Further tags

Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.

-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.

Και χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΟΚ στα cool-έζικα.

ΟΚ + κέικ (cake) = οκέικ

-Και φέρε μου τσιγάρα όπως έρχεσαι...
-Οκέικ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει Lαϊκή Aγορά, συνήθως για ειρωνεία.

- Από πού πήρες την μπλούζα και είναι τόσο χάλια; Από L.A.;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με την οποία σχετίζεται κανείς φιλικά και σεξουαλικά, αλλα όχι και συναισθηματικά.

  1. Γκόμενες και μαλακίες: με ερωφίλες θα την βγάζω από 'δώ και πέρα.

  2. - Πώς πάει με τον δικό σου; - Ποιόν «δικό μου» ρε συ. Εγώ μες στην καψούρα κι αυτός να με παίρνει για ερωφίλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό τροπικό φρούτο.

- Θα το πάρουμε φέτος...
- Παπάγια θα πάρετε.

- Σε θα σε γαμήσω.
- Θα μου κλάσεις τη παπάγια.

-Στη παπάγια μου

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.

-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!

Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. (από Vrastaman, 31/07/08)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ

- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.

Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως άσχετος με πληροφοριακά συστήματα τύπος που όμως δεν το βάζει κάτω και προσπαθεί. Ο τύπος που, στο μάθημα των υπολογιστών, όταν η δασκάλα έλεγε κουνήστε το ποντίκι μπροστά στην οθόνη, το σήκωνε ψηλά και το κούναγε κυριολεκτικά απέναντι και μπροστά από την οθόνη.

Κατέβασα από το ιντερνέτι τους στίχους των Depeche Mode, είμαι τρελός χάκερ τελικά. (αλλά το εννοεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.

Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic

- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified