριζεν. Οι «πιτσιρίκοι», οι οποίοι ήδη είχον αναμιχθή με τους στρατιώτας και συνέλαβον ορθώς την λέξιν, ήρχισαν να την πειράζουν: «Μωρέ θειά, δεν του λιέν ιφτακίντου, αλλά αυτουκίντου». Τελικώς το είπε και αυτή: αυτουκίντου.
(παπαραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεϊσμός που δηλώνει το πόσο μεγάλο πέος έχει ένας αρειανός... Λογοπαίγνιο που πηγάζει από το «κίτρινη κάρτα».

Και ναι κύριε... πάρε την κίτρινη κάρφα σ'!

Υπάρχει ζωή στον Αρη ! (από GATZMAN, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.

Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.

Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου. - Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified