Further tags

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλία δύο ατόμων που τηλεφωνούν ταυτόχρονα από διαφορετικές γραμμές σε τρίτο, ο οποίος έχει βάλει το ακουστικό από το ένα του τηλέφωνο στο μικρόφωνο του άλλου.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το τηλεφωνικό σεξ, εκτός κι' αν μιλάμε για τηλεφωνική παρτούζα.

Δες ακόμη: εξηνταεννιά.

— Ναί.
Έλα ρε Μίστερ Υπόχονδρε, πώς πάς;
— 'Ελα ρε. Πώς να πάω, τα ίδια σκατά, πυρετός και συνάχια κι' αηδίες. Άσ' τ' αυτά και πές μου για τη χθεσινή τώρα. Πώς ήταν;
— Ά, μεγάλη ρουφοκαυλέτα.
— Καλύτερη απο Λόλα;
— Τρρρ'λός εισαι;... Ίσαμε πέντε κιλολόλ.
— Τί λέ' ρε μαλάκα;! Και πώς την είπαμε;
— Πιπίτσα.
Αυτά ειναι. Πότε θα μας τη γνωρίσεις;
— Γίνε 'σύ καλά κι' οποτε θ-... όπ, κάτσε λίγο ρ' εσύ, το κουνιστό... [Ναί;... Ά, έλα ρε κούκλα! Πολλά χρόνια θα ζήσεις... Ναί... Νά εδώ, μιλάω στο σταθερό με τον κολλητό... Ναί, ναί...]
— ΡΕ!
— [Μπά όχι, δέ κανόνισα...]
— ΡΕΪ! ΒΑΛ' ΤΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
— (Σκάσε ρε μαλάκα!) [Ναί ρε κούκλα, αμέ... Άμα είναι μηνυματιζόμαστε... Αχά...]
— ΦΕΡΕ ΡΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΙ' ΕΜΕΙΣ, ΠΑΡΤΟΔΟΥΛΕ!
— [Δέ μου λές, θα φέρεις και καμιά φίλη σου μαζί;...] (Κόφ' το ρε βλάκα!) [Τί;... Α όκέι... Γαμώ, κυριλέ... Ναί... Έ, δέν ξέρω αν θα μπορεί, θα δώ... Έ;... Όχι-όχι! να τη φέρεις εσύ, και βλέπουμε!... Ναί... Ναί κούκλα, ναί... Έγινε, ναί... Άντε... Ναί, ναί, τσάο-τσάο, ναί, γειά...] Έλα ρε μαλάκα.
— Καλά, τί μαλάκας είσαι; Φέρ' την γιά 'να τηλεφωνικό εξηνταεννιά να κάνουμε παιχνίδι ρε πούστη, τί παρτάκιας...
— Άντε βρε βλάκα, «τηλεφωνικό εξηνταεννιά» να πούμε...
— 'Ντάξει, τουλάχιστον ξηγήθηκες ντάμπλ ντέιτ, δέ λέω. Τί ώρα είπατε;
— Άρρωστος δεν ήσουνα εσύ;...
— Έλα μωρέ, «άρρωστος»... Τριανταέξ' κι' εννιά πυρετός ειναι;...

(από vikar, 23/09/10)Αυτός μπορεί και το κάνει με τον εαυτό του! (από Vrastaman, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασμένο ή σπασμένος συνεκδοχικά, λέγεται το σύστημα οδηγός - όχημα, όταν τηρούνται οι κάτωθι συνθήκες:

  • Το όχημα πηγαίνει με τσίτα τα γκάζια και βαράει κόφτες συνέχεια.
  • Ο οδηγός βλέπει το δρόμο σαν σοκάκι στη Χώρα και αρχίζει να φλερτάρει με τον δαλτονισμό.

Για την συγκεκριμένη συνθήκη πρέπει φυσικά το μηχάνημα να είναι πολλά κυβικά διότι αν είναι πρι-πρι ακυρώνεται αμέσως η νιρβάνα και παίζει σκέτη ταλαιπωρία (βλ. παράδειγμα)

Η σλανγκιά μάλλον προέρχεται από το ότι εάν οδηγείς πάντα στα κόκκινα τελικά θα σπάσεις το μοτεούρ.

- Οταν οδηγω μεγαλες αποστασεις και ειδκοτερα οταν εχω δευτερο ατομο που σε σπρωχνουν να κατσεις ακομα πιο μπροστα, μουδιαζει η ηβικη μου χωρα, και νεκρωνει ολος ο μηχανισμος! Σκοοτερ οδηγω, και πιστευω ειναι επειδη η σελα ειναι πιο μυτερη μπροστα και σου ριχνει σουβλιες στον καβερνοσο. Στα παπακια δεν ξερω αν ισχυει κατι διαφορετικο.

- Να πάρεις μοτάρντ μονοκύλινδρο να πηγαίνεις σπασμένος στας ΕΟ για να σου επαναφέρει το σύστημα ...από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αστείος και το εστιάτορας.

Κάποιος που σερβίρει (κρύα πολλές φορές) αστεία.

Είσαι και αστειάτορας, π' ανάθεμά σε...

Got a better definition? Add it!

Published

Αλιγάτορας + γαμώ!

Το πρώτο συνθετικό αλιγάτορας, έχει σκοπό να αποδώσει με όσο το δυνατόν εκφραστικότερο και ζωντανότερο τρόπο, την προσήλωση και την ψύχωση προς στο αντικείμενο που αρεσκόμεθα να καλούμε... «μουνί».

Όπως ο αδίστακτος αλιγάτορας, ένας πραγματικός δολοφόνος της φύσης, θανατώνει το θήραμά του, έτσι κι ο αληγάμουρας γαμάει το θήραμά του.

Είναι, με άλλα λόγια, ο τύπος που όχι απλώς γαμάει, αλλά σαρώνει στην κυριολεξία. Ο τύπος ανδρός για τον οποίο το μουνί δεν είναι πλέον διασκέδαση, αναπαραγωγή ή έστω και χόμπι. Είναι αντικείμενο σπουδών, τροφή και στη χειρότερη...; ΠΡΡΡΕΖΑΑΑΑΑΑ!

Φυσικά τέτοιου είδους όντα καταντάνε να καταλάβουν γύρω στα 50 τους ότι δεν έκαναν τίποτε το χρήσιμο και αξιοσημείωτο στη ζωή τους, αφού αναλώθηκαν εκεί, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική τους κατάρρευση.

ΕΓΩ!
PS: ΒΟΗΘΕΙΑ...

(από Vrastaman, 19/09/10)Κι ο Αλή Πασάς, ως αλη γάμουρας πηδούσε τα πάντα (*.*) (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός και υπό άλλη σημασία: Διεθνής = Εθνική οδός

(Οδηγίες για να φτάσεις στον Πακτωλό Χρήματος)

- Συγνώμη, μια ερώτηση. Για Πακτωλό;
- Λοιπόν, θα στρίψεις αριστερά, θα πας παράλληλα με τις γραμμές και στο σταθμό δεξιά για να μπεις στο διεθνή. Ακολούθα τις πινακίδες για Χρήμα. Εκεί ξαναρώτα, κανα 5λεπτο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούμε την έκφραση πλάκα πλάκα, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι που γίνεται στα αστεία μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες ή ότι κάτι που το θεωρούμε αστεία ουτοπικό μπορεί και να είναι πραγματικό. Η σλανγκίζουσα σκέψη όμως εκλαμβάνει το πλάκα ως αναφερόμενο στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας. Ένεκα χαριτωμενιάς, λοιπόν, αλλάζει το όνομα της Πλάκας με διπλή επανάληψη του ονόματος κάποιας άλλης συνοικίας της Αθήνας. Λ.χ. Πετράλωνα Πετράλωνα, Γκάζι Γκάζι, Ψυρρή Ψυρρή (κατά το φυρί φυρί), Θησείο Θησείο, Γουδή Γουδή κ.ο.κ. Το ξέρω, είναι σαχλό, αλλά το άκουσα αρκετές φορές σε διαφορετικές παρέες.

- Κολωνάκι Κολωνάκι θα αργήσουμε στο ραντεβού...
- Άτσα! Προδόθηκε η αρχοντομούνα...

πετράλωνα (από Khan, 15/09/10)(από assosmalakos, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι «why», αλλά Παραγουάη!

- Είσαι ηλίθιος.
- Παραγουάη; - Ρωτάς κιόλας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαιγνιακή μετατροπή των Κυκλώπειων Τειχών.

Χρησιμοποιείται όταν δεχόμαστε επίθεση από «οργανωμένες ομάδες» κουνουπιών, μυγακίων και σκνιπών.

  1. - Άκυρο για αύριο, δε μπορώ να έρθω να κοινωνήσω.
    - Παραγουάη;
    - Γιατί, όπως πήγαινα στη δουλειά με το ποδήλατο, σκάει μπροστά μου ένα κωνώπειο τείχος, και πρέπει να κατάπια μερικά. Τζαμπέ όλη η νηστεία.

  2. Και μόλις πιάνω την κατηφόρα για Βέροια, αρχίζουν να σκάνε μύτη τα πρώτα κωνώπεια τείχη. Όταν δε έφτασα στο Δήμο Δέλτα, έγιναν αδιαπέραστα. Πάει το γυάλισμα στο κάρο.

Με το μωβ-ροζ χρώμα στη μέση αριστερά.Ο χάρτης αφορά το προσχέδιο νόμου του "Καλλικράτη".\'Εχουν γίνει αλλαγές στη δυτική πλευρά της Περιφερειακής Ενότητας (πλέον) Θεσσαλονίκης (από assosmalakos, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιταμίνη G: Η βιταμίνη της σεξουαλικής δραστηριότητας, κυρίως στοματικής.

Βρίσκεται σε ερωτογόνα σημεία, τα επονομαζόμενα «σημεία G» του ανθρώπου και προσλαμβάνεται από τον ερωτικό παρτενέρ, κυρίως από το στόμα, με την λειχία των σημείων αυτών και με κατάποση των διαφόρων οργανικών παραγώγων τους και λιγότερο από τα γεννητικά όργανα (μέσω της τριβής μεταξύ των σημείων G των δύο ερωτοτροπούντων, μπορούν να μεταφέρονται μικρότερες ποσότητες της βιταμίνης, απ' ότι δια στόματος).

Μακροχρόνια έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζει συμπτώματα όπως, άσπρισμα μαλλιών και τριχόπτωση, νευρωτικούς σπασμούς, τραύλισμα, εκνευρισμό κ.α. Συνώνυμο της έλλειψης βιταμίνης G: η αγαμία.

Η μερική έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζεται όταν η σεξουαλική πράξη καταντά ανιαρή, καθότι ο παρτενέρ του πλήττοντος δεν ανταποκρίνεται στη φαντασία του και στις ανάγκες του και τον αφήνει να τα κάνει όλα μόνος του και κουράζεται, επομένως δεν αφομοιώνει ο οργανισμός σωστά τη βιταμίνη.

  1. - Φίλε, κάτι πρέπει να κάνουμε φέτος, έφτασα 35 και ακόμα προσπαθώ να ρίξω κανένα πιτσιρίκι, αλλά με ζορίζουνε, δεν μου κάθονται εύκολα, θέλουν χρόνο [κουλουπού]...

  2. - Φίλε, κάνε κάτι διότι έχεις έλλειψη βιταμίνης G και αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά σου... Έχει αγριέψει το πρόσωπό σου. Κυνήγα καμιά θεία, που δεν θα σε δυσκολέψει και θα έχει και τις ίδιες απαιτήσεις με σένα, μπας και εξομαλυνθεί η λειτουργία του οργανισμού σου και ηρεμήσεις λίγο...

Προσαρμόζοντας το β παράδειγμα// Φίλε Γρηγόρη, έχεις έλλειψη βιταμίνης G , έχει αγριέψει το πρόσωπο σου... (από GATZMAN, 13/09/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified