Further tags

Το υπέρτατο, απόλυτο, ανυπέρβλητο πρήξιμο όρχεων, όταν δηλαδή κάποιο πρηξαρχίδι σού τα κάνει όχι απλώς μπαλόνια ή αερόστατα αλλά Ζέπελιν.

Ξαδελφάκι του γκραν γκρινιόλ, αλλά με πολύ ευρύτερες εφαρμογές.

Λολοπαίγνιο επί του Grand Prix.

- Αμάν πια, τα ίδια και τα ίδια ο Βράστα μας τα 'χει κάνει νταούλια με ανοησίες και στατιστικές για τον πούτσο καβάλα! Του αξίζει το Βραβείο Καυλί σλανγκαρχιδισμού!

- Τι Βραβείο Καυλί και μαλακίες, το Γκράν Πρήξ του αξίζει!

Εεέε πιά! Γκράν πρήξ για ζουζούνι... :-Ρ (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοκοποτάτη έκφραση μαθητικής εσοδείας, υπονοούσα ότι το παλαιό ρητό εκφερόμενο σε στιγμές απελπισίας και αδιεξόδων επιβάλλεται ναρετουσαριστεί, ν’ αλλάξει ούτως ειπείν η απτική του μνήμη που παραπέμπει σε επώδυνα και τραυματικά ερεθίσματα, να αντιστοιχιστεί εννοιακά με φιλικότερο προς το υποκείμενο περιβάλλον.

Έτσι, προσεγγίζοντας τη γνώση που αποκωδικοποιεί έναν φαινομενικά αυθαίρετο και αναπάντεχο συσχετισμό, αποκαλύπτεται η σχέση ανάμεσα στην κυριολεξία και την ιδιωτισμικότητα, καθώς ο χρήστης συμφύρεται μ’ ένα σύμπαν όπου δεν υφίσταται η απειλή της βαρύτητας, όπου η αγνότητα, η καθαρότητα, η μυρωδιά της λεβάντας και της βανίλιας, η βελούδινη γεύση στη γλώσσα τον ωθούν απαλά προς την λησμονημένη παιδική ηλικία, πολύ πριν τους εξαναγκασμούς των κανονιστικών συμπεριφορών.

Οι λέξεις, κρατώντας μόνο την μουσική και το μέτρο τους σαν λεπτές σχεδόν αόρατες χορδές, συνδέουν ανεπαίσθητα τις αιχμές και την τραχύτητα του βουκολικού τοπίου με το θρόισμα των συμφώνων τους, το πλατάγισμα των κυμάτων, την εκούσια διολίσθηση σε αργιλώδη λυτρωτικά λουτρά.

Αυτά, για τα μούλικα!

Σε μια διαφορετική προσέγγιση τώρα, ψηλαφώντας τυφλά ανάμεσα από τη γλώσσα, οι πληροφορίες που υποσυνείδητα κατέχει ο διαστροφικός λεξιλάγνος χρήστης στο... πίσω μέρος του εγκεφάλου του, συντελούν ώστε να αποκαλυφθεί από ποια επιπλέον στοιχεία αποτελείται η ιδιωτισμική σημασία της έκφρασης.

Γνώστης της βοτανικής, ευλόγως συνδέει τον αφρό με την διασπερμάτευση σε πιο λάιτ εκδοχή, κάτι σαν με τρία τοις εκατό λιπαρά ένα πράμα.

Οι ανήσυχες αισθήσεις του από την άλλη πλευρά, τον κάνουν ν’ αναρωτιέται: τι χρώμα κρέμα; Σοκολατί; Κερασί; Κοκακολί;

Και φτάνοντας αναπότρεπτα στην ιδιάζουσα συνδυαστική του αντιληπτικότητα, συνθέτει το τρελό σκηνικό: Πάντελας και Βάγγελας κάπου στις Κυκλάδες, στη 99η στάση μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ώτα, τρία δεύτερα πριν το τέλος του κόσμου:
- Ναι, ναι, ΝΑΙ,ΝΑΙ, ΝΑΑΑΙΙΙΙ!!!
Αποτέλεσμα: μπρος αφρός και πίσω κρέμα.

Είναι βεβαίως βεβαίως αδιευκρίνιστο αν τα μούλικα κατέληξαν σε αυτό το επίπεδο ερμηνείας -κι ούτε μπορεί να διαπιστωθεί γιατί δεν λένε.

Το μέλλον θα δείξει.

Πω ρε κοίτα, η Τζούλια με περιμένει στις βρύσες κι η Μαριάννα στους καμπινέδες. Λες να τους σφύριξε κανένας ότι φασώθηκα με τη Σάσα;
- Τώωωρα, μπρός αφρός και πίσω κρέμα, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουίσκι. Από το scotch.

- Τι θα πιεις;
- Ξέρω γω... Στάξε μου έναν σκωτσέζο.

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλη μία έννοια για την οποία χρησιμοποιείται είναι τα σπερματικά υγρά τα οποία ξεφεύγουν από το ανδρικό μόριο (σε πάρα πολύ μικρές ποσότητες μεν, αλλά αυξάνοντας τις κακές πιθανότητες δε) κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.

Έχω παρατηρήσει ότι αυτό συμβαίνει αφού έχει επέλθει πλήρης ερεθισμός και όταν βρίσκεσαι στη μέση της διαδικασίας, δηλ. νωρίτερα από τη στιγμή της απελευθέρωσης. Πρόκειται για υγρά είναι που προαναγγέλλουν το «γλέντι» που επακολουθεί.

- Ρε μαλάκα, άσε με! Ήρθε η Τζούλια και μου πε ότι είναι έγκυος και ότι είναι δικό μου!
- Καλά ρε βλαμμένε δεν πρόσεχες;
- Όχι πάντα, αλλά ποτέ δεν της τα αμόλησα χύμα!
- Και τότε πως ρε μαλακα; Λες το σπερματοζωάριο κομάντο να’ ταν μέσα στα προεόρτια;
- Μπα ε;..
- Ε λίγο κουλό.
- Θα τη σκοτώσω με κεράτωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη, σημαίνει ότι ψάχνομαι για καταστάσεις αι οποίαι θα με δυσκολέψουν, θα τις φάω και γενικά οδηγεί σε νταλαιπώργια.

Στην σλανγκ εκδοχή σημαίνει ότι πεινάω και ψάχνω το καλύτερο (θεωρητικά πάντα, γατί μπορεί να πέσουμε και σε γατόγυρο) γυράδικο, να κατευνάσω τη λίμα μου με κανά γυρόνι

ασίστ: το γυράδικο

- Κάνει πείνα, ή εγώ πεινάω;
- Κάνει πείνα! Είσαι για κανά πιτόγυρο;
- Πάμε γυρεύοντας;
- Τώρα αυτό για σλανγκ το είπες;
- Ουιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.

- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.

Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο στα πλαίσια της επαγγελματικής (και όχι μόνο) σλανγκ, αναφορικά με το διαβόητο «Σχέδιο Καλλικράτης», το οποίο πλέον αποτελεί και Νόμο του Κράτους (Ν. 3852/2010, όχι παίζουμε).

Ωσεκτουτού, χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρνητική ενέργεια που εκπέμπεται από αυτό, πέρα από τον ευφημισμό του ορίτζιναλ ονόματος, κυρίως σε κύκλους αποτελούμενους από άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι, με μαθηματική ακρίβεια, θα κληθούν να υποστούν τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν (αναγκαστικές μετατάξεις, αβεβαιότητα, απολύσεις συμβασιούχων... το καυλί, ντε).

Εναλλακτικά και αρκετά πιο γενικά, το παρόν λέγεται και σε περιπτώσεις συνεχόμενης λήψης χυλόπιτας, όπου το απηυδισμένο αρσενικό τα παρατάει και αναγκαστικά καταφεύγει στο Σχέδιο Β, στην αυτοϊκανοποίηση με λίγα λόγια, για την αποφυγή περαιτέρω ψυχολογικής και βιολογικής ζημιάς (καυλικράτης όνομα και πράγμα δηλαδή).

  1. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... λήγει η σύμβαση και τώρα με τον Καυλικράτη, δε μας βλέπω καλά...
    - Και τι σκας; Σ.Π.Ε. και ξερό ψωμί...

  2. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... έφαγα τρεις χυλόπιτες μέσα σε μια μέρα...
    - Και τι σκας; Βάλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Καυλικράτης να στανιάρεις και άμα 'ναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified