Ένας χώρος έχει «καλή ακουστική», όταν ακούγονται όλα καμπάνα, λ.χ. στην Επίδαυρο.
Ένα ντρόγκι έχει ακουστική, όταν την ακούς μ' αυτό σε χρόνο dt.
Πηγή: Johnblack, Hank.
Ένας χώρος έχει «καλή ακουστική», όταν ακούγονται όλα καμπάνα, λ.χ. στην Επίδαυρο.
Ένα ντρόγκι έχει ακουστική, όταν την ακούς μ' αυτό σε χρόνο dt.
Πηγή: Johnblack, Hank.
Got a better definition? Add it!
Published
Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.
Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Δάνειος όρος από το Εμπράγματο Δίκαιο. Χρησιμοποιείται σε εύκολες γυναίκες οι οποίες όμως έχουν απαιτήσεις προτού σου κάτσουν. Κυριολεκτικά το τυχόν καταβληθέν τίμημα για την επίτευξη συνουσίας ή σαρκικής συνάφειας με την εν λόγω εύκολη κυρία. Με την κάλυψη των απαιτήσεων αυτής, αποκτάται το παρόν δικαίωμα, η δουλεία εισόδου ή διέλευσης.
Ρε τον κακομοίρη, έχει φάει άπειρα λεφτά για να αποκτήσει δουλεία διόδου στην γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα σε πράγμα, εδώ σε εραστή ή ερωμένη. Αντιπαραβάλλεται με την (ψιλή) κυριότητα σε σχέσεις επισήμου ζεύγους.
Δηλωτικό της χαλαρότερης σχέσης σε παράνομα ζευγάρια όπου παρατηρείται απουσία απαιτήσεων και πρωτεύοντα ρόλο έχει η ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται δε και λόγω του εφήμερου χαρακτήρα παρόμοιων σχέσεων, έτσι ο απατών με το πέρας της εφήμερης σχέσης γυρνάει στον/στην σύζυγο ή επίσημο σύντροφο.
Όπως η επικαρπία όταν εκλείψει ο επικαρπωτής επιστρέφει στον κύριο και ενώνεται με την ψιλή κυριότητα αυτού στο ενιαίο πλέον απόλυτο εξουσιαστικό δικαίωμα.
Η νομική σχέση που συνδέει τον σύζυγο, την σύζυγο και τον εραστή της συζύγου σύμφωνα με τον Γαμικό Κώδικα:
Ο σύζυγος έχει την ψιλή κυριότητα και ο εραστής την επικαρπία επί της συζύγου.
Got a better definition? Add it!
Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.
Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...
Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την παραποίηση της επιγραφής «Για στάση πατάτε το κουδούνι» που βλέπουμε κολλημένη στις πόρτες των αστικών λεωφορείων του Ο.Α.Σ.Θ.
- Οδηγός! Στάση! Άνοιξτε μου από πίσω!
- Γιατί δεν πάτησες κουδούνι; Δεν διάβασες την επιγραφή;
- Έλα να δεις τι λέει!
Got a better definition? Add it!
Το τσιγάρο με χόρτο, αλλιώς το γεμιστό τσιγάρο, ή ο μπάφος. Παρασκευάζεται με στρίψιμο του ριζόχαρτου (όρος παραγόμενος από το τρέιντμαρκ RIZLA), στο οποίο έχουμε εναποθέσει καπνό ανάμεικτο με γκρας.
- Να σου στρίψω κάνα στροφιλίκι ακόμα;
- Άααασε, ήπια κι έεεεενα πριν έρθθθθθθεις.
Got a better definition? Add it!
Σε πολλά νυκτερινά καταστήματα διασκεδάσεως παρατηρείται το φαινόμενο της ακατάσχετης οινοπνευματοποσίας (και άλλων... μεθυστικών ουσιών...!), τόσο εκ μέρους των πελατών, όσο και των υπαλλήλων του καταστήματος και βέβαια των τραπεζοκόμων.
Αυτό το φαινόμενο καθιστά την συνεννόηση δύσκολη. Στην περίπτωση δε, κατά την οποία ο τραπεζοκόμος έχει κάμει χρήση των άλλων... πιο μεθυστικών ουσιών, ε, τότε μιλάμε για τραπρεζοκόμο και η συνεννόηση καθίσταται αδύνατη αλλά και διασκεδαστική!
Καυλαγόρας (πελάτης): «Θα μπορούσα να έχω ένα ουίσκι με πάγο παρακαλώ;»
Μήτρουλας (τραπρεζοκόμος): «Χε χε χε! Ιγώ δηλαδίς... Δε γίνιεται φλαράκιε, χε χε, ετελείωshε το Ντραμπούιε...»
Καυλαγόρας: «Μα περί ποίου Ντραμπούι ομιλείτε;»
Μήτρουλας: «Ούι ούι ούι, τελείωshε το Ντραμπούι! Χα χα χα»
Καυλαγόρας: «Ωχ... εις τραπρεζοκόμο ήπεσα...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν μια ερωμένη (-ος για τους κολομπαράδες) είναι εντός των δυνατοτήτων μας και δεν θα ήμασταν αιθερογάμονες αν ισχυριζόμασταν ότι οσονούπω επίκειται πήδουλος. Και πιο κυριολεκτικά, για το βεληνεκές των φλοκίων μας κατά τις διασπερματεύσεις. Και απόσταση ψωλής.
Πηγή: Ιησούς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:
1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).
2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).
3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).
- Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;
Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).
Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.
Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη
-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;
Got a better definition? Add it!