Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
η μεταμόρφωση της πεταλούδας

  1. Προτιμώ να διαβάσω για την αναπαραγωγή της κάμπιας παρά κοέλιο ΕΔΩ
  2. αυτος ο μαραθωνιος εχει τοσο ενδιαφερον οσο και ενα ντοκιμαντερ για την αναπαραγωγη της καμπιας #dwts5 ΕΔΩ
  3. Δεν θέλει να μιλάμε για "λαθολογία" ο μπούρδας. Ε καλά να μιλήσουμε για την αναπαραγωγή της κάμπιας #ERTdebate2015 ΕΔΩ
  4. Όταν απέλυσαν τους χιλιάδες ιδ. υπαλλήλους κ έκλεισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η #ERT μετέδιδε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της κάμπιας ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικό για αυτόν που λέει όχι. Χρησιμοποιείται ως πολιτικό φαυλιστικό για τους οπαδούς του Όχι στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Ασφαλώς, εμπεριέχει και σημασίες του έτερου ορισμού της οχιάς ως χαρακτηριολογικού προσδιορισμού. Λεγόταν πάντως και εξαπανέκαθεν όταν εκνευριζόμαστε με κάποιον που λέει όχι και του ανταπαντάμε οχιά! ή οχιά διμούτσουνη να σε φάει!.

Πάσα: Ναι και Όχι, άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.

Και τι θα καταλάβουνε όλες αυτές οι οχιές από αξιοπρέπεια αν γίνουμε σαν την Αλβανία του Χότζα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...as in λες ρίλες.

Βγαίνει απ' την έκφραση «ψωλές απο γορίλες».

Παρόμοια με το πούτσες μπλε και παπάρια με λουλούδια.

- Πώς ήταν η ταινία ρε μαλάκα;
- Ρίλες, ρε φίλε, σκατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βλέπουμε ότι «όλοι» κάνουν κάτι το οποίο, κατά την δική μας λογική ή ένστικτο, είναι από ψιλοχοντρομαλακία έως απόλυτη καταστροφή, ή το οποίο δεν μας αφορά καθόλου και οι Άλλοι το κάνουν για άλλους λόγους... αλλά έχουμε κριτήριο μηδέν -και αυτοπεποίθηση ή θάρρος υπό το μηδέν, οπότε βασιζόμαστε στις επιταγές του συνόλου ώστε να βγάλουμε τον εαυτό μας από το δίλημμα το οποίο, αν δεν το απαντήσουμε σύμφωνα με το σύνολο, θα μας στείλει έξω από το μαντρί και μάλλον θα μας φαν οι λύκοι. Γιατί έξω από τη μάζα κάνει κρύο.

- Πού να πάω για Πρωτοχρονιά, στο Περτούλι, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελβετία ή στο Καϊμακτσαλάν;
- Έλα ρε μαλάκα, και συ Βρούτος, και συ με τον μπουχό;
- Μα είναι πολύ της μοδός τελευταία.
- Ζγα ρε! Χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος; Θα σιχτιρίσεις από την ταλαιπωρία και θα σου φύγουν ένα κάρο λεφτά! Πήγαινε στην Ίφκινθο καλύτερα, είναι ωραία τον χειμώνα.

(από tasurmata, 28/12/10)(από Galadriel, 29/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτόλειος σλανγκισμός, από τις πρώτες γειώσεις που κανείς ακούει/μαθαίνει από την προσχολική ακόμη ηλικία. Απαντάει στην ερώτηση «Γιατί;» εκφράζοντας ορθά-κοφτά την άρνησή μας να δώσουμε εξηγήσεις. Συνώνυμα: «Γιατί έτσι», «Για να ρωτάς εσύ», κ.ά.

Σημ.: Μπορεί να ακολουθήσει από τον αρχικό ερωτώντα εν είδει βρις-οφ η φράση «Και τ΄άλλο το 'φαγες εσύ», οπότε καλό είναι να έχουμε φυλαγμένα τα νώτα μας με άλλη γείωση «Π.χ. Τσίμπα μου ένα αρχίδι» κ.τ.ό.

— Θα έρθεις αύριο στο Παρτιζάν; Παίζουν οι Grey Room!
— Δεν είμαι σίγουρος...
— Γιατί;
— Γιατί η γάτα έχει ένα αυτί!
(in sotto voce) Εσύ θα χάσεις. Mλκ.

Grey Room - Stormy Sea Sound (από allivegp, 06/02/10)live @Partizan (από allivegp, 07/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεία έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο. Λέγεται από τον ομιλητή για να δηλώσει ότι έχει μια ιδιότητα που αναζητείται ή είναι χρήσιμη στην συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από την αγαπημένη ελληνική σειρά, Κων/νου κι Ελένης.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Οι σοφεράντζες, όπου ο Κων/νος κι η Ελένη θέλουν να μάθουν να οδηγούν)

Ελένη: Μωρή Πέγκυ, έχουμε κανένα φιλαράκι που να ξέρει να οδηγεί καλά; (για να της κάνει μαθήματα)
Πέγκυ: Κάτσε ρε Ελενάκι, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω; Μιλάς τώρα για καλό οδηγό, τη στιγμή που έχεις μπροστά σου τη σοφεράντζα την ίδια!;

Βλ. και μπρίκια κολλάμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified