Το ρέψιμο.
-Ήμασταν με τον Χρήστο στο εστιατόριο και πάτησε μια ρέψα και γίναμε ρεζίλι!
Το ρέψιμο.
-Ήμασταν με τον Χρήστο στο εστιατόριο και πάτησε μια ρέψα και γίναμε ρεζίλι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η απόκτηση μεγάλου χρηματικού ποσού, συνήθως σε μικρό χρονικό διάστημα και με δόλιες ενέργειες. Από το ρήμα οικονομώ > κονομάω (λαϊκ.)
Στην Ελλάδα, οι μεγάλες κονόμες γίνονται κυρίως από πολιτικούς και παρατρεχάμενους αυτών (βλ. Μίζενς, Bushchild=Βατοπαίδι, και λοιπά κονομιστά σκάνδαλα).
-Είδες ο Postman's Son τρελή κονόμα που έκανε με το Bushchild; Έχτισε τρία σπίτια και 2 εξοχικά!
-Έτσι είναι αυτά. Στην Ελλάδα, αν θες να προκόψεις και να τα κονομάς, πρέπει να γίνεις πολιτικός.
Got a better definition? Add it!
Βασικά λέγεται για τις ξινιόλες που ακούνε στο όνομα Μαρία.
λοιπον μαρακη, σημερα στο πρωινο μου ησουν πολυ καλη κ φανηκε η ευαισθητη πλευρα σου. στην εκπομπη σου βγαινεις λιγο ξινομαρια. (εδώ)
Όμως έπεκτάθη και πλέον σημαίνει τους ξίνιες ανθρώπες γενικώς.
-συγνωμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
-Ο γαλατας...!
-Ο ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα
Πλάκα-πλάκα άλλο ένα έπος δημιουργείται εδώ, η σάγκα της ξινίλας: Ξινός, ξινίλα, ξινιόλα, ξινίχλας, ξινομούνα, ξινόπουστα, ξυνόγαλος, περσινά, ξινά σταφύλια, κ.ά.
Got a better definition? Add it!
ξίξα, ξίκης
Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.
Συνώνυμο: χαζιά.
ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].
Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :
Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.
Got a better definition? Add it!
α) Παροξυσμός ή μελαγχολία που προκαλείται από την επιθυμία για ένα ανέφικτο ιδεώδες.
Άσε με ρε μάνα, διάβασα τον «Φαίδρο» και έπαθα νυμφοληψία.
β) Το πάθος που προκαλείται στους άνδρες από όμορφα, νεαρά κορίτσια. (βλ. «νυμφίδιο»)
Σκέτη νυμφοληψία είναι η κόρη σας, κυρά Μαίρη. Τυχαίνει μήπως να ψάχνετε καθηγητή φιλολογίας;
18ος αιώνας. Από «Νυμφόληπτος» — αιχμάλωτος των νύμφων.
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.
"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό - Θυληκό «Ράγισσα»
Τούρκικη καταγωγή. Προσβολή για Έλληνες, Αρμένιους και Πόντιους. Ο υποταγμένος, ο υποδουλωμένος, αυτός που πληρώνει χαράτσι.
Από το έτος 2020 άρχισε να χρησιμοποιείτε στην Πάτρα ακριβώς όπως χρησιμοποιούν οι Αφροαμερικάνοι την λέξη «nigger». (δηλαδή ένας όρος όπου επιτρέπεται να χρησιμοποιούν μόνο οι ομόφυλοι Αφροαμερικάνοι και κανένας άλλος, αλλιώς θεωρείται μεγάλη προσβολή)
1 - Γιο Ραγιά μου, τι λέει;
- Άσε ραγιά μου, έχω κόψει φλέβες με το αφεντικό μου. Απαίσιος ραγιάς!
2 - Ραγιά μου κοίτα δεξιά σου, αυτή είναι η γκόμενα που μου έβγαλε την πίστη.
- Έτσι είναι οι ράγισσες με κόκκινα μαλλιά...
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο (Ραγιάδικο/η)
Got a better definition? Add it!
Published
Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).
Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.
Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει την μπασκλασαρία, τη λαϊκουριά με μια υποψία ηθικής έκπτωσης γιατί βέβαια, κατά την -κούνια που σας κούναγε- ταξική γνώμη των υβριστών, η προστυχιά πάει μαζί με τη φτώχεια. Παλιότερα, τα ξύλινα τσόκαρα, όχι του Dr. Scholl αλίμονο, τα φορούσαν οι πλύστρες και γενικά όσες δούλευαν μέσα σε νερά.
Συνώνυμα: Τσόκαρα, κλατσάρες.
Σλανγκασίστ: Deinosavros, εδώ
Λείψανα αγίων, μαυρογιαλούροι, αυτοδιοικητική τσοκαρία. Συνήλθα με αυτό Bach: Piano Concerto No. 1 / Schiff https://youtu.be/TLOrt63CbIE (εδώ)
Και η πασοκογενής αριστερή τσοκαρία πόσο υποκριτικά επικαλείται το σύνταγμα οταν ανέχτηκε να γίνει λάστιχο χάριν του σοσιαλισμού παλιότερα (εδώ)
τσοκαρο, λαικογκομενα, τσοκαρια ραχηλ μακρη, τι ηταν αυτες οι εκλογες του 12 ρε πουστη μου, με λοταρια να εκλεγονταν καλυτεροι θα βγαιναν.. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η χαμηλοκώλα, με επιπλέον γιδιότητα πισωκούνας.
Got a better definition? Add it!