Further tags

Ο καψούρης και κλάψας μαζί.

Ο κλαψούρης είναι ο τύπος ο οποίος χρησιμοποιεί την ικανότητά του να φαίνεται συγκινημένος και την δυνατότητα να κλαίει, πάνω που έχει χάσει το παιχνίδι με την εκάστοτε γυναίκα. Απώτερος σκοπός του κλαψούρη είναι η ερωτική συνεύρεση. Μπορεί να γίνει λιώμα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του.

Ο κλαψούρης έχει πάντα μαζί του κολλύριο tears, για να βοηθάει σε περίπτωση που δεν κατεβαίνει το κλάμα.

Ο Μήτσουρας βγαίνει εδώ και καιρό με τη Γωγώ κι εκείνη ήταν έτοιμη να τον στείλει γιατί τον νόμιζε αναίσθητο, αλλά ο πονηρός το γύρισε σε κλαψούρης κι εκείνη έπεσε αμέσως μόλις τον είδε να βουρκώνει με τον Τιτανικό. Τι κάνει ο άνθρωπας για να πηδήξει...

Got a better definition? Add it!

Published

«Παρωδία» γνωστών στρατιωτικών παραγγελμάτων. Δηλώνει την αρνητική (και τελεσίδικη) έκβαση μιας κατάστασης ή και την άμεση προσταγή για απομάκρυνση (παρ' τον πούλο - ξεκουμπίσου).

  1. - Τον πούλο αρμ! πάμε σπίτια μας...

  2. - Πω, ρε μαλάκα, από δω και πέρα θα 'χουμε κάθε μέρα υπηρεσία, τον πούλο αρμ!

Κυριολεξία; (από poniroskylo, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένη έκφραση προερχόμενη από τη γνωστή τεκίλα Jose Cuervo και το χώσιμο με την έννοια της αγγαρείας, έννοια και την οποία εξάλλου εμπεριέχει. Η χρήση της συναντάται συχνά στους στρατιωτικούς κύκλους.

- Άντε ρε Γιάννη! Τι κάθεσαι όλη μέρα στο θάλαμο; Τον άρρωστο παριστάνεις;
- Ίσα ρε ψάρακα! Έχεις όρεξη να φάμε κανά χοσέ κουέρβο μεσημεριάτικο; Άραξε στα κυβικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Παραδείγματος χάριν.

-Τι δουλειά κάνει ένα πεύκο;
-Παραμοσχάρι τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χώρα προέλευσης των σταρχιδιστών, ή τόπος διαμονής τους. Εικάζεται ότι χαρτογραφείται ανατολικά, ενδιαμέσως Ουζμπεκιστάν και Αφγανιστάν.
  2. Κατάσταση υπέρτατου σταρχιδισμού.

Σχετικές λέξεις/φράσεις:

  • Σταρχιδιστής (επίθ): Οπαδός του ωχαδερφισμού.
  • Σταρχιδισμός (ουσ): Κατάσταση έντονης αυτοπαθούς αδιαφορίας.
  • Σταρχιδιλίκι (ουσ): Εκλαϊκευμένη έννοια για τον σταρχιδισμό.
  • Στ' αρχίδια μου όλα (έκφρ.): Έκφραση απόλυτης συμπαντικής απαξίωσης.

- Ρε τον μπαγλαμά. Εδώ καίγεται ο κώλος μας κι αυτός...
- Σταρχιδιστάν ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.

-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...

Moon Unit Zappa στο "hit" Valley Girl (από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που κυκλοφορεί χωρίς σουτιέν. Τα βυζιά βόσκουν ελεύθερα, συνήθως μέσα σε ένα κολλητό μπλουζάκι ή ένα πολύ αεράτο ριχτό.

(αραχτοί στο παρακμιακό κάμπινγκ)
-Αμάν...
-Τι ρε;;;!!
-Δες αυτό το ελευθέρας που περνάει...
-Ωχ... δες τα πως βοσκάνε.
-Εμείς πότε θα τα βοσκήσουμε να δω...
-Μπορούμε να μετακομίσουμε τη σκηνή δίπλα στη δική της!
-ΟΚ, μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ ψηλή -σε σημείο αποθάρρυνσης- γυναίκα. Συναντάται και ως «μπασεκετεμπολίστριασεσεσε»

- Καλά, τι ύψος είν' αυτό;
- Άσε, μπασεκετομπολίστρια!

Got a better definition? Add it!

Published

Πιο cool τρόπος να πεις μαλάκα. Σχεδόν ταυτόσημο απλά συνήθως αφορά μικρότερες ηλικίες. Στους παλιούς φέρνει δάκρυα στα μάτια θυμίζοντάς τους τα σχολικά τους χρόνια.

Παράγωγο του μαλάκα και της χλέπας, άγνωστο γιατί...

- Παιδιά αύριο πάμε εκδρομή Ζούμπερη!
- Πωπω μαχλέπαααα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που εκτελούν καθήκοντα κουβαλητή, χαμάλη. Απο τη λέξη χαμάλης και την αρμένικη κατάληξη -ιαν.

-Έλα yo, σου χω 2 moet, 2 absolute, 1 black κι 1 green label. Ετοίμασε το cash, και θα σε δω με τους χαμαλιάνς μου με το σταφ τουέντι χάντρεντ τζάστ.
-Μπέργκετ δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified