Further tags

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπαντες οι εργαζόμενοι αναμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις του ετήσιου, εργασιακού ξεμπαταριάσματος (εξ ου και το γνωστό κλισέ «...να φορτίσω τις μπαταρίες μου...»). Οι εκδρομείς, είτε αδειεύονται με στόχο το πλήρες ρέκλιασμα, είτε με στόχο πολλαπλές δραστηριότητες (βλ. εκδρομές, αγροτουρισμό, άθληση) στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μεταβάλουν τις ενδυματολογικές και συχνά κοινωνικές συνήθειες/φραγμούς που υπό Κ/Σ προσδιορίζουν την καθημερινότητα τους.

Σ’ αυτούς, προστίθενται φυσικά και οι μαθητές/φοιτητές, οι οποίοι ως τυχεροί αποδέκτες του υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευσης που προσφέρει το φροντιστ… εχμ, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αμολιούνται αλαλάζοντας στα νησιά της επικράτειας, συνήθως με στόχο την αναβίωση της Ιλιάρδας ως αντίδοτο στην Πανελληνίαση, τον πραγματικό φόρτο σχολής αλλά και τον «φόρτο» «σχολής». Εξαίρεση οι Κνίτες, οι οποίοι σπεύδουν στις κολεκτίβες της Τασκένδης, και οι προοδευτικοί που αναχωρούν για Ίφκινθο συνοδεία παρεακίου και αρχηγού.

Η από Ανοίξεως έκρηξη των ορμονών η οποία το θέρος φτάνει στο ζενίθ σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες της υπερήφανης χώρας μας και το γνωστό ελληνικό ταμπεραμέντο, επιτρέπουν την μαζική υιοθέτηση μικρών ή συνολικών (+ όλο το ενδιάμεσο φάσμα) αλλαγών στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά των παραθεριστών.

Ο προορισμός των διακοπών σαφώς και μπορεί να εντείνει (Μάϊκονος) ή να κάμψει (Καλαμπάκα) το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε γενικές γραμμές, οι ήρωες μας παραδίδονται στην ελευθερία που τους προσφέρει η εκτός συνήθους εργασιακού/κοινωνικού κύκλου (έστω προσωρινή) διαβίωση. Η ελευθερία αυτή φτάνει στο υπερθετικό, συνδυαζόμενη αφενός με την ανεμελιά και αφεδύο με το «ευαγγέλιο» της καλοκαιρινής αδείας: «έλα μωρέ σε διακοπές είμαστε» = «δεν θα μας δει κανείς οπότε κάνε ότι θες».

Φτάνοντας εδώ ο αναγνώστης, αναρωτιέται για το μέγεθος της προηγηθείσας εισαγωγής και το γεγονός ότι το λήμμα μας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Μην απελπίζεσαι πιστέ σλανγκοφανατικέ! Η εισαγωγή θέτει το απαραίτητο κοινωνικοοικονομικοφυλετικό υπόβαθρο για να κατανοήσεις την ρίζα του κακού: τα ρέστα του καλοκαιριού

Τα ρέστα του καλοκαιριού λοιπόν, είναι η μεταφορά/συνέχεια στην «έδρα μας», των ενδυματολογικών αλλαγών ή/και συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από την εισαγωγή, όσο πιο δυναμικά έχουν παίξει οι διάφορες παράμετροι, τόσο πιο κωμικοτραγικό είναι το αποτέλεσμα άμα τη επιστροφή στο κλεινόν άστυ.

Η ουσία εδώ, είναι η απόλυτη άρνηση για απεμπλοκή από την ψυχολογία των καλοκαιρινών διακοπών και αφού οι διακοπές στο νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα σκασμό μαλακίες που κάναμε, αυτές πρέπει να συνεχιστούν και στο σπίτι. Προσοχή, τα ρέστα δεν αφορούν σε άτομα τα οποία ντύνονται/συμπεριφέρονται μόνιμα έτσι.

Έχουμε λοιπόν:

  • Κουδουνιστά βραχιόλια αστραγάλου – μια χαρά αν είσαι φοιτητριούλα αλλά μάλλον άστοχο αν είσαι π.χ. υπάλληλος τράπεζας.
  • Τατουάζ χέννα σε εμφανή σημεία (χέρια, πόδια) – είπαμε, μόνο η Μαντάνα τα κάνει αυτά, κι αυτή μόλις έπιασε η μόδα το παράτησε (hint!).
  • Χαϊμαλιά, δαχτυλίδια flower-power, ρύζι με το όνομα σου, ονειροπαγίδες, «το όνομα σου με σύρμα» - cool, άντε και τρέντυ στην παραλία και το βράδυ στο μπαράκι. Με φόντο τσιμέντο και μαραμένο γεράνι όμως...
  • Παντόφλα 5-0 στη δουλειά – εκτός αν είσαι ταρίφας ή τελειωμένος κάγκουρας.
  • Μπικίνι λαμέ/Χρυσά/Sheena Queen of the Jungle/Τρικίνι με συνδυαστικό πάστωμα – είπαμε, αυτά στο Super Paradise όπου το drag show όχι απλώς ενδείκνυται, αλλά επιβάλλεται εκτός αν είσαι μπουρναζογκόμενα οπότε...
  • Τόπλες (συνδυαστικά με το προηγούμενο) – βρε καλή μου, καταλαβαίνω ότι μάζευες λεφτά ένα χρόνο για μια βδομάδα στην Ψαρού και έτρεχε ξωπίσω σου το Star για τα δέοντα, αλλά εδώ είναι ΕΟΤ ΒΑΡΚΙΖΑΣ!
  • Προσπάθεια εισόδου σε αστικό night club με λαχανί σαγιονάρα, πολύχρωμη βερμούδα και φανελάκι
  • Ψάθινο καπέλο καουμπόι (ειδικά αν έχει περιμετρικώς πέτσινο κορδόνι με περασμένα κοχύλια κλπ.). Στο Βάϊ και τις Μικρές Κυκλάδες σε έχουνε θεό (τι θεό, ημίθεο και βάλε). Στην παραλιακή μπορεί να σου ζητήσουν φορτιστή αυτοκινήτου ή το τελευταίο CD της Βισσοβανδή.
  • Υπερκατανάλωση καλοκαιρινών πιοτών (Mojito, Caipirinha, σφηνάκια, καρπούζα, κλπ.) και άνοδος σε τραπέζια/μπάρες αλαλάζοντας και στριφογυρίζοντας το μπλουζάκι πάνω απ’ το κεφάλι - πάει πακέτο με δήλωση στο Star: «Eδώ περνάμε suuuuper!!!!» ή κάποια αντίστοιχη τρεντουλιά και μεις ψάχνουμε διαφυγή.
  • Απεριποίητη μουσάρα ή αξύριστα πόδια/μασχάλες γιατί «ένα μήνα στο Ελαφονήσι ήμασταν σε φάση natural» (τύφλα να’χει ο Γκρίζλυ Άνταμς).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαζικοποίηση των παραπάνω μοδών καθώς η γνωστή επιχειρηματικότητα του Έλληνα έχει διασπείρει τα σχετικά «προϊόντα» σε όλους πλέον τους τουριστικούς προορισμούς ανά τη νησιωτική χώρα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυταπάτη των ατόμων αυτών ότι και καλά τα σχόλια των γύρω τους (όπα μεγάλε!, για δες αλλαγές!, κλπ.) είναι δείγματα θαυμασμού και αποδοχής, ενώ το σύνολο των παραπάνω θα πρέπει να ξορκίζεται στο πυρ το εξώτερο μαζί με τα πήλινα σταμνάκια-καρδερίνες και τα μπουκάλια κουμ-κουάτ που δίνονται σε γονείς για να έχουν κάτι να θυμούνται...

Εντός λήμματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την παραμονή του «καλοκαιριού τση αγάπης» οι Strawberry Alarm Clock τραγουδούσαν για θυμιατά από πιπερόριζα και ο Scott McKenzie υπενθύμιζε στους μεταβαίνοντες στο San Fransisco να πλέξουν λουλούδια στις κοτσίδες τους, ο Mick Jagger ήθελε να τα βάψει όλα μαύρα και οι Velvet Underground περιμένανε τον βαποράκι τους με $26 ανά χείρας.

Η σκοτεινίλα ή νταρκίλα ως état d' esprit στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, κ.ταλ. ασκεί έντονη γοητεία. Συχνά δρα ομοιοπαθητικά με συνέπεια να εκτιμούμε περισσότερο τα όσα χρώματα μας μοιράζει η τράπουλα τση πουτάνας τση ζωής. Εξερχόμενος από προβολή του Eraserhead, είναι δυνατόν να μην θέλεις να αγκαλιάσεις το σκατουρημένο κουτσούβελό σου, να φιλήσεις την πεθερά σου και να σφίξεις το χέρι του εργοδότη σου; (ή, αντίστοιχα, να πανηγυρίσεις που είσαι ελεύθερος, άτεκνος και άνεργος;)

Μιλάμε πάντα για καλώς εννοούμενες εντεχνindie πχοιοτικές καλτιές και ψαγμενιές, μακριά από εμάς οι μόνο μπλακ νταϊνταήδες και οι χρήζοντες emoκάθαρση γκοθάδες με τις μανιοκαταθλιπτικές τους γκόμενες που ξημεροβραδιάζονται σε πεθαμενάδικα. Αυτές είναι κακώς εννοούμενες σκοτεινονταρκίλες.

Προσοχή: το λήμμαν να μην συγχέεται με μαύρα ακούσματα και γκιραπιές.

Ασίστ για την παραλλαγή νταρκίλα: Pirate Jenny.

- Και ο δεύτερος δίσκος είναι εξαιρετικός. Το έγραψαν όλοι, ή σχεδόν όλοι. Ο πρώτος είχε ξεκινήσει μια περίοδο που η σκιά των Bad Seeds βάραινε κάπως τα επόμενα σχέδια. Όχι ότι ακούγεται διαφορετικός πολύ. Αυτή η σκοτεινίλα πάντα θα υπάρχει. Πάντα.

- ολη η βρωμια και η νταρκιλα των 80ς ανακατεμενη με ψυχεδελεια εφτιαξαν ενα μιγμα που μου ανατιναξε το μυαλο

- Βέβαια, για λόγους σκιώδεις και ύποπτα κινούμενους στη νύχτα του μυαλού του σκηνοθέτη, του Itsue Kawasaki, οι φιγούρες σε αυτό το μικρο- anime μιλάνε Αγγλικά με τη γνωστή, αγαπημένη, σάπια ιαπωνική προφορά, επομένως δε σε αφήνει να το ευχαριστηθείς τόσο πολύ. Του αφαιρεί αρκετή σκοτεινίλα και την αντικαθιστά με σκέτη νίλα

- Γραφικα 9/10 , απλα γιατι περιμενω το sequel και το αργουν πολυ. Ηχος υπεροχος. Χειρισμος απο τους καλυτερους ever. Αυτο που με συγκλονιζει ειναι η νταρκιλα που εχει το παιχνιδι. ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ. Αν μπορουσαν οι devs, θα μοιραζαν και λιγη νταρκιλα στο συνταγμα τωρα που ειναι καιρος κρισης. .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλάδες αποκαλούνται οι:

Βλ. και κρυφοσκυλάς.

  1. Ποιος είναι ο καλύτερος λαϊκός και σκυλάς τραγουδιστής; Tolis Tsimoggianis; Alekos Zazopoulos; Giannis Kollias; Kostas Safetis; Vasilis Mitropoulos; Stathis Ksenos; Xara Vera; Xaris Kostopoulos; Spiros Zaxarias; Anneta Marmarinou; Giannis Floriniotis; Giorgos Salampasis; Antzela Dimitriou; Vasilis Karas; Vasilis Terlegas; Gonidis; Konstantinopoulos; Notis Sfakianakis... (Βλ. εδώ)

  2. Αγαπητοί συνφορουμίται, με περίσσια χαρά σας παρουσιάζω το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ εξώφυλλο της υπερ-καλτ μοναδικής ταινίας «Ο ΣΚΥΛΑΣ» με τον Κώστα Στεφανάκη. Δώστε προσοχή στις διάφορες ατάκες όπως «μια ταινία για όλη την οικογένεια» και «γυρισμένη στη όμορφη Χαλκίδα». Επίσης παρατηρήστε την έντονη ανορθογραφία : Η Μανουσέλη έγινε Μανουσέλι, το «guest star» έγινε «gest star», στην πλοκή, αντί «κυνηγιέται» γράφει «κυνηγιέτε». Η μόνη αληθινή ατάκα, είναι ότι «δε θα ξεχάσετε ποτέ αυτή την ταινία». (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που μοιάζει να συχνάζει κάθε Σάββατο πρώτο τραπέζι κάλτσα, που φαίνεται να ακούει δηλαδή σκυλάδικα και να έχει ως μόνιμη απασχόληση το να χορεύει τσιφτετέλι πάνω σε τραπέζια σκυλάδικων/ελληνάδικων.

- Κοίτα ρε μαλάκα τη γκόμενα με το λεοπαρδαλέ μίνι! Πώωω, κάτι μπουτάρες...
- Πάρε ένα σκυλί... Ε ρε και να σε βάλω στα τέσσερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πολύ κολλητό τζιν παντελόνι. Ήταν πολύ της μόδας στα 80s και συνδέθηκε άρρηκτα με την ενδυματολογική άποψη του heavy metal και ιδιαίτερα του thrash (σε στάνταρ συνδυασμό με αθλητικό μποτάκι). Ακόμα φοριέται από μεταλλάδες νοσταλγούς των χρυσών μέταλ 80s ή ακόμα και από μεταλλάδες πουρέιντζερς που έζησαν οι ίδιοι τα 80s και με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έχουν καταφέρει να παγώσουν τον χρόνο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Γενικότερα πάντως, σωλήνες λέγονται στον χώρο της μόδας τα κολλητά παντελόνια κάθε είδους (ακόμα και τα mainstream και haute couture - τυμβωρυχία και ιεροσυλία!)

  1. (Από εδώ)
    «Στο μεταλλάδικο δεν μπορείς να πάς αν δεν έχεις μακρύ μαλλί και παντελόνι σωλήνα με περασμένη αλυσιδίτσα για τα κλειδιά. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι η αλυσίδα δεν αποτελεί εφεντζίδικο γκάτζετ. Χρειάζεται για να τραβάς και να βγάζεις τα κλειδιά από την τσέπη του σωλήνα αφού άπαξ και τα έχωσες εκεί μέσα, δεν παίζει με τίποτα να χωρέσει το χέρι σου για να τα ξαναβγάλεις.»

  2. (Από blog)
    «Ευτυχώς που τελειώνει ο χειμώνας και θα σταματήσει το φαινόμενο «βάζω μπότα μέσα στο παντελόνι, ασχέτως του ότι το παντελόνι είναι baggy και σακκουλιάζει, δεν μπαίνω καν στον κόπο να αγοράσω σωλήνα παντελόνι, δεν μπαίνω άλλωστε μέσα σε σωλήνα παντελόνι επειδή δεν είμαι η Kate Moss, απλώς αγοράζω μπότες ότι να ‘ναι, τις φορώ και κυκλοφορώ όπως τον καουμπόη» (gay ή μη).»

Πολλοί σωλήνες μαζεμένοι... Δισκάρα παραμπιπτόντως το Coma Of Souls!! \m/ (από Cunning Linguist, 29/03/09)(από jesus, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη εκδοχή του φρικιού με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-ίκουλας». Οι κυριότερες (και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες) φυλές του φρίκουλα περιλαμβάνουν:

1. Ρατσιστικά: ανθρώπες με ειδεχθή εμφάνιση.

Εδώ υποβόσκουν τέσσερις κατηγορίες:

  • Τα ακραία μπάζα.
  • Τα «τέρατα της φύσεως» (lusus naturæ), άτομα δηλαδή με εκ γενετής δυσμορφίες και δυσπλασίες (μικροκεφαλισμός, σιαμαία δίδυμα κλπ).
  • Διαμελισμένα θύματα ατυχημάτων ή πολέμων.
  • Όσοι οικειοθελώς υιοθετούν το λουκ, υποβαλλόμενοι σε αντεργκράουντ πλαστικές επεμβάσεις, λιμάρισμα κυνοδόντων, εξτρήμ πήρσινγκ, στρέτσινγκ και τατουάζ, κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο industrial μουσικός Genesis P-Orridge που υπεβλήθη μαζί με την (μακαρίτισσα πλέον) σύζυγό του σε αλλεπάλληλες εγχειρήσεις προκειμένου να σμιλευτεί ένα νέο «πανδρόγυνο» είδος.

    2. Ο γκίκουλας τση τεχνολογίας

Για παράδειγμα:

Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα εξήνταζ για τους ψυχεδέλες (acid freak). Χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • Φρίκουλας με την καθαριότητα.
  • Φρίκουλας με την γυμναστική.
  • Φρίκουλας με την οικολογία, κλπ.

    Συνώνυμο: ναζί του/της... (όπως π.χ. ναζί της γραμματικής)

4. Ο λατέρνατιβ, το φρίκουλο.

Κι εδώ υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

1η κατηγορία

- Φρίκη και αηδία μαζί-Ο φρίκουλας με τα μακρύτερα νύχια στο κόσμο

2η κατηγορία

- Που λέτε ο Τζομπς ήταν μεγάλο τυπάκι, φρίκουλας (το φρίκινγκ έχει να κάνει με τα τηλεφωνικά δίκτυα, ουσιαστικά βρίσκανε τρόπους για να πραγματοποιούν δωρεάν κλήσεις) κι έτσι

3η κατηγορία

- Όχι δεν έχω κανένα κόλλημα με τη Μητρόπολη και τα τσιμέντα. Ούτε είμαι όμως και κανάς φρίκουλας των ορεων και των δασών.

4η κατηγορία

- το 1977 στο Πανεπηστήμιο στην Αθήνα και συγκεκριμένα στη Χημική σχολή έκαναν κατάληψη κάτι φρίκουλες και ένα βράδυ μπήκαν μπουκάραν μέσα στο κτίριο ΚΝίτες φοιτητές και ΚουΚουΈδες εργάτες με κράνη και καδρόνια και σακατέψανε στο ξύλο τους φρίκουλες και έσπασαν την κατάληψη! Αν έγιναν έτσι τα πράγματα, τότε δεν βλέπω πουθενά το κακό. Ίσα-ίσα νιώθω περήφανος που τα συντρόφια μου τότε ξηγηθήκανε αλμυρό φιστίκι τους διασπαστές-προβοκάτορες-ασφαλίτες και ανυπομονώ πότε θα ξανακάνουμIε κάτι τέτοιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified