Further tags

Μιλάμε για «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», όταν χρήμα που έχει προέλθει από παράνομες και «βρώμικες» δραστηριότητες, όπως πορνεία, trafficking, ναρκωτικά, παράνομο εμπόριο όπλων κ.ά., ξαναμπαίνει στη νόμιμη ροή των συναλλαγών με κόλπα, όπως και καλούα φιλανθρωπικές οργανώσεις, δωρεές, διάφορα προγράμματα κ.ά.

Μιλάμε για «ξέπλυμα βρώμικου λήμματος», όταν:
Ένα βρώμικο λήμμα, που αποτελεί αισχρό αποκύημα των αρρωστημένων σλανγκικών ορέξεων ενός Σλάνγκου Δράκου, δεν τολμάει ο Σλάνγκος να το ανεβάσει με την δική του υπογραφή, επειδή είναι αστροφονιάς, που πάσχει από αστρολαγνεία και δεν θέλει να χαλάσει την βαθμολογία του. Οπότε σκέφτεται μέσα του: «Ας το ανεβάσω στο Δημόσιο Πρόχειρο, όλο και κάποιος μαλ..., εμ καβουροσλανγκόσαυρος θα βρεθεί να το αναρτήσει». Τα βρώμικα λήμματα είναι συνήθως αυτοαναφορικά που από την πολλή αυτοαναφορικότητα έχουν καταντήσει αυτοερωτικά, σαχλεπίσαχλοι παπαρολογισμοί, φράσεις με πέντε αράδες, ακραίες λεξιπλασίες και άλλες σλανγκικές αρρώστιες, που προκαλούν αιδώ στον Σλάνγκο να τις χρεωθεί ο ίδιος. Αλλά απ' την άλλη, θέλει να κάνει το κομμάτι του, κι έτσι χρησιμοποιεί το Δημόσιο Πρόχειρο ως σκουπιδότοπο σλανγκενεργών καταλοίπων, με τον ίδιο τρόπο που οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν χώρες για να πετάξουν τα ληγμένα ραδιενεργά τους. Και, όπως το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» γίνεται μέσω αγαθών (pun intended) φιλανθρωπικών οργανώσεων, έτσι το ξέπλυμα βρώμικου λήμματος γίνεται με μεσάζοντες καλοπροαίρετους καβουροσλανγκόσαυρους, οι οποίοι καλή τη προθέσει πιστεύουν ότι επιτελούν σλανγκάρεστο έργο, ενώ στην πραγματικότητα απλώς διαδίδουν την ανωμαλία του κάθε αδίστακτου Σλάνγκου. Και, όπως στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, οδηγούμαστε τελικά σε μια εξάρτηση της «κανονικής» οικονομίας από την παράνομη τοιαύτη, έτσι και με το «ξέπλυμα βρώμικου λήμματος», τα βρώμικα λήμματα «καθαρίζονται» και παίζουν πλέον σημαντικό ρόλο στο σλανγκικό στερέωμα.

Το χαρακτηριστικό είναι ότι λήμματα με εμφανείς αδυναμίες, που υπό άλλες προϋποθέσεις θα είχαν κουλουριαστεί, αν προέρχονται από το Δημόσιο Πρόχειρο αστράφτουν, καθώς ο σλανγκασίσταντ νιώθει την ηθική υποχρέωση να δεκαστερίσει το δικό του παιδί, ακόμη κι αν πρόκειται για Φρανκενστάιν. Κάτι κι η επιδοκιμασία για το κουράγιο του καβουροσλανγκόσαυρου, που έκανε την βρώμικη δουλειά, τελικά τα βρώμικα λήμματα φιγουράρουν και πρώτη μούρη στο Καβούρι από πάνω.

-Καλά είναι δυνατόν ο Σλανγκίδης να βρίσκεται στην κορυφή της βαθμολογίας με τέτοια λήμματα;!
-Έχουμε να κάνουμε με ξέπλυμα βρώμικου λήμματος! Κλασική περίπτωση! Απ' το Δημόσιο Πρόχειρο όλα τα λήμματά του κι αυτοί που τον άστραψαν είναι οι πραγματικοί πατεράδες των μπάσταρδων λημμάτων.

Πρασινο καβουροσάπουνο για ξέπλυμα βρώμικων λημμάτων (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «συμπληρώματα διατροφής» είναι συμπληρώσεις της διατροφής με ειδικές ουσίες, προκειμένου να γίνει κάποιος σφίχτερμαν, σβάρτσος κ.τ.ό. Ορισμένες από αυτές τις ουσίες είναι παράνομες και αν ανιχνευθούν, επέρχονται κυρώσεις στον αθλητή. Χαρακτηριστική έκφραση: τα ληγμένα του Τσέκου.

Τα συμπληρώματα διαστροφής είναι όταν ένας μερακλής, πέρα από το σεξ ημών το επιούσιον βάζει και μια διαστροφική λεπτομέρεια στην σεξουαλική ζωή του, to spice up things a little. Και από αυτά τα συμπληρώματα πολλά είναι παράνομα, και αν ανιχνευθούν επέρχονται κυρώσεις. Λ.χ. στον παντρεμένο που έχει σεξ με την γυναίκα του και συμπλήρωμα διαστροφής με κάποια πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα ή εναλλακτικώς με μια σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα.

Η έκφραση χαλκεύθηκε από τον Τζίμη Πανούση για να περιγράψει τα φαινόμενα, όπως του προπονητή Τσέκου, που έδινε ειδικά συμπληρώματα διατροφής στους αθλητές για τα χρυσά, και στους σβάρτσους για να κάνουν το κομμάτι τους.

Αυτί της γής: Τά 'μαθες; Περνάει κρίση ο γάμος του Επαμεινώνδα και της Ευανθίας.
Φίλος: Για πες όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Α.: Ανιχνεύθηκε ο Επαμεινώνδας να παίρνει συμπληρώματα διαστροφής. Δεν τού 'φτανε το σεξ με την Ευανθία (λίγη του πέφτε η σαραντάρα του -ηντάρη γερομπισμπίκη;), ήθελε και συμπληρώματα διαστροφής με την γραμματέα του την Λάουρα! Τελικά, όμως, ανιχνεύθηκε! Πήγε η Ευανθία στον γραφείο και τον βρήκε δεμένο με λουρί από την Λάουρα να κάνει το σκυλάκι της και να γαβγίζει! Τώρα άφησε την διαστροφή και ψάχνει την διατροφή που θα πληρώνει στην Ευανθία, σαν βγει το διαζύγιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την έχει ακούσει με τριπάκι ή πακιτρί.

  1. - Πώ, τρίπιος ο δικός σου δικέ μου!

  2. Εδώ: Και ο Hicks γκρίνιαξε σχετικά με το ζήτημα του βλάκα που πηδάει από το παράθυρο τρίπιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη δεν αναφέρεται στο γνωστό ταχίνι, που τώρα τη Σαρακοστή έχει την τιμητική του (ταχινόσουπα, ταχινένιος χαλβάς, κ.λπ.). Κάτι άλλο θέλει να πει ο Σεφέρης εδώ πέρα.

Ο όρος αναφέρεται, στα ρούχα, παπούτσια, γυαλιά και άλλα προϊόντα του οίκου Sergio Tacchini («Τακίνι», που μέσω παραφράσεως, μπορεί, να λεχθεί, ταχίνι, παραπέμποντας χιουμοριστικά στη φράση: «τα χύνει»).

Η Λίλιαν βλέπει τον Πέρι να φοράει ένα μπλουζάκι Tacchini. Λίλιαν: Πέρι, τι βλέπω πως φοράμε σήμερα; Ταχίνι, ταχίνι;
Πέρι: Αχ το μυαλό σου, δεν ξεκολλάει με τίποτα απ' το φίκι φίκι.
Λέει και την προσπερνάει ταχύνοντας το βήμα του.
Λίλιαν: Πότε θα τα πούμε;
Πέρι (από απόσταση): Ταχιά!

(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που με δυσκολία συναινεί στην παραγγελία και κατανάλωση πίτσας κατά την παρακολούθηση κάποιου φιλμ ή ματς κυρίως γιατί προτιμά κάποιο άλλο εξίσου υγιεινό έτοιμο έδεσμα.

- Να παραγγείλουμε μία καπριτσιόζα;;
- Πάρε κάνα δίπιτο καλύτερα.
- Αμάν μωρ' αδερφέ μου, είσαι πολύ δύσπιτσος...

Κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία (από Vrastaman, 11/03/09)

Λογοπαίγνιο με το δύσπιστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «υγιεινή διατροφή», είναι η σεξουαλική διαστροφή που κάνει καλό στην υγεία, λόγω γυμναστικής άσκησης κ.τ.ο. Την αποφεύγουν κακώς οι δύσπουτσοι.

Ασίστ: Τζίμης Πανούσης μέσω Χαλικούτη και margie.

- Αδυνάτισε ο Πέρι, αλλά κι έχτισε κιόλας.
- Τρώει υγιεινή διαστροφή με τον μπαρμπα-Μπρίλιο! Πρώτα κάνει τζόγκινγκ γιατί ο γερομπινές τον κυνηγάει να τον γαμήσει, και μετά ενόργανη γυμναστική. Πολύ υγιεινές συνήθειες!

Χαλικουτόμηδο (από Hank, 11/03/09)(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διανομέας πίτσας.

Ο όρος ανήκει στο ρεπερτόριο αστειάτορα που επιχειρεί να γοητεύσει με φτηνά σεξουαλικά υπονοούμενα την κάθε δύσπιτση.

Βλ. επίσης: πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πιτσαφέρνης.

«Τα πιτσοπαίδια είναι κάτι σαν τα σπυριά! Βγαίνουν την πιο ακατάλληλη στιγμή, στο πιο ακατάλληλο σημείο και σε αιφνιδιάζουν! Αν τους ρωτήσεις τι γνωρίζουν από κοκ έχουν μία απάντηση.. το στρογγυλό γλυκό σάντουιτς με σοκολάτα απ’ έξω και κρέμα μέσα! Το κακό είναι ότι για τα σπυριά υπάρχει λύση, για τα πιτσοπαίδια όχι!» Από εδώ

«Πλοτ: Το πιτσοπαίδι (δυο μέτρα, πολλά κιλά, ντιπ ληγμένος) γουστάρει, ρε γκαρντάση, να ζήσει ένα αποφοιτητικό όνειρο με την Κιμ, δηλαδή, ήμαρτον, ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ, αλλά οι σλατς (όλες οι σλατς λέγονται Κιμ στο μυαλό του) δεν του κάθουνται, ή (για να το θέσω αλλέως) δεν παίζουν το παιχνίδι: μ@λακία τους), οπότε πιάνει δουλειά με το πριγιόνι και τα λοιπά […]. Η αποδέλοιπη το σκάει κακήν-κακώς, και αναλαμβάνουν δράση οι δικοί της. Κι επειδής si vis pacem para bellum, η φαμίγια εξοπλίζεται με όλα τα κουζινικά κι όλα τ’ άλλα τα καλούδια που κρύβουν και κρεμάν στους τοίχοι στ’ αμερικάνικα τα σπίτια και τα γκαράζζζ, και μπουκάρει στου ψυχακίου το σπίτι και το κάνει π@υτάνα. Και όχι μόνο το σπίτι.» Film review από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από χυμώδη και ζουμπουρλούδικη ανατομία με αεροδυναμικές καμπύλες και σφριγηλά σφαιρικά θέλγητρα.

Μπορεί να μη έχει το κορμί-λαμπάδα μιας λεβεντομούνας, αλλά υπερχειλίζει σπιρτάδα, θηλυκότητά και τσαχπινιά με αποτέλεσμα το πιτσολόμετρο κάθε αρσενικού να βαράει τιλτ. Πρόκειται για Κορμί που προσφέρεται για άπλετη απτική αναψυχή. Σε αντίθεση με τον φθισικό και κοκαλιάρικο της ανταγωνισμό, η Φρατζολίνα Ζολί είναι ονειρική βυζού, διαθέτει κώλο αναφοράς, στρατηγικά πιασίματα και εξαίσια μπουτάκια σαν φρεσκοφουρνιστά φρατζολάκια.

Εχθρός της Φρατζολίνας η μάσα. Δεδομένου δε ότι δεν κοπανιέται νυχθημερόν στα γυμναστήρια όπως οι λεβεντομούνες, είναι επιρρεπής στην παχυσαρκία. Ζυγίζεται λοιπόν με ζήλο καθημερνά και αν ποτέ ξεφεύγει λιγάκι αμέσως κάνει κωλόκρυψη, δίαιτα και παραλείβεται με κρέμες μέχρι να ξαναβρεί τα ίσια της.

Με κόπο και υπομονή πολλές Φρατζολίνες παραμένουν θεόμουνα σε βάθος χρόνου. Άλλες πάλι υποκύπτουν στο δέλεαρ των υδατανθράκων και καταλήγουν γαλακτερά βασταγερά ή φακλάνες.

Υπάρχουν πολλές γουάναμπι Φρατζολίνες με σωματότυπο αχλαδιού. Ωστόσο, η δυσανάλογα μεγάλη περιφέρειά τους, τα μπανανόβυζα και η κυτταρίτιδά τους τις καθιστούν ελάχιστα έως καθόλου θελκτικές, εκτός εάν συνεπικουρήσουν το αλκοόλ ή/και άλλα κρυφά χαρίσματα.

Ασσιστ: Angelina Jolie

Λίλιαν: Βύζους Κράιστ, φιλενάδα! Είδες με τι έσκασε μύτη στο μπαρ το Πέρι; Φτυστή η γκόμενα που παίζει την Λάρα αλλά στο πιο ρουμπενσινοκίνητο!

Λάουρα: Εννοείς την Φρατζολίνα Ζολί! Καλά τι γυρεύει μαζί της ο ξεφτιλισμένος;

Λίλιαν: Ξεκόλλα με το παρελθόν, το θέμα είναι να μας γνωρίσει το αμαρτωλό τωωωωρα!

H Angelina και η Φρατζολίνα - με το χέρι στη καρδιά, ποιά προτιμάτε? (από Vrastaman, 11/03/09)Ράνια Θρασκιά - Φρατζολίνα φοσό! (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «δις» και «πιστός».
Διπροσωπία ή και δυο φορές πιστός σε κάτι.
Δηλαδή αυτός που είναι πιστός και στις δυο συζύγους του (δίγαμος),
ή αυτός που είναι πιστός σε δυο πατρίδες, ή και σε δυο θρησκείες. Βλέπε και «παθητικός» + «ενεργητικός». Υποβόσκει σε τέτοια πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό η διχασμένη προσωπικότητα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οικονομικοί. Εξάλλου όλοι έχουν κάποια τιμή,
κανείς δεν είναι άτιμος,

Α, όλα και όλα, εγώ αγαπώ και την γυναίκα μου στην Αμερική και την γυναίκα μου στην Μόσχα.
Α, όλα και όλα!

(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified