Ο υστερικός χιπστεράς.

Συναντώνται και οι δύο τύποι, χιπστερικός και χιπυστερικός. Το χιπστερικός είναι πιο ευσύνοπτο, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι αρκετά διαφανές το λολοπαίγνιο και για αυτό ορισμένοι προτιμούν το χιπυστερικός σε μια λογική το καταλάβατε ή να κάνω και κακά; Το τελευταίο άλλωστε θυμίζει λίγο και τους hippies που 'ν'ν' κακό γιατί με τον όρο θίγεται ενίοτε μια ορισμένη χίπυ αφέλεια, όπως λ.χ. ορισμένες άκαπνες μορφές διαμαρτυρίας και ακτιβισμού. Από την άλλη, το χιπστερικός μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο σχετικό με τους χίπστερζ, ακόμη και άσχετα από το λολοπαίγνιο με την υστερία.

Όπως αναλύουμε στο λήμμα χιπστέρι, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει **αυθεντικός χίπστερ* ως κανονιστική έννοια ορίζοντος. Χίπστερ γίνεσαι πέφτοντας από το indie προς το μέινστριμ ή αναπτύσσοντας διάφορα επιμέρους χιπστερότροπα χαρακτηριστικά σε ένα αχαρτογράφητο σύνολο. Εκεί όμως μπορεί να διακριθεί -όχι ο *αυθεντικός χίπστερ, αλλά ο ας πούμε- κουλ χίπστερ από τον χιπστερικό. Ο κουλ χίπστερ είναι αυτός που του βγαίνουν οιονεί αυθόρμητα τα χιπστερότροπα χαρακτηριστικά. Λ.χ. έχει ήδη ένα πολύ αρμονικό χρωματικά και σχεδιαστικά λουκ και προσθέτοντας μια-δυο-τρεις χίπστερ πινελιές, ήρθε κι έδεσε. Ή, ας πούμε, δεν πιέζεται υπερβολικά για να του βγει η σπρετσατούρα, αλλά είναι σχεδόν ένα αυθόρμητο λάθος.

Στους αντίποδες, ο χιπστερικός είναι αυτός που ξεκινάει α πριόρι από την θέληση να γίνει χίπστερ, κάτι που υποτίθεται ότι αντίκειται στο πνεύμα του (μη-)κινήματος. Στην πλέον εμετική μορφή του, διαβάζει οδηγούς χιπστεροσύνης, κάτι τουλάχιστον εξίσου αντιφατικό και ξενερουά με τους οδηγούς για να καταλάβεις την σκέψη του Ντεριντά. Στην κάπως πιο ψαγμένη εκδοχή, ο χιπστερικός αναζητεί εναγωνίως το Ε.Μ.Π. Όχι, δεν πρόκειται για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά για το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα, το The Next Big Thing, που λέμε και στους χιπστεροδρόμους. Ήτοι, ενώ ο κουλ χιπστεράς είχε βρει το κουλ before it was cool, και πλέον αναπαύεται έν τινι μέτρω στις δάφνες του, ο χιπστερικός έχει μια διαρκή κωλοκαούρα να βρει τώρα αυτό που θα είναι κουλ αύριο, ώστε να κατευθυνθεί νομαδικά προς τα εκεί πριν πάνε οι άλλοι. Λ.χ. όταν το Γκαζοχώρι έγινε κουλ αναβαθμίζοντας τις γκαζοχωρίτισσες, ο χιπστερικός δεν ικανοποιήθηκε αλλά έψαξε την επόμενη υποβαθμισμένη περιοχή προς αναβάθμιση λ.χ. το Μετάξι. Τώρα που και το Μετάξι παρουσιάζει σημεία μεταξύ εντεχνοποίησης, ψαγμενιάς και χιπστεροποίησης, θα πρέπει να βρεθεί μια νέα υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας για τον αδηφάγο χιπστερικό, την οποία ως μη χιπστερειδικός αδυνατώ να εντοπίσω.

Πολλές γιαλόμες, ωστόσο, θεωρούν ότι η διάκριση μεταξύ κουλ χιπστερά και χιπστερικού είναι άλλο ένα καταστατικό ψεύδος και ότι ο χιπστεράς είναι εξ ορισμού χιπστερικός. Η εικόνα του κουλ τύπου που του ξεχειλίζει η χιπστεροσύνη από τα μπατζάκια είναι ένας αφελής μύθος, όπως λ.χ. αυτός της ευτυχούς πόρνης, που εκπορνεύεται από αγάπη για το σεξ, ή του ευγενούς αγρίου, που είναι αριστοκράτης μέσα στη ζούγκλα. Στην πραγματικότητα, το να είσαι χίπστερ σημαίνει ένα ανελέητο κυνήγι με πολύ μεγάλο ανταγωνισμό για να βρεις το Ε.Μ.Π., και ωσεκτουτού η χιπστερία είναι εγγενής στον χιπστερισμό. Άλλοτε πάλι, υστερικοί χρησιμοποιούν την χιπστεροσύνη για να καλύψουν τα σημάδια της υστερίας τους, ή και για να τρέψουν την ειλικρινή υστερία τους σε ειρωνική. Για τους περισσότερο φαλλογοκεντρικούς δε, η χιπστερία συνδέεται με τον μετροσεξουαλισμό των χίπστερζ.

Συναφώς, η χιπστερία μπορεί να πάρει την μορφή εξαντλητικής δίαιτας με την οποία (ένας άντρας κυρίως) προσπαθεί να πετύχει το πολυπόθητο ανορεξικό λουκ. Αντιστρόφως, χιπστερία μπορεί να διαγνωσθεί σε γυναίκες, οι οποίες τρώνε βουλιμικά προκειμένου να πετύχουν επί τούτου το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας ή την ζουζουνισάνς χιπστερομπεμπέκας. Σε άλλη περίπτωση χιπστερίας, μια κατά τα άλλα τίμια και ηθική κοπέλα θα προσπαθήσει να αποκτήσει faux πουτανέ χαρακτηριστικά.

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η υπερβολή της χιπστερίας έχει οδηγήσει στην Ελλάδα και στο αντίστροφο φαινόμενο υβριδικών σχηματισμών που συνδέουν χιπστερότροπα χαρακτηριστικά με πιο παραδοσιακές ετεροκανονιστικές αντιλήψεις για την δέουσα αρρενωπότητα. Αυτό άλλοτε γίνεται από αδυναμία, άλλοτε από άποψη, άλλοτε κι από τα δύο, έχουμε πάντως σε κάθε περίπτωση χίπστερ λεξιπλασίες, όπως:

- Ο καγκουροχίπστερ: ο ναρκισσευόμενος ποζεροχίπστερ, που στην επίδειξή του δεν έχει ξεπεράσει την καταγωγική του καγκουριά οπότε επιβιώνουν σ' αυτόν στοιχεία κάγκουρα.

- Ο βλαχοχίπστερ: διάδοχος του βλαχοκυριλέ της μεταπολίτευσης και συγγενής προς τον βλαχοφιλελέ της μετα-μεταπολίτευσης, πρόκειται για τον όψιμο χιπστερά της ενδεκάτης ώρας που αδυνατεί να κρύψει το κωστοπούλειο παρελθόν του.

- Ο χιπστερογαμπρός: χιπστεράς που διατηρεί αρρενωπά χαρακτηριστικά υπό την πρόφαση της ειρωνείας. Οι χιπστερογαμπροί φέρουν συχνά ειρωνικό μούσι, το οποίο ενώ αρχικά υποτίθεται ότι θα αποτελούσε μια ειρωνεία για τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια (βλ. λήμμα χιπστέρι), εντέλει χρησιμοποιείται ως πρόφαση από τους χιπστερογαμπρούς για να επιδείξουν την σχεδόν μάτσο αρρενωπότητά τους. Ορισμένοι χιπστερογαμπροί φέρνουν επικίνδυνα σε ειρωνικό χρυσαύγουλο καθώς τα διάφορα ειρωνικά μούσια τους δεν διαφέρουν και τόοοσο από τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια Χρυσαβγιτών, όπως λ.χ. του Γιάννη Λαγού.

Τον όρο κλαρινοχίπστερ δεν τον έχω συναντήσει ακόμη, αλλά τον προτείνω μήπως και γίνει το επόμενο Ε.Μ.Π. στην Ελλάδα, ενώ το ποζεροχίπστερ αποτελεί μια περιττολογία καθώς κάθε χίπστερ είναι οπωσδήποτε και ποζέρι. Επίκαιρη λεξιπλασία είναι και το χιπστερόδεντρο για τα δέντρα που έχουν υποστεί yarn bombing. Τέλος, συνήθης στην διεθνή χιπστερολογία είναι η οικειοποίηση εμβληματικών μορφών του παρελθόντος ή του παρόντος από το χίπστερ (μη-)κίνημα, με αποτέλεσμα ορισμένα μπανεύκολα λολαδερά υβρίδια όπως ο Adolf Hipster, o Χιπστεροκλής, η Hipster Merkel κ.ο.κ. (βλ. μήδια).

1.Ο χιπστερικός κουλτουριάρης ακούει ακριβώς ότι μας χαρίζει η μόδα της εποχής, το θεωρεί βαριά ποιότητα, πληρώνει μέχρι και εισιτήρια για να δει το συγκρότημα/ τον καλλιτέχνη σε άλλη χώρα. Το είδος της μουσικής που ακούει είναι indie pop/rock, alternative pop/rock και γενικά είναι φευγάτο. Δεν είναι απαραίτητα όλοι οι λάτρεις αυτού του είδους μουσικής ΚΓ. ΚΓ κατηγοριοποιείται ο ακραίος θαυμαστής, αυτός που θα χτυπήσει tattoo τους στίχους από ένα τέτοιο τραγούδι, αυτός που θα σου τα πρήξει μέχρι να βάλεις τα ακουστικά από το iPhone του και να ακούσεις την τελευταία του ανακάλυψη (ή μάλλον ανακάλυψη της Lifo, την οποία διαβάζει). Αν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς, τότε ο χιπστεράς σου λέει ότι απλά «Δεν έχεις γούστο» και συνεχίζει να σου τα πρήζει με το τραγούδι μέχρι να σου γίνει εμμονή.

2. Διαμαρτυρία χιπ-(υ)στερικών στον αγνωστο επειδή δεν φτηναίνουν τα αιφον. Πσόφος, λέμε

3. Είς πανικόβλητος χιπστερικός νεανίας, εκβαίνων εκ Στάρμπακος τινός, κραδαίνων άιπαντ στην δεξιά, επιβεβαίωσε τους φόβους ημών ότι εισήλθαμεν εν ντέιντζερ ζόουν.

4. Αν πάλι το καλοσκεφτείς, η επιδειξιομανία του καγκουροχιπστερ ποζερά που ανεβάζει στα σόσιαλ μίντια κοντινά του φρεσκοχρησιμοποιημένου του κωλόχαρτου και διαφημίζει στα τρέντυ φιλαράκια του τη γεωγραφική του θέση από το δορυφόρο για να κάνουν σχόλια από τα σμάρτφόουν τους αν και είναι όλοι μαζί στο ίδιο νησί για διακοπές, καθιστά την εξάπλωση σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης σχεδόν άχρηστα.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες υποστηρικτών Πέτρου Τατσόπουλου: Οι ατάλαντοι καθεστωτικοί παραλογοτέχνες και οι φιλελέ καγκουροχίπστερ μπλόγκερ. (Από το Φέισμπουκ)

6. Όχι ρε παιδιά. Μη μας χαλάτε τους μικρούς μας παράδεισους. Θα πλακώσουν όλοι οι βλαχοχίπστερ (και βλαχοφλανέρ) και θα μας τραβάνε φωτογραφίες με τα αιφόουν και το ίσταγκραμ την ώρα που πίνουμε το(τα) ποτάκι(α) μας, καπνίζουμε τα τσιγάρα μας και ακούμε τις ωραίες μουσικές μας.

  1. Καποτε σε παρεα βλαχοχιπστερ εξομολογηθηκα οτι παω στην παραλια χωρις να ξυρισω γαμπα και στερνο. Ενας σχεδον εκανε εμετο. (Από το Φέισμπουκ)
Hipster Merkel. Έκανε ρόμβους μπιφόρ ιτ γουόζ κουλ (από Khan, 27/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.

-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!

Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. (από Vrastaman, 31/07/08)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το Γαλλικό faux bijoux το οποίο και σημαίνει ψευδοκόσμημα.

Κρατώντας την λέξη faux που σημαίνει ψεύτικος, συμπληρώνουμε την λέξη vijoux (αλλάζοντας στην ουσία το πρώτο γράμμα της λέξης bijoux, έτσι ώστε να εξυπηρετεί ηχητικά) και η οποία προφέρεται βιζού, παραπέμποντας στο βυζί-βυζιά.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποια γυναίκα έχει ψεύτικο στήθος από σιλικόνη.

- Κοίτα ρε Ξενοφώντα κάτι βυζόμπαλα που έχει το μωρό στο ταμείο!!!
- Τι να δώ ρε μαλάκα; Αυτή είναι faux vijoux!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πέρα από την πρωταρχική σημασία του που αναφέρεται στο φατσοβιβλίο, μπορεί εύλογα να σλανγκιστεί και ως επιτατικό συνώνυμο του μπουκάκι.

Στα αμερικλάνικα Facebukkake σημαίνει τον καταιγισμό ντιριντάχτα ιδεών, ή υπερβολικά ναρκισσιστικών φωτογραφιών, δίκην μαζικής εκσπερμάτισης/ μαλακίας μέσω του Facebook. Μία από τις επιμέρους μορφές Facebukkake είναι όταν, αφού χωρίσεις, «λούζεις» τον μακαρίτη/ μακαρίτισσα με υπερβολικό αριθμό φωτογραφιών του πόσο σούπερ τέλεια περνάς με το νέο σου γκόμενο/ γκόμενα. Γενικότερα, όταν επιμένεις να ποστάρεις αυτοαναφορικές μαλακίες, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο παρά μόνο την αυτοαπορρόφησή σου. Craborg

Ανυποψίαστος Σλάνγκος: Μάγκες, έχω κλείσει ραντεβού σήμερα με ένα τρελό πιπίνι φεϊσμπουκάκι, την γνώρισα στο φατσοβιβλίο, (πολύ καυτές φωτογραφίες), και τώρα είπαμε να συναντηθούμε, αλλά θα φέρει και κάποιους φίλους της.
Μυημένοι Σλάνγκοι: Χα χα χα! Μ.Α.Ο.!
Α.Σ.: Γιατί γελάτε ρε παιδιά, είπα κάτι αστείο;

(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.

Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.

- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

New moon - νιου μουν: Έτσι ονομάζεται κάθε άντρας (συνήθως νεαρής ηλικίας), που μαγνητίζει τα βλέμματα των γυναικών με την εκθαμβωτική ομορφιά του.

Ένας άντρας για να θεωρηθεί νιού μουν πρέπει να τηρεί κάποιες προϋποθέσεις, όπως π.χ. να έχει τέλειο σώμα, καλοσχηματισμένους κοιλιακούς, να ντύνεται ωραία και να έχει δικό του προσωπικό στυλ. Επίσης, σπουδαίο ρόλο παίζει το να έχει ωραίο πισινό.

Το νιού μουν έρχεται πρώτο στην κατηγορία σέξι ανδρών. Συγκεκριμένα, υπάρχει το μουν (που είναι ο μέσος άνδρας), το νιού μουν και το φουλ μουν (που είναι το απόλυτο αρσενικό καθώς σπάνια συναντάται στη καθημερινή ζωή).

O χαρακτηρισμός των ανδρών ως νιού μουν είναι εμπνευσμένος από την ταινία Twilight και συγκεκριμένα από τον Jacob Black (Taylor Lautner) που θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή new νιού μούν-αρος από συγκεκριμένη ομάδα γυναικών.

- Χτες πέρασε ένα new moon από δίπλα μου.

- Είδα τον Κώστα μετά από πολύ καιρό και ομολογώ πως έχει γίνει new moon.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει γυναίκα με προικισμένα σκέλια.

Έχει διττή σημασία καθώς προέρχεται από συνδυασμό δυο εννοιών:
α) από τις λέξεις μπούτι- και -full, τονίζοντας το μέγεθος των μπουτιών, και
β) από την αγγλική λέξη beautiful.

Πρωτοακούστηκε από τον κριτή της Α. Πάνια, καταξιωμένο Τζόνυ Βαβούρα, στη γνωστή νυκτερινή εκπομπή της με αφιέρωμα «καλλιστεία για sexy άτομα».

- Το βασικό ατού του κορμιού της είναι ασυζητητή το στήθος της.
- Τι λες ρε ξενέρωτε. Δε πρόσεξες καν πόσο μπούτιφουλ είναι

Γιουρ μπούτιφουλ ιτς τρου (από Khan, 26/08/10)(από Khan, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε να ποστάρω κι εγώ ένα ακατάλληλο.

Μπατ Μουν είναι το αιδοίο νυχτερίδα (Μπατ Μαν). Αυτό που έχει πολύ ανεπτυγμένα τα 'χείλάκια' του και μερικές φορές αυτά ανοίγοντας ακουμπάνε στο εσωτερικό των μηρών δίνοντας την εντύπωση νυχτερίδας.

- Πώς πήγες με την Τάνια;
- Περάσαμε τέλεια, έχει απίστευτο Μπατ Μουν.

"Έτσι, όπως το λέει ο Northwind είναι. Θέλετε να το δείτε;" (από Khan, 20/03/13)(από σφυρίζων, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified