Μάρκα τσιγάρων που καπνίζει ο Τράκαμαν.
Βλ. και Τρακαστράτος.
- Τι τσιγάρα καπνίζεις;
- «Απ' όλων».
Και απόλλων τσιγάρα, τράκα
Got a better definition? Add it!
Ορίζει το σύνολο της ομάδας του Ολυμπιακού με τον προπονητή (Γαύρος και Σόλιντ = Γαύριντ, Γαύρος και Μπάγιεβιτς = Γαύριτς, Γαύρος και Μουρίνιο -λέμε τώρα-=Γαυρίνιο).
-Τι έκανε το Γαύριντ χτες ρε φίλε;
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι των ομάδων περιφρούρησης της ΚΝΕ. Ο όρος επικράτησε μετά το 1997 –όταν οι συγκεκριμένες ομάδες έπαιξαν τον ρόλο των ΜΑΤ στις πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, απωθώντας αντιεξουσιαστές και σπρώχνοντάς τους προς τα παρακείμενα ΜΑΤ.
— Πώς ήταν χθες η πορεία;
— Τα κλασικά, μας την έπεσαν τα ΜΑΤ έξω από τη Θεολογική –τα ΚΝΑΤ είχαν αργία χθες...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ο Ολυμπιακός της Ευρώπης. Προκύπτει απ' το θρύλος, λίιιιγο αλλαγμένο ώστε να αντικατοπτρίζει τις καταστάσεις.
Θρήνε-θρήνε, σ' αγαπώ....
Got a better definition? Add it!
Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.
- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αστεία, έχει πλάκα. Προκύπτει από το «αστεί(ο) + (εστι)άτορας». Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον όταν δεν μας άρεσε το αστείο του.
Ο Γιάννης, μεγάλος αστειάτορας, τι να σου πω; Πιο πολύ γελάγαμε με τα μούτρα του παρά με τα αστεία του να φανταστείς.
Got a better definition? Add it!
Αποχαιρετισμός. (Μάλλον) προκύπτει από το «τσάο» + «γειά».
- Τα λέμε.
- Άντε, τσάγια.
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.
- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!
Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει αν είναι δυνατόν. Εκφράζει έκπληξη, αναπάντεχη τροπή, καμιά φορά αγανάκτηση.
-Καλά, της είπε τέτοιο πράγμα; Είναι τελείως μαλάκας;! Αν είναι δυναμό, έλεος!
Got a better definition? Add it!
Από τον γνωστό ηθοποιό Alain Delon. Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων.
- Μ' αυτό το παιδί δε μπορώ να συνεννοηθώ. Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε.
- Ε, αφού του λες κάτι και σου απαντάει αλέν ντελόν.
Δες και αλλαντάλλα.
Got a better definition? Add it!