Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αλλιώς το «μου την σπάει», «με χαλλλάει», «μου την δίνει». Να μην συγχέεται με το τα σπάει.

  2. Πηγαίνω σε spa. Δηλαδή σλανγκισμός του ίδιου στυλ με το πιλατεύομαι.

Δ.Π.: Χανκ.

- Τι κάνει η Νίκη;
- Τον τελευταίο καιρό έχει σπαστεί άσχημα με τα χουνέρια που της κάνει ο άντρας της και σπάζεται για να ρηλαξάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε ειρωνικά αντί της έκφρασης «με συγχωρείτε», προσποιούμενοι επί πλέον πως δεν ξέρουμε να το πούμε σωστά και πως νομίζουμε ότι επόμενο είναι η έκφραση να πάει κατά το «συγνώμη».

Βλ. και συγχεστήρια, πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά.

- Με συγνωμείς, αλλά δεν κατάλαβα γρι απ' όσα μου είπες. Για σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο που λεγόταν κατά κόρον τις προηγούμενες 2-3 δεκαετίες, τότε που σκάσαν τα πρώτα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα νησιά, μικρά, άθλια, ζεστά, υγρά, που ήταν θαύμα το ότι είχαν τουαλέτα. Έτσι λοιπόν, την πινακίδα που έλεγε ROOMS TO LET και που την συναντούσαμε όπου (ή που κραδαινόταν στα χέρια κάποιου ζήτουλα ντόπιου πάνω που βγαίναμε από το πλοίο) την παραφράζαμε ως ROOMS TOILET, καθότι το Ι, παρόλο που δεν γράφεται, είναι σα να το βλέπεις.

Η έκφραση έχει μείνει μέχρι τα τώρα για τους παλιούς, για τους δε νέους δεν λέει μάλλον τίποτα, δεν αποτελεί ούτε καν μπαμπαδισμό.

Τι λες, να κλείσουμε από πριν, ή να κατέβουμε στο νησί και να κάνουμε μια γύρα για κανα ROOMS TOILET του γούστου μας;

Βλ. και ρουμλετάς, ρεντεκάρος και ρεντρούμης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ολ τάιμ κλάσσικ κατα τα σέβεντις και την ένδοξη δεκαετία, που ακουγόταν στα ουφάδικα και τα ποδοσφαιράκια όταν γίνονται ομηρικές μάχες μεταξύ δύο παικτών ποδοσφαιραq ή τριμπάλου μπιλιάρδου (Γαλλικού).

Στις περιπτώσεις αυτές πλήρωνε μόνον όποιος έχανε και ποτέ ο νικητής. Έτσι μετά από κάθε σετ του παιχνιδιού, ο νικητής με περισσή περηφάνια και με στεντόρια φωνή, και καλούα μονολογούσε: «ο χάνων χύνει».

Υστεριόγραφο: Ολόκληρη η έκφραση ως πρωτοσλανγκίζουσα ήταν: «Ο χάνων χύνει μέταλλο» (κοσάρι). Αφ' ης στιγμής όμως αντικειμενικοποιήθηκε ως αυτόνομος σλανγκισμός, κόπηκε το «μέταλλο» ως ευκόλως εννοούμενον.

- Ρε πστ τι κωλοφαρδία έχεις σήμερα; Κόντρα στο μπανιστήρι και μέσα;
- Χα χα, θα σου περάσει, ο χάνων χύνει!

το μέταλλο (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια γείωση. Απάντηση στο: - Ορίστε;

- Ορίστε; - Τον κώλο μου μυρίστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός σλανγιωτατισμός τση εκφράσεως κάνω την πάπια.

Ορισμένοι μπαμπάδες νέας κοπής το εκφέρουν συνεκδοχικά κι όταν αι θυγατέραι των (ή, Θεός φυλάξοι, οι υιοί των) βγάζουν σέλφι με ντάκφεϊς.

Εναλλακτικά, όταν κάποιος καγκουρόσαυρος κάνει μοντιφιές στην Nissan του.

Αγραμματιστί: ποιώ την νήσσαν.

Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).

Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.

Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).

Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).

Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.

Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.

Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.

Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…

(Χότζας, εδώ)

Ένα από τα περίφημα ντακ-φέισιζ της Σώτης Τριανταφύλλου. (από Khan, 10/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του «μπέρδεψα τη γλώσσα μου», με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Το ουσιαστικό / αντικείμενο γίνεται ρήμα (γλώσσα > γλώσσεψα) και το ρήμα μετατρέπεται σε ουσιαστικό (μπέρδεψα > μπέρδα) και παίρνει θέση αντικειμένου στην πρόταση.

  1. Έτσι τονίζονται πιο εμφανώς τα λεκτικά λάθη στον προφορικό λόγο, όταν αλλοιώνουμε την εκφορά ή τον γραμματικό τύπο μιας σχετικά δυσπρόφερτης λέξης. Ή αλλοιώνουμε όλη την πρόταση, λόγω της βιασύνης να πούμε κάτι. Κοινώς, τα κάνουμε κουλουβάχατα. Έχει και το στοιχείο της «γλώσσας λανθάνουσας», βέβαια.

Απαντάται στις εφηβικές-νεανικές ηλικίες, όπου η γλώσσα / εκφραστικότητα δεν έχει φτάσει στην ωριμότητά της (αυτό γίνεται μετά τα 22 χρόνια και συνεχίζει ισόβια. Στα γερατειά, βέβαια, έχουμε άλλα προβλήματα…).

Το σκεπτικό της χρήσης του: «Γλώσσεψα την μπέρδα μου» είναι ότι είμαι σε θέση να πειραματίζομαι με την γλώσσα μου (ελληνικά), το οποίο μου δίνει ικανοποίηση / αυτοπεποίθηση.

Το θέμα είναι όμως, ότι με το να προκαταλαμβάνουμε τον συνομιλητή με την υπερβολική αντίδραση που συνάδει το «γλώσσεψα την μπέρδα μου», η επικοινωνία διακόπτεται. Ο άλλος δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει.

Λέγεται επίσης:

  1. Όταν αντιμετωπίζουμε μια άγνωστη και δυσπρόφερτη λέξη ή πρόταση ή γλωσσοδέτη, όπου πραγματικά κουραζόμαστε μέχρι να την προφέρουμε σωστά.

  2. Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στα λάθη πληκτρολόγησης.

  1. Γύρισα στη φίλη μου για να τη ρωτήσω τι παπούτσια πάνε με φούστα, αλλά γλώσσεψα την μπέρδα μου και φαντάζεστε! Τη ρώτησα «Τι φαστούνια πάνε με την π... τσα ...
    (= λεκτικό μπέρδεμα και φανέρωμα των σκέψεων του ομιλητή, δηλ. γλώσσα λανθάνουσα)

  2. - Αλλά, βρε συ, πιο ευκολοδιάβαστο όνομα δε μπορούσες να βρεις από το kirighdrai... εδώ και ώρα δε βγάζω άκρη... γλώσσεψα τη μπέρδα μου. (=γλωσσοδέτης)

  3. - Ωπαία τα λες! (=αντί: Ωραία τα λες!, λάθος πληκτρολόγηση)
    - Ουπς, γλώσσεψα την μπέρδα μου.

βλ. και χασίστες και φουντικοί, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... όπου εδώ, χμ, δεν είναι η γενική πληθυντικού της λέξης ποτό, είναι ένα θαρραλέο γλωσσικό άλμα κατά το οποίο κλίνεται το αδιαμφισβήτητα άκλιτο ως επίρρημα ποτέ. Αυτό γίνεται για να τονιστεί όσο δεν πάει άλλο το απίθανο και το αδύνατο της υπόθεσης για την οποία μιλάμε. Πρόκειται λοιπόν για κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ μα ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποθέτω μπορεί να μεταφραστεί και στα αγγλικά ως never of the drinks.

- Xα! τώρα με την οικονομική κρίση θα χορέψει καλά ο Κ.
- Τελέρε, αυτός;! Μη χαίρεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση! Που κραχ να γίνει, αυτός δεν θα μείνει στον δρόμο ποτέ των ποτών, είσαι καλά;

Δες και στο τσακ του τσακός, ποτέ μην πεις ποτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified