Selected tags

Further tags

Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..

- Ψηλέ άραγκον και χώσε μπίου, παίζει rave εδώ! Κοίτα το χάπατο πώς κουνιέται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Notis Σφακιανάκης.

Χρησιμοποιείται ευρύτατα από μπουζουκόβιους οι οποίοι έχουν ύψιστο κόλλημα με τον «Άρχοντα» Notis.

- Σήμερα το βράδυ θα μαζευτούμε να δούμε τον Άρχοντα.
- Έλα ρε θα χτυπήσετε μπουζούκια απόψε! Που τραγουδάει ρε συ φέτος - Όχι ρε τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών θα δούμε.
- Α, είπα και γω αφού είστε ξενέρωτοι...

Από το νέτι (από Vrastaman, 04/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο heavy-duty χρήστης κοκαΐνης. Για να τον αποκαλέσουμε έτσι πρέπει να κάνει συχνά και μεγάλης διάρκειας μύτινγκ. Προέρχεται (και ετούτο) απο τα Ξύλινα Σπαθιά και το τραγούδι τους.

-Ο Χρήστος κατέντησε και αυτός βασιλιάς της σκόνης...
-...Πες του να ξεκόλλήσει με τις θεωρίες...

Η τραγουδάρα (από Khan, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομα τα οποία συναντώνται κυρίως στην επαρχία και τα οποία είναι υπεύθυνα για τη μουσική υπόκρουση σε μαγαζιά που λειτουργούν ταυτόχρονα ως καφετέριες, bar, ταβέρνες και club.

Συνήθως φοράνε ρούχα αμφιβόλου αισθητικής με αποχρώσεις και υλικά που δεν ταιριάζουν αναμεταξύ των.

Είναι πολύ δημοφιλείς σε κοινωνικές ομάδες χαμηλού πνευματικού επιπέδου και φτωχής αισθητικής. Οι μουσικές επιλογές τους είναι συνήθως ένα μείγμα ποπ και τσιφτετελιού με μικρά πεντάλεπτα διαλείμματα δημοτικής μουσικής. Μια από τις κύριες τεχνικές που χρησιμοποιούν είναι η αναπαραγωγή έτοιμων «μιξαρισμένων» δίσκων από άλλους επαγγελματίες DJ, τους οποίους υποκρίνονται ότι «μιξάρουν» επί τόπου. Συνήθως το μουσικό πρόγραμμά τους επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στη βραδιά λόγω των λίγων «προμιξαρισμένων» CD που διαθέτουν.

- Γιατί παίζει συνέχεια τα ίδια; Πρώτη φορά ακούω αυτά τα πράγματα...
- Και όμως. Είναι ο καλύτερος βλαχοντιτζέι που διαθέτουμε.

(από chrismegas, 01/03/11)(από chrismegas, 01/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επαρχιακό μπουζουκοσκυλάδικο Δ' κατηγορίας. Αποκαλείται έτσι για την ποιότητα των φωνών των ερμηνευτών του.

Ρε μαλάκα πού ήρθαμε; Τί γαβγάδικο είναι αυτό;

Δεν αντέχονται πιά αυτά τα σκυλιά... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Σχετικά λήμματα: σκυλί, σκύλος, σκυλοτράγουδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το ειρωνικό σχόλιο, που μπορεί να πέσει για άτομα που δε διαθέτουν μουσική παιδεία, είναι εντελώς ατάλαντα στο τραγούδι, εντούτοις όμως είναι ψωνισμένα με το τραγούδι και επιμένουν να αγριογκαρίζουν.

Έτσι ο όρος παραπέμπει στο κακής ποιότητας τραγούδι και αναφέρεται σε τύπους που διαθέτουν λαρύγγι Κακοφωνίξ ή Μαρία Καβλας. Η Μαρία Κάβλας βέβαια, μπορεί να μην είναι αοιδός (Αιδοιός οπωσδήποτε), ωστόσο διαθέτει άλλα τάλαντα.

Είναι γεγονός πως η τύπισσα έχει από φωνή μουνί, κι από μουνί φωνάρα. Μπορεί να μην έχει μεν καλλιτεχνικό λαρύγγι, έχει όμως βαθύ λαρύγγι. Κι ο τρόπος ακόμα, που κρατάει το μικρόφωνο παραπέμπει σε άλλα κρατήματα. Δεν έχει ακούσει ποτέ της Λίστ (η μουσική παιδεία που λέγαμε), αλλά έχει σίγουρα αδιαμφισβήτητο ταλέντο ως ψωλίστ.

Τέτοια ψώνια ψαρεύονται από εκπομπές τύπου Αννίτας και πολύ συχνά τους/τις βλέπεις να συνοδεύουν κάποια αγριόσκυλα σε σκυλάδικα του αισχίστου είδους.

-Τι άναρθρες κραυγές είναι αυτές που ακούς στην τηλεόραση;
-Δεν έχει τίποτα σοβαρό η τηλεόραση, εκτός απο αυτό που βλέπω.
-Τι βλέπεις;
-Aκούω τον Κάτμαν στην εκπομπή της Αννίτας. Σε λίγο θα 'ρθει κι ο τύπος που τραγουδάει το «σχιζοφρενή με το πριόνι». Κάτσε λίγο... Θα σ' αρέσει.
-Κοίτα, ή χαμήλωσέ το, ή ψάξε μπας και πιάσεις Λιακόπουλο. Κάπου θα τον βρεις. Χίλιες φορές να ακούω τις φωνές του, από αυτή τη γαργάρα με ξυλόπροκες που μου 'χει τρυπήσει τ' αυτιά μου. Λίγο ακόμα και με βλέπω για ωριλά αύριο. Και αν πάω εκεί... γάμησε τα.
-Σουτ. Μπήκε ο σχιζοφρενής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι φανατικοί θαυμαστές του Σταμάτη Γονίδη. Η αρρώστια είναι κληρονομική, αλλά και κολλητική. Δηλ. ένα παιδί που μεγαλώνει σε λαϊκό περιβάλλον και οι γονείς του είναι ευαίσθητοι, ευνταλγκάδωτοι κ.τ.λ. είναι πιθανό να πάρει τα γονίδια από τους γονείς του.

  2. Οι τραγουδιάρηδες που έχουν ζηλώσει την δόξα του Σταμάτη Γονίδη. Το πιο χαρακτηριστικό: Δεν τραγουδάνε, αλλά ουρλιάζουν στο μικρόφωνο με όλη τους τη δύναμη. Επίσης είναι ευαίσθητα καλά παιδιά του λαού μας. Και, καθώς, όπως είπε συνονόματος του συσλαγκιστή μας «ουκ εγένετο μαθητής μείζων του διδασκάλου αυτού», οι μιμητές αυτοί δεν είναι παρά «γονίδια» και όχι the real stuff!

Νταλικέρης ο Βρασίδας ο μπαμπάς, ακούει όλο Γονίδη στο δρομολόγιο. Τώρα πήρε τα γονίδια κι ο γιος του ο Μητσάκος! Όλη μέρα ή Γονίδη θα ακούσει ή γονίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος πλήκτρων που εμφανίζεται συχνότατα σε β' διαλογής / καλτ λαϊκά / σκυλάδικα. Συνηθέστερα και προφανέστατα προέρχεται από εξίσου β' διαλογής keyboard, το οποίο ενώ μπορεί να ακούγεται ως συνοδεία στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ένα μέρος του κλέβει την παράσταση.

Τι γυφταρμόνιο είναι αυτό που παίζει στο «Για τα μάτια του κόσμου»! (βλ. και μήδι)

Δες και ψησταριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μπουζούκι.

Λέγεται και ζητιανόξυλο.

Και οι δυο όροι, χρησιμοποιούνται από μεν τους χειριστές του αυτοσαρκαστικά, από δε τους επικριτές του, προσβλητικά.

- Από τότενες που πιασε στα χέρια του, ετούτο το ρημάδι το γυφτόξυλο, δε λέει να τ' αφήκει.

(από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified