Selected tags

Further tags

Ντεθάς ή ντεθμεταλλάς: είναι ο καφρομεταλλάς, δηλαδή αυτός που ακούει death metal (καφρίλες).

Ενδυματολογικά διακρίνεται από το στάνταρ χεβυμεταλλάδικο μακρύ μαλλί, τις μπλούζες death συγκροτημάτων και τα κολλητά παντελόνια σωλήνες (ή τις εξίσου αγαπημένες βερμούδες).

Γενικά πάντως ο καθαρός ντεθάς δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την εικόνα του (για τον λόγο αυτόν στους κύκλους των ντεθάδων βρίσκουμε και πολλούς εύχοντρους/-ες). Κυρίως αυτό που ξεχωρίζει τον ντεθά από τον μέσο άνθρωπο είναι η ακόρεστη δίψα του για βοθραλέα φωνητικά, λασπωμένο ήχο από ηλεκτρικές κιθάρες κουρδισμένες στα Τάρταρα, ντραμς που κοπανάνε αδυσώπητα και στίχους που μιλάνε για θάνατο, αρρώστιες, στυγνά εγκλήματα και γενικά για τη σκοτεινή και σιχαμερή πλευρά του μάταιου τούτου κόσμου.

  1. - Να πάρουμε τον Τζιβιτζή στο συγκρότημα;
    - Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι κολλημένος ντεθάς, σιγά μην παίξει Μάικλ Τζάκσον!
    - Έεεελα μωρέ, θα τα βρούμε...

  2. - Άσε ρε, πήγα χθες Obituary και σε μια φάση μπλέχτηκα στο moshing με κάτι γομάρια ντεθάδες... Έφαγα το ξύλο της αρκούδας!
    - Έεετσι, καφρίλα!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μουσικός που παίζει ό,τι πληκτροφόρο όργανο, σε ορχήστρα νυχτερινού μαγαζιού.

ΠΛΗΚΤΡΑΣ Άραβας, να τραγουδάει, με αραβικό πρόγραμμα, ζητείται από εστιατόριο στην Αθήνα, Παρασκευή και Σάββατο.

(από την Χρυσή Ευκαιρία)

(από nick, 29/03/09)(από Pirate Jenny, 31/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την κλασσική πτώση V-I στα ρεμπέτικα, που αποκαλείται τέλεια από τους επαΐοντες. Ενίοτε προηγείται και από το κομπινεζόν που λεκτικοποιεί με εξαιρετικό ταίριασμα στο ρυθμό το ανέβασμα της μελωδικής μινόρε από την πέμπτη στην τονική. Αυτό για όσους έχουν κάνει αρμονία.
Για όσους δεν έχουν κάνει, διευκρινίζω ότι πρόκειται για το κλείσιμο των ρεμπετοειδών ασμάτων, αν και πιστεύω ότι θα κατατοπιστούν απ'το ηχητικό που δίνω αντί παραδείγματος, καθώς η ατάκα πέφτει μόνο τραγουδιστά.
Θα βάλω και γρέζι λαϊκό. Γρρρρρρ!!!

Ευχαριστώ τον γείτονα χανκ για την ασσίστ.

(μύδι αντί παραδείγματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από αίτημα του Vrastaman στο ΔΠ, πλήρες ρισέρτς με γούγλε γούγλε και βιβλιογραφία απέδωσε τα εξής:

«Μεγιέ Μελέ» ή «μεγιεμελέ» (όπως ακούγεται): Μεγάλο hit του Φίλιππου Νικολάου (1973) (στίχοι, μουσική, α' εκτέλεση) και τίτλος του αντίστοιχου μουσικού άλμπουμ του καλλιτέχνη.

Η σημασία του «μεγιέ μελέ»:

Αντίστοιχη έννοια με το «λάι λάι λάι λάι» (που, σημειωτέον, περιέχεται επίσης στο προαναφερθέν τραγουδάκι) και το «τραλαλά» - εύηχες και χαρούμενες λεξούλες χωρίς καμία σημασία, που χρησιμοποιούνται σε κεφάτα τραγουδάκια (δεν έχει καταγραφεί μοιρολόι που να περιλαμβάνει «τραλαλά» ή «μεγιεμελέ») και προσδίδουν μια παιδική ανεμελιά στον στίχο. Σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζει η ύπαρξη του υγρού (και γλυκού κατά μία έννοια) σύμφωνου «λ» που φαίνεται να λειτουργεί κατευναστικά στον εγκέφαλο.

Ειδικά το «μεγιέ μελέ» κάνει ρίμα με το «Τζεμιλέ», το «καλέ» και, λίγο πιο τραβηγμένα, με το «για πού το ‘βαλε» και το «μα δεν το λέει» - βλ. παράδειγμα.

Γενικώς το «μεγιέ μελέ» ξεσηκώνει τρομερά κέφια και μόνο που υφίσταται σε στίχο και ειδικά σε συνδυασμό με την χοροπηδηχτή μουσική, παραπέμπει σε τζερτζελέ και χαβαλέ, που δηλαδή να 'χεις πιει και καναν ναργιλέ (λέξεις εις -λε επίσης, ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση). Εξ ου και η μεγάλη επιτυχία του συγκεκριμένου άσματος, που οδήγησε και σε μεταγενέστερες εκτελέσεις (ενδεικτική εκτέλεση από τον Γ. Γερολυμάτο στο μήδι με την Μόργκαν - του οποίου η ακρόαση είναι μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του λήμματος σε όλο του το μεγαλείο).


Εκ των υστέρων συμπλήρωση μετά από νέες αποκαλύψεις:

Σε υψηλούς κύκλους του slang.gr φημολογείται ότι, το μεγιέ μελέ μπορεί να σχετίζεται με την έννοια μελέ, που αναφέρεται σε νταβαντούρια και μπάχαλο. Ερχόμαστε λοιπόν να επιβεβαιώσουμε, την εξαιρετικά ορθή (αλίμονο, εγώ την διατύπωσα) θέση περί τζερτζελέ, με μεγάλη μας χαρά που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια ακλόνητη αλήθεια. Θεγκζ Γκατζ για τον συνειρμό.

Δώστε βάση στο νόημα:

Ποιος ήλιος εξεπρόβαλε - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ,
ποιος ξέρει για πού το 'βαλε - πού πάει, καλέ, πού πάει καλέ;
Δεν είναι ήλιος μόνο, είναι - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει για φιλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν ήλιος και φεγγάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Ποια να 'ναι τούτη η κερασιά - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
που 'βαλε χάντρα θαλασσιά - μη τη ματιάσουνε καλέ
Αυτή δεν είναι κερασιά - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει γι' αγκαλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν δέντρο και κλωνάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ δυνατά. Από την ένταση του ήχου στον ενισχυτή, όταν την βάζουμε στην τελευταία βαθμίδα.

- Πώς είσαι έτσι, δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα;
- Άσ 'τα μεγάλε, χθες ξενύχτησα και, με το που την έπεσα τελικά για ύπνο, περνάει κάγκουρας με τη μουσική στο τέρμα και με ξυπνάει. Αυτό ήταν, δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση, γνώριμή μας κι απ' το γνωστό τραγούδι που πρωτοερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου, θα μπορούσε να αναφέρεται από κάποιον που βιώνει μια μόνιμη ψυχοσωματική φθοροποιό κατάσταση, ή από κάποιον που συγκυριακά χτυπιέται από διάφορα προβλήματα.

Έτσι, όταν αυτός βρεθεί αντάμα με ένα φίλο, θα μπορούσε χαμογελώντας πικρά να κοιτάξει στον ουρανό, τεντώνοντας τα χέρια πίσω, λες και απευθύνεται στις ουράνιες δυνάμεις (θεωρώντας πως τα προβλήματα που βιώνει είναι τεράστια και που δεν μπορούν να επιλυθούν, πάρα μόνο μέσω θείας επεμβάσεως).

Εκφέρει την ατάκα, επιζητώντας απεγνωσμένα να γίνει στο πατ κιούτ, το επιζητούμενο cut - paste (κοπή - επικόλληση), από τη μπαχαλοκατάσταση που βιώνει, σε μια φυσιολογική κατάσταση (είναι δε τόσο διαφορετικές οι σημερινές συνθήκες απ' τις ζητούμενες, ώστε στα μάτια του οι δεύτερες να φαντάζουν μακρινές και ως συνθήκες ζωής που απαντώνται σε άλλον πλανήτη).

Πολλές φορές, η ατάκα ακούγεται από κάποιον φαντάρο που υποφέρει τα πάνδεινα, ευρισκόμενος στην άκρη του Θεού, σε τόπο που στα μάτια του φαντάζει αφιλόξενος. Αισθάνεται πως βρίσκεται σε άλλο πλανήτη και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επιζητά μανιασμένα τη μετάθεση. Αισθανόμενος πως μέσω των όποιων κονέ του δεν γίνεται τίποτα, στέλνει, request στον ουρανό... Και καλά!

Όταν στον θάλαμο, ή σε κάποια ταβέρνα της περιοχής τού στρατοπέδου, τύχει να παιανίσει το αναφερόμενο άσμα, τότε αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει μαζί με τον Στράτο, εκφέροντας έτσι τη συγκεκριμένη ατάκα. Τότε ξεζιπάρεται όλη η συσσωρευμένη αγανάκτηση που 'χει μαζευτεί στην ψυχή του απ' το ζόρι που τραβάει. Ετς, εκτονώνεται προσωρινά για να φορτώσει την επόμενη, ενώ η ελπίδα προσμονής της μαγικής στιγμής της μετάθεσης, είναι ολοζώντανη μέσα του.

  1. - Που λες, αισθάνομαι βραχωμένος στον γάμο μου. Άστα... Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη.

  2. - Άστα, μου 'χουν έρθει τα πάνω κάτω τον τελευταίο καιρό. Με έχουν πλακώσει οι... αρρώστιες και στο καπάκι, έχασα και τη δουλειά μου. Τι να πω; Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη. Πολλά ζητάω;

  3. Φαντάρος εκ Κρήτης αναλογιζόμενος τι τραβάει, σε ένα αφιλόξενο τάγμα, λέει την εξής μαντινάδα, κοιτώντας μια προς στον ουρανό και μια προς στον τόπο του:

Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη
και μια καλή μετάθεση να κατεβώ στην Κρήτη. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακοφωνίξ σαξοφωνίστας, αυτός που εκτελεί στην κυριολεξία το κομμάτι του. Από το σαξόφωνο + φονιάς, αν έχετε απορία.

Ο σολίστ αρρώστησε και τον αντικατέστησε ένας άλλος. Εμείς όμως ξέραμε ότι πρόκειται περί σαξοφονιά κι έτσι δεν πήγαμε στη συναυλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητική φράση που απευθύνεται με έντονο απαξιωτικό μορφασμό, για κάποιον τραγουδιστή, ή για κάποια τραγουδίστρια τελευταίας κλάσης (βασικά για κλάσιμο είναι). Για κάποιο άτομο που θεωρεί πως είναι το... μουσικό ταλέντο.

Μιλάμε για κάποιο ψώνιο, για κάποιο άτομο συμβατών προδιαγραφών με το Ανίτα show (δες και γαργάρα με ξυλόπροκες), για κάποιον Κακοφωνίξ, για κάποιο εντελώς ατάλαντο μουσικά άτομο, που ωστόσο όμως μπορεί να διακρίνεται για άλλα ταλέντα (π.χ: μπορεί να μιλάμε για κάποια με φωνητικές δυνατότητες α λα Μαρία Κάβλας, για κάποια φραπεδιάρα, για κάποια χορεύτρια, κλπ).

Πολλά απ' αυτά τα άτομα τραγουδούν σε κέντρα ftpπροδιαγραφών. Πάντως όποιος πάει για να ακούσει ποιοτικό άσμα εκεί, τα 'πιασε τα λεφτά του. Όπως λέει κι η Σαπφώ: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες. Και στη φάση αυτή, μιλάμε για κακαρίσματα.

Το υποτιμητικό της φάσης βγαίνει από το γεγονός, πως ενώ η φράση θυμίζει σκάλα του Μιλάνου (που παραπέμπει σε όπερα και σε μουσική υψηλού επιπέδου), γίνεται η ανατροπή μιλώντας για Σκάλα του Ωρωπού (δεν μιλάμε δηλαδή για σκάλα με όπερα, αλλά για λιμάνι).

Μιλάμε δηλαδή για κάτι άσχετο. Και επομένως παραπέμπουμε έτσι σε κάποιον ατάλαντο στο τραγούδι.

Όσο πιο χάλια αντίληψη έχουμε για την περιοχή του αναφερόμενου λιμανιού, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η απαξίωση.

Σημείωση:

1) Μπορούμε να κάνουμε παύση μεταξύ της λέξης σκάλας και της λέξης Ωρωπού, για να δημιουργηθεί εντονότερη η εντύπωση περί σκάλας του Μιλάνου στο μυαλό του συνομιλητή μας, πριν την ανατροπή που θα ακολουθήσει.

2) Αντί για σκάλα Ωρωπού θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σκάλα Πολυχνίτου, Καλλονής και γενικότερα για οποιαδήποτε σκάλα λιμανιού.

- Αυτή την τραγουδίστρια που μου σύστησες χθες στο σπίτι σου, δεν την έχω ξανακούσει. Καλή είναι; Πού τραγουδάει;
- Καλή;... Μόνο καλή; Να φανταστείς... τραγουδάει στη σκάλα... - Σκάλα;... Σκάλα του Μιλάνου;
- Περίπου. Σε σκάλα τραγουδάει κι αυτή, αλλά όχι στη σκάλα του Μιλάνου. Στη σκάλα... του Ωρωπού τραγουδάει βρε! Πού να τραγουδάει μωρέ; Στο κέντρο «Τα κακαρίσματα», στην εθνική οδό. Αλλά, δεν μπορείς να πεις; Από μουνί... φωνάρα η τύπισσα. Μιλάμε για... βιρτουόζο στον χειρισμό πουλόφωνου. Όχι αστεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρυθμός 3/4. Κατά το σου-τιέν, εκ-μέκ, κλπ.

- (πούτσα-τσα, πούτσα-τσα), χμμ, ωραίο κομματάκι αυτό, τι είναι;
- Ο Γαλάζιος Δούναβης.

Got a better definition? Add it!

Published