Further tags

Έκφραση που υποδηλώνει την ζημιά που υφίστανται τα ηχεία υψηλών συχνοτήτων (πρίμα) όταν αναπαράγουν ήχους σε υπερβολικά μεγάλη ένταση.

- Χθες είχανε έρθει κάτι φίλοι από το χωριό και ακούγαμε στο αμάξι κάτι πανηγυριώτικα. Βιολιά, τσαμπούνες.... άστα χάσιμο, μερακλώνω σε κάποια φάση τσιτώνω το AIWA και καψάλισα τα tweeter.
- Ωχ πάνε τα καινούρια ηχεία. άκλαφτα δηλαδή....
- Χαλάλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαβούρα, το ντάπα-ντούπα (π.χ. σε κλαμπ).

Γουστάρεις νυχτερινό ντουβρουτζά κ' έτσ';

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυσική βραχνάδα στη φωνή. Αποτελεί προτέρημα σε πολλά είδη μουσικής καθώς προσθέτει βάρος και συναίσθημα στην ερμηνεία. Προέρχεται εκ του ιταλικού greggio (γκρέτζο) που σημαίνει ωμό, ακατέργαστο και συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικώς με το πετρέλαιο και δηλώνει, εννοώντας αυτό που λέμε στα ελληνικά αργό.

Η λέξη όμως έχει ακολουθήσει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική σλανγκ μέχρι την προαναφερθείσα σημασία. Τα γρέζια στην μαστοριλίστικη αργκό είναι το παχύρρευστο μείγμα ορυκτελαίου και μικρορινισμάτων μετάλλων που έχουν αποπλυθεί από την κυκλοφορία του ελαίου κατά την διάρκεια μιας μηχανουργικής διεργασίας ή ρονταρίσματος κάποιας μηχανής.

Εμφανώς, κάποιος εύστοχα συνέδεσε το παχύρρευστο και ακατέργαστο των ελαιωδών αυτών διαλυμάτων με την φλεγματώδεις εκκρίσεις της λαρυγγοφαρυγγικής κοιλότητας, που προκαλούν και την εν λόγω βραχνάδα.

Υπάρχουν βέβαια και φέηκ γρέζια στα οποία ουκ ολίγοι νεομέταλ φρόντμεν προσπαθούν να επιδοθούν, χρησιμοποιώντας σάλιο επιγλωττίδα και ότι άλλο μπορεί να βάλει κάνεις με το νου του.

Καταχρηστικά το γρέζι, κυρίως ως ανεπιθύμητο background noise, χρησιμοποιείται σε κάθε είδους συσκευή ήχου (ενίοτε και εικόνας)

  1. Φιλε Χαρη το εχω το προγραμμα!Ειναι κορυφαιο για τζαμπα!Αν και δεν αναγνωριζει την εντολη G83 που ειναι για peck drilling(τρυποκαρυδος).Αυτη η εντολη κανει τρυπα 1mm παραδειγμα,βγαζει το κοπτικο εξω να καθαρισει απο το γρεζι,ξανακοβει αλλο ενα μεχρι να φτασει το επιθυμητο βαθος.Αυτη η εντολη ειναι σαφως καλυτερη απο την G81 που το παει μια και εξω και οταν τρυπας αλουμινιο ή το τρυπανι εχει κοντα λουκια το υλικο που κοβεται δεν προλαβαινει να βγει εξω απο την τρυπα με αποτελεσμα να φρακαρει η τρυπα με γρεζι. (από εδώ)

  2. Το ασφαλέστερο,το πιο εντυπωσιακό και το πιο ωραίο μέταλ γρέζι(δεν μιλώ για thrash και death φωνές) γίνεται με την επιγλωττίδα και την ταυτόχρονη χρήση του twang που λέει η voice . Το να το μάθει όμως κάποιος μόνος να το κάνει του είναι σχεδόν απίθανο. Πρέπει κάποιος να του το δείξει... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουσική που μας φτιάχνει και την ακούμε ΔΥΝΑΤΑ. Μας κάνει (για λίγο), να μην ντρεπόμαστε που είμαστε ζωντανοί.

- Θα σταματήσετε, επιτέλους εσείς οι αποπάνω με τα ουρλιαχτά!!!
- Ρε δε βαράτε το κεφάλι σας καλύτερα..
- Πάαινε ρε βρε καμιά γκόμενα να ‘συχάσουμε λεω...
- Γιωρ ε Γιώργη κλείσε το παράθυρο του φωταγωγού, να γουστάρουμε Tool.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ονομασία των 3 πρώτων φθόγγων στη βυζαντινή μουσική, πα-βου-γα.

Συνώνυμο του αναχρονισμού, της πίστης στην παράδοση με παρωπίδες, του αποτροπιασμού έναντι κάθε τινός νεοτεριστικού σχήματος.

Χρησιμοποιήθηκε σε συγκεκριμένες περιστάσεις, κυρίως στο μεταίχμιο της μεταβολής μεταξύ παλαιότερων τάσεων σε νεότερες, με εφαλτήριο κυρίως τις καλλιτεχνικές συγκρούσεις ρευμάτων. Ιδιαίτερα στο λαικό τραγούδι, όταν εισέρρεαν τάσεις από μάμπο, τσατσά, σουίνγκ κ.α. ξένα μουσικά είδη, όπως έκαναν οι χιώτηδες της εκάστοτε περιόδου, τότε οι αμετανόητοι, οι τυφλοί πίστοί στους δρόμους τους βυζαντινούς του ρεμπέτικου κ.α. που απέρριπταν αυτήν την τάση, χαρακτηρίζονταν ως παβουγαδιστές.

Έτσι, επεκτάθηκε η χρήση του προσδιορισμού και σε άλλους τομείς.

  1. Αυτός είναι τόσο πολύ της εκκλησίας που δε μπορεί κανείς να του βγάλει το ενοχικό του αίσθημα για το προπατορικό. Έχει κολλήσει στο τροπάριο της Κασσιανής, ο παβουγαδιστής.

  2. Αυτός δε μπορεί να τραγουδήσει πιο αλλέγκρα. Έχει κολλήσει στα ισοκρατήματα και στα μουρμουρητά ο παβουγαδιστής.

  3. - Μα επιτέλους, κύριε πρόεδρε, πρέπει να κοιτάξουμε το σήμερα. Δε μπορούμε να επικαλούμαστε με παβουγαδισμούς να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα samples (σαμπλς) που χρησιμοποιούνται στο χιπ-χοπ (και τα υπο-είδη του, π.χ. η low bap) και στην ηλεκτρονική μουσική (και τα υπο-είδη της).

Πω ρε φίλε, αυτή η ντραμεντμπεϊσιά είναι τίγκα στο γαμάτο σαμπλίδι!!!

Βλέπε και σάμπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «πνευστός» που δεν έχει κουρδίσει σωστά το όργανό του· ο τόνος του είναι είτε λίγο χαμηλότερα, είτε λίγο ψηλότερα από το σωστό. Κατά άλλη εκδοχή γράφεται με γιώτα, ψιλοχάμηλος, και σημαίνει ότι το κούρδισμα είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό που πρέπει, κοινώς ψιλοχαμηλότερα.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τα πνευστά, καθώς είναι γνωστό ότι είναι δυσκολότερο το κούρδισμα των πνευστών οργάνων, παρά των εγχόρδων· ο «έγχορδος» που δεν έχει κουρδίσει σωστά είναι απλώς φάλτσος ή παράτονος.

Αν και έχω παίξει κλαρινέτο αρκετές φορές με τη μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης (1980-1982), την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά από τον Δημήτρη Βάμβα, πρώτο όμποε της Κ.Ο.Α. στην κυριακάτικη εκπομπή της ΕΤ1 «Μικρά Πορτραίτα» της 6ης Δεκεμβρίου 2009.

Υπενθυμίζω ότι το «κούρδισμα» των πνευστών γίνεται συνήθως με αυξομείωση του μήκους του ηχητικού σωλήνα μετακινώντας κατάλληλα μέρος του σωλήνα. Το όμποε είναι αρκετά «ιδιότροπο» και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει στο κούρδισμα, χρησιμοποιείται για να δίνει τον τόνο της ορχήστρας (συνήθως 443 Hz για το μεσαίο λα).

Ρε συ, κάτι δεν μου πάει καλά με το δεύτερο φλάουτο.
— Αυτός ο Ευαγγελόπουλος είναι μόνιμα ψηλοχάμηλος!

Δημήτρης Βάμβας (από panos1962, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified