Further tags

Μέρος πρώτον: ενδεικτικά λημματούθκια

Το παρακάτω απαύγασμα Κυπριακών ιδιωματισμών μαζώχτηκε από διάφορα σάη (π.χ. δαχαμαί τζιαί τζειαχαμαί) κι από προσωπικά ακούσματα.

ακκος: παλτό
αλώπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπάλατος: πεισματάρης
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: ανατινάσσω
αξινόστραφη: ανάποδη
α/ποδκιάντραπος (α/ποδιάντραπος): ο ξεδιάντροπος
άππαρος: άλογο, έτ του ίππος
απιδιά (προφέρεται αππιδκιά): λαικ. αχλαδιά. Από το ''απιδέα'' (βλ. ελαία=> ελιά, μηλέα=> μηλιά, κ.ο.κ.)
αποσιστώθηκα / αποσσιηστώθηκα: ξεμουνιάστηκα, ξεσκίστηκα
αππωμένος: ο έφιππος, μεταφορικά, ο καβαλημένος
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφή: αδελφή
αρφός: αδελφός
αρφότεκνος (αδερφότεκνος): ανιψιός. Εκ των αδερφός (αρφός) + τέκνο (το παιδί του αδερφού μου)
ατζία: άκρη του ψωμιού αφτένω: ανάβω αχάπαρος: χαζός, πιθανώς εκ του χωρίς χαμπάρι
άψε το: άναψε το αψιουρίζομαι: φτερνίζομαι

βάκλα: η ουρά του προβάτου βαρκούμαι: βαριέμαι, εκ του αρχαίου βαρούμαι
βίλλα: πέος, Βυζαντινή ρίζα
βίτσα μαγγούρα, έγινες: αδυνάτισες βλαντζί: συκώτι βόρτακος: βάτραχος βόρτος: χοντρός βούκα: μάγουλο βουκκαλλέτικον: μπούλης βουναλλούι: μίκρος λόφος βούρνα: γούρνα, νεροχύτης βουρώ: τρέχω βρίξε: σώπα (προστακτική) βυζοκούππι: στηθόδεμος (σουτιέν)

γαμίστρα: κρεβάτι γάρος: γαϊδούρι γιουτά μου: με βολεύει

δακάνω (προφέρεται δακκάννω) : μεσν. ''δακώνω'' από τον αόριστο έ-δακ-ον του ρήματος ''δάκνω''. Στην νεοελληνική πήρε τη μορφή δαγκώνω
δαμαί: εδώ
δαχαμαί: εδώ χάμω
δκιασσιελιά (διασκελιά): δρασκελιά δκιασσιελώ (διασκελώ): δρασκελίζω, δρασκελώ, διασκελίζομαι
δρώμα: ιδρώτας

εβόλυα: πάτησα λάσπες ελαώθηκα: τρελάθηκα Ελλαδίτης: πας μη Κύπριος Έλλην
ελύσσασα: πεινάω πολύ εν να: θα, εκ του είναι να
εποζούρτισα: ξεκωλώθηκα έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πείνας (έπεσε ο αφαλός μου) έρκουμαι: έρχομαι έσιει: έχει έσσω: μέσα εφάτσισα: χτύπησα

ζάβαλλι: αλίμονο ζαβός: στραβός ζάμπα: μπούτι. (σ.ς.: Υπάρχει αρα δε σχέση με το ζαμπόν;)
ζιλικούρτι: κασμάς ζώλος: μπόχα

ήντα πον τούτον;: τι είναι αυτό; ήντα: τι ηττασία: δούλα

θιακλώ: ξεπλένω
θκια / θκιος: θεία / θείος
ιλ: κυλώ

καϊλώ: δέχομαι κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη καλαμαράς: μορφωμένος, Ελλαδίτης
καλώ: αμέ καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκανίκαβλος: Ψιλόλογνος
καρκασαλλίκκι: φασαρία καρκκιά: καρδία
καρκόλα: κρεβάτι, καριόλα
καρτζί: απέναντι κάσσια (κάσα): η κάσα. Αν λέγεται ως χαρακτηρισμός γυναίκας τότε σημαίνει, η άσχημη, το μπάζο, ψαροκασέλα
κατρακύλα: τσουλήθρα κατσαρίζω: κάνω θόρυβο κατσιαρισμός: φασαρία, θόρυβος κάττος: γάτα, εκ του Βυζαντινού κάτος
καύκει: καίει κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα (σ.ς.: καμία σχέση με τον Φρανζ )
κείνη (προφέρεται τζιείνη): εκείνη
κείνος (προφέρεται τζείνος): κείνος
κελέ: κέφαλι κινέζοι: οι οπαδοί της ομάδας Ομόνοια, γιατί είναι πολλοί
κκελλέ κουλούμπρα: πονοκέφαλος
κόλλα: χαρτί κομμόροτσος: ακατέργαστη μεγάλη πέτρα κόρη: κοπέλα κοτζιάκαρη: γερόντισσα κότσιρας: κουράδα
κουλουφός: ατημέλητος κουτσακοτίρι: μανταλάκι
κουφή: φίδι κρούζω: καιω κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι εκ του ακρουόμαι
κυλώ (προφέρεται τζιυλώ): κυλάω, κυλώ
κωλοσύρνω: τραβώ κωλοΰρα: κοφίνι

λαλώ: ομιλώ, λαλώ λαός: λαγός λάσσω: γαυγίζω λαφαζάνης: αυτός που λέει βλακείες λαστιχάριες: οπαδοί της ομάδας ΑΠΟΕΛ λημματού(δ)ιν: το λήμμα
λίξης: λιγούρης λισσιάρης: λιγούρης λυσσοπεινώ: πεθαίνω της πείνας λουβώ: μαδάω λούκκος: λακάκι, τρύπα στο έδαφος

μαίρισσα: κατσαρόλα μαϊττάππι: κορόιδεμα μαλαχτός: μαλακός, ο ευάλωτος μαννός: ηλίθιος μάππα: μπάλα μάππουρος: κουκουνάρι, κοντοστούπης (σ.ς.: Ήταν το παρατσούκλι του μακαρίτη Σπύρου Κυπριανού)
μαυρού: Η μαύρη. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές στο διαδίκτυο, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για σκουρόχρωμες οικιακές βοηθούς
μεζετζής: μεζεκλής μίλλα: λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια) μιλλοσφουντζίσματα: δουλειές μπακαλίστικες, πρόχειρες, άρπα-κόλλα. Εκ των μιλλό (λίγο) και σφουγγίζω
μιτσής: μικρός μονή: κρεβάτι μοτόρα: μοτοσυκλέτα μουβλούκα: μαξιλάρι μούλα: θηλυκό του μουλαριού μούτι: μύτη μουτσοπάιχτης: ο μαλάκας
μούτσιος: η μαλακία και το τράβηγμα αυτής
μουτταρκά: απόκρημνο έδαφος μούττη: μύτη, κορυφή μούχτη: δωρεάν μούχτιν: δωρεάν μυάλος: μεγάλος

νησιάνι: στρατιωτικό διακριτικό ντζίζω: αγγίζω

ξημαρισμένος: λερωμένος ξιμαρισμένο: λερωμένο

όϊ: όχι ολάν: τι νόμιζες όξυπνος: ξύπνιος, έξυπνος ούζω: κουνώ ούσσου: σιώπα (προστακτική) ούτσιαλης: πολύ φαΐ

παγκούι: παγκάκι παίζω κάποιον: δολοφονώ κάποιον
παίζω μούτσο: τραβάω μαλακία
παουρίζω: φωνάζω παπίλλαρος: τα πρώτα σύκα παπίρα: πάπια παραπότης: αυτός που κάνει ατιμίες παρατραβήγματα: η υπερανάληψη (λογιστικός όρος)
παρπέρης: κουρέας πασιαμάς: χαβαλές παστός: λεπτός/η
πατανία: κουβέρτα παττίχα: καρπούζι (αραβική λέξη)
πατσαρκά: χαστούκι πατσιαούρα: ατημέλητη, πατσαβούρα πατταλόνι: παντελόνι παττίχα: καρπούζι παχύς (προφέρεται πασσιύς) : ο παχύς πελλοκίκκιρος: θεότρελος
πεζούνα: περιστέρι (ιταλικό)
πελεκάνος: ο μαραγκός. Εκ του πελεκώ
πελλός: ο τρελός. Εκ του απολωλώς
πιθκιαβλοζάμπης: τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (εκ του αυλός) πιλέ: ήδη πίσσα: τσίχλα πιττώνω: πλακώνω πλοουτσόπ: η πεομύζηση, εκ του blowjob
ποδά: απ' εδώ ποήνες: μπότες ποϊνες: μπότες πολογιάζω: διώχνω πομιλόρι: ντομάτα ποξαμάτι: παξιμάδι πορνόν πορνόν: πρωί-πρωί (σ.ς.: πουρνό- πουρνό)
πότσα: μπουκάλα ποτσεί: απ' εκεί πουλλαόφωνος: άντρας που μιλά με λεπτή φωνή πουπούξιος: κουκουβάγια πουστοκαλαμαράς: πουστο-ελλαδίτης (q.v.)
πούττος: το μουνί
πόφκαλες (απόβγαλες) με: με κούρασες ππαραόπιστος: τσιγκούνης
ππεεεεε!: επιφώνημα εκπλήξεως
ππεζεβένκης: κερατάς ππούλλι: βλήμα (ηλίθιος) ππουνία: γροθία ππουρτού: τα υπάρχοντα
πρότσα: πιρούνι πυρκόλα: του την χτύπα τον πύρουλλος: πυρά ζέστη, καύσωνας

ρα: αναφορά προς κοπέλα, αντίστοιχο του ρε
ρέσσω: περνώ ριάλια: λεφτά (σ.ς.: το τραγούδι: «Τα ριάλια ριάλια ζιε πούντα τζιο ππεζεβένκης που τα'σει στην πούγγαν» πρέπει να είναι στο Κυπριακό Top 10 τα τελευταία 40 τουλάστιχον χρόνια!)
ρότσος: πέτρα, χαζός, ντουβάρι (εκ του roche)

σαντανοσιά: ανακατωσούρα σιακατούρι: κατηφόρα σιέζομαι: Χέζομαι
σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός σι(δ)εροκουτάλα περίεργη: κυρα-περμαθούλα
σιέσης: δειλός σιονοτός: πατημένος σιόρ: κύριος σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό σκουλουκού(δ)ιν: το σκουληκάκι. Πληθυντικός: σκουλουκούδκια ή σκουλουκούθκια σίστος / σσιήστος: μουνί
σσυλλόπελλος: σκυλότρελος
στον κώλον σου ρεπάνι!: κατάρα με Αριστοφανικές ρίζες.
στράτα: δρόμος συνταγχάνω: μιλώ, αρχαία λέξη
σύξηλος: άναυδος σύρνω: ρίχνω σωρόφκω: σωρεύω, μαζεύω

τάβλα: τραπέζι, κρεβάτι τάνγκα: ακριβώς (σ.ς.: μη πάει ο νους σας στο κακό...)
ταπέλλα: πινακίδα τάππος: κοντός τατάς: νονός τζειαμαί: εκεί τζισβέςς: μπρίκι (τουρκικό, όπως και το μπρίκι)
τζοιμισμένος: κοιμισμένος τσαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσαί: και τσειαχαμέ: εκεί κάτω
τσεντί: πορτοφόλι τσιαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσιενκένης: τεμπέλης τσιλλώ: πλακώνω τσούρα: κατσίκα τταπουροκολού: μοτοσικλέτα

φακκώ: χτυπώ φάουσα: σκασμός φεύκω / φεύγω κάποιον: διώχνω κάποιον
φιλούθκια: φιλάκια φκάλλω: βγάζω φκιολί: βιολί φκιόρο: λουλούδι, μαστουρωμένος φλόκκος: σφουγγαρίστρα (σ.ς.: και πάλι, μη πάει ο νους σας στο κακό...)
φόκο: φωτιά, εκ του ιταλικού Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουκού: σχάρα, Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουντάνα: βρύση (σ.ς.: κατά το Φουντάνα di Trevi;)
φρουταρία: η αγορά τροφίμων

χάι χούι: χαβαλές χαμαί: χάμω (αρχαίο)
χαννοπαττίχα: βλαμμένη
χαρτωμένος: αρραβωνιασμένος
χογλά: βράζει χτηνό ή κτηνό: κτήνος, κάποιος πολύ δυνατός (γομάρι)
χτίν: γουδί χτιτσιολοά: βρωμάει άσχημα χτιτζιόν (χτικιόν): το χτικιό, η αηδία
χτοσιαίριν: γουδοχέρι

ψατζί: κρύο

Μέρος δεύτερον: συμβουλές πως να μιλάτε Κυπριακά άνευ διδασκάλου

  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «δια» προφέρονται «δκια-» ή «θκιά». Π.χ.: θκιαβάζω (διαβάζω)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «κ» προφέρονται «τζ». Π.χ.: τζιαιρός (καιρός)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «χ» προφέρονται «σσι». Π.χ.: σσιαιρετίζω (χαιρετίζω)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-ρια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι») προφέρονται «-ρκα». Π.χ.: ποτήρκα (ποτήρια), η αγγουρκά (η αγγουριά)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-δια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: η αναποθκιά (η αναποδιά), τα αρχίθκια (τα αρχίδια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-τια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: τα μάθκια (τα μάτια), τα σκαλοπάθκια (τα σκαλοπάτια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-πια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-πκια». Π.χ.: τα κουπκιά (τα κουπιά), η πάπκια (η πάπια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-βια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-φκια» ή «-βκιά». Π.χ.: τα μολύφκια (τα μολύβκια)
  • Όλα τα ρήματα που λήγουν σε –εύω μετατρέπονται σε –εύκω. Π.χ.: μαζεύκω (μαζεύω), χορεύκω (χορεύω)

Σ.ς.: μερικά από τα παρακάτω σχόλια ενσωματώθηκαν στον ορισμό. Φυσικά, τα όποια μιλλοσφουντζίσματα παραμένουν αποκλειστικά δικά μου.

«Τζυίλησε η μαίρισσα τζιαί ηύρεν το καπάκιν»
(κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι)

«Πεύκω τσειαχαμαί στην καρκόλλαν τζιαι η κελέν μου εν κολούμπραν»
(Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου με ισχυρή κεφαλαλγία)

«Επηαιννεν με την ταππιροκολου του τζιαι επίαι το σιακατουριν τζιαι σαν επηαιννεν καπου εκουράτζισε το αρτζιομαντρι του τζιαι εφαντην χαμαι»
(σ.ς.: sorry, δεν καταλαβαίνω Χριστό!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα της Κυπριακής Ελληνικής που ενδέχεται να ακουστεί σε συναναστροφές με Κύπριους φοιτητές ανά το παγκόσμιο. Το ρήμα περικλείει διάφορες συνειδητές αλλαγές στον τρόπο ομιλίας οι οποίες θα αναλυθούν αμέσως μετά το σύντομο ετυμολογικό διάλειμμα.

Το ρήμα προέρχεται από τον χαρακτηρισμό «καλαμαράς» που στην καθομιλουμένη κυπριακή σημαίνει Έλληνας της Ελλάδας, σε αντιδιαστολή με τον ελληνόφωνο πληθυσμό της Κύπρου.

Όταν κάποιος (κύπριος) καλαμαρίζει, σημαίνει ότι (συνήθως) συνειδητά προβαίνει σε αλλαγές στο λεξιλόγιο, την σύνταξη και την φωνολογία ώστε να μοιάζει με την Κοινή Νέα Ελληνική. Πρόκειται για φαινόμενο μαζικής υπερδιόρθωσης (hypercorrection)

Ο όρος έχει υποτιμητική χροιά αλλά το φαινόμενο καθεαυτό γίνεται όλο και πιο αποδεκτό καθώς παρατηρείται σύγκλιση των κυπριακών διαλέκτων σε μια κοινή Κυπριακή που αποτελεί μείγμα χαρακτηριστικών της κυπριακής διαλέκτου και της κοινής Ελληνικής.

Οι Αλλαγές:

Α. Φωνολογικά

  • Στα κυπριακά ιδιώματα επιβιώνουν τα διπλά σύμφωνα των αρχαίων (πχ άλλος: /'alːos/ αντί /'alos/) αλλά αναπτύσσονται και σε άλλες θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά (πχ σκύλος: /'ʃilːos/ αντί /'/'scilos/). Όταν κάποιος καλαμαρίζει, δεν προφέρει τα διπλά σύμφωνα.
  • Στα κυπριακά ιδιώματα διατηρείται και η προφορά των δασέων [pʰ], [tʰ] και [kʰ], τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και λεξιλογική σημασία (πχ κούπα (δοχείο) /kupʰa/ VS κούπα (έδεσμα) /kupa/). Και αυτά είναι πιθανόν να απουσιάσουν από το λόγο κάποιου που καλαμαρίζει.
  • Στο κυπριακό ιδίωμα παρατηρούνται τα σύμφωνα [ʃ], [ʧ] (και τα μακρά/δασέα/ηχηρά variants τους) που υποκαθιστούν τα [ç] και [c] σε συγκεκριμένα φωνητικά περιβάλλοντα. Και πάλι, αυτά τα σύμφωνα θα αποφευχθούν από αυτόν που καλαμαρίζει. Μερικές λέξεις όπως ο σύνδεσμος «και» /ʧe/ (αν είναι ήχηρο: /ʤe/) αντιστέκονται στον τύπο της Κοινής /ce/.
  • Αντιστροφή της αποσιώπησης των β, δ, γ, πχ η κατάληξη ουσιαστικόν -ούδιν προφέρεται συνήθως -ούιν. Κάποιος που καλαμαρίζει όχι μόνο θα προφέρει αυτά τα σύμφωνα, αλλά θα τα προφέρει και σε θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά.

    O γράφων δεν έχει παρατηρήσει άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά της κυπριακής να διορθώνονται από τους καλαμαρίζοντες.

Β. Μορφολογία/Σύνταξη

Στην Κύπρο η κυπριακή γραμματική και η γραμματική της Κοινής βρίσκονται σε σύγκρουση. Διάφορα κλιτά μέρη του λόγου σχηματίζονται διαφορετικά.

  • Το ρήμα «είναι» στα κυπριακά κλίνεται ως: είμαι, είσαι, ΈΝΙ/ΕΝ, είμαστεΝ, είσαστεΝ/είσαστΙΝ, ΈΝΙ/ΕΝ. Ο καλαμαρίζοντας πιθανόν να αντικαταστήσει το ένι με το είναι σε μια καθόλα κυπριακή πρόταση προκαλώντας μια awkward κατάσταση.
  • Οι προσωπικές αντωνυμίες είναι: εγιώ/εγιώνι /e'ʝo/ /~ni/, εσού, τζείνος/η/ο /'ʧinos/ /~i/ /~o/, εμείς, εσείς, τζείνοι/ες/οι. Όπως και πιο πάνω.
  • Οι καταλήξεις των ρημάτων -ούμεν(τε), -όννετε για α' και β' πληθυντικού αντικαθίστανται από αυτές της κοινής.
  • Περιφραστικοί χρόνοι. Παρόλο που αποφεύγονται στην Κυπριακή, οι καλαμαρίζοντες τείνουν να τους χρησιμοποιούν, ωστόσο σχηματίζονται διαφορετικά: Κυπριακή | Ελληνική | Καλαμαρισμός Είπα της |Της είχα πει| Είχα της πει. <- παρατηρείστε ότι το «της» αντιστέκεται και παραμένει μετά το κυρίως ρήμα αντί να πάει μπροστά από αυτό.

    Παρατηρείται και υπερδιόρθωση άλλων δομών σύνταξης για τις οποίες ο γράφων επιφυλάσσεται να γράψει αφού μελετήσει εις βάθος.

Γ. Λεξιλογικά

Απάνθισμα Κυπριακών λημματουθκιών.

Αρκετές λέξεις στο πιο πάνω λινκ είναι απαρχαιωμένες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλες χρησιμοποιούνται καθημερινά και αρκετές από αυτές θεωρούνται μιάσματα από τους καλαμαριστές.

Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». http://greeksurnames.blogspot.com/2010/06/blog-post.html

(από perkins, 23/06/10)(από perkins, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, η ψωλή στην κυπριακή διάλεκτο.

- Άντε μην απλώσω την βιλάρα μου και γίνει χαμός τώρα!
- Σιγά εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μούτσο σημαίνει τραβάω μαλακία στην κυπριακή διάλεκτο.

Μουτσοπαίχτης αποκαλείται ο μαλάκας.

Η λέξη μούτσος πιθανώς να σχετίζεται με την λέξη πούτσος.

- Ο Πανίκος παίζειν με τον μούτσον του πάλιν!
- Μα ίντα που λαλείς, λαλώ-σε;

Μούτσος του Τσαρούχη (από Vrastaman, 26/08/08)Γιώργος Μαλάκας (βλ. σχόλιο νανάς) (από GATZMAN, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, στα Κυπριακά. Προφέρεται sheestos, και πιθανότατα να ετυμολογείται από την λέξη σχισμή.

Βλ. επίσης: πούττος.

«Κανείς δε μιλάει στη γυναίκα μου έτσι! ΘΑ ΤΟΝΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ;» (Καλαμαρίστικη απόδοση κυπριακού θυμού εξεφραζόμενου με λέξεις.)

«Κανένας εν μιλά στη γενέκαν μου έτσι. Εν να τον ισκοτώσω τον μαλάκαν γαμώ τον σσιήστο μου γαμώ. Πούν' τον μαλάκα, πούν' τον;» (Πιστή απόδοση του πιο πάνω θυμού στα κυπριακά –εκτός αν ο Κύπριος άρχισε να καλαμαρίζει για να τον καταλαβαίνει η γκόμενα και να μην ξενερώνει στο κρεββάτι).

(Από δαμέ)

(από jesus, 29/06/09)παίζει γαμωτζαζ; (από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουράδα στα κυπριακά.

Εδώ:

Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.

Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.

Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!

Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις.

Πρόκειται για λέξη που βρίσκει κανείς φού και φού σε παλαιότερα κείμενα (προσώπικαλλυ την συνάντησα διαβάζοντας εξιστορήσεις του 1821, ιδίως Μακρυγιάννη), και επιβιώνει ως τοπικός ιδιωματισμός στην Κύπρο, και σε περιοχές της δυτικής Ελλάδας, όπως Επτάνησα, ή Δυτική Στερεά. Τα παραδείγματα που βρήκα στον γούγλη αναφέρονται σε όρχεις ζώων.

Ο Νίκος Σαραντάκος στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 147) γράφει ότι «η λέξη είναι μεσαιωνική και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο λιμβός (άπληστος, λαίμαργος), από το οποίο προέρχεται και το λιμπίζομαι», καθώς και ότι στην Κύπρο το γράφουν ως «λυμπά» με ύψιλον.

  1. Ο Γυμνασιάρχης Καρπενησίου Κώστας Παπακαρνάς απ` τη Φουρνά, ήταν συντηρητικόc; στις πολιτικές του πεποιθήσεις και οπαδός του Καφαντάρη. Κάποτε απέβαλε τον μαθητή του Νίκο Σαλούκο, που μυήθηκε στις Κομμουνιστικές αρχές.

Όταν τέλειωσε η αποβολή του, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε αυστηρά:

«Ο πατέρας σου, ωρέ ζεβζέκη, σκοτώνεται για να μάθεις πέντε γράμματα, να γίνεις άνθρωπος, όχι να σπουδάζεις κομμουνισμό. Ξέρεις ωρέ, τι θα πει κομμουνισμός; Να σου πω εγώ. Ο κομμουνισμός, ωρέ, είναι σαν τα λιμπά του κριαριού. Κρέμονται, αλλά δεν πέφτουν. Η αλεπού όμως που τα βλέπει να κουνιόνται πέρα-δώθε λέει: «Δεν μπορεί. Εδώ θα πέσουν, εκεί θα πέσουν» και τρέχει όλη την ώρα από πίσω του. Αυτά τα έρμα κουνιόνται, αλλά δεν πέφτουν. Και η αλεπού ψοφάει από την πείνα. Τώρα κατάλαβες τι εστί κομμουνισμός, ωρέ! Να, έτσι βρε θα ψοφήσετε και σεις καρτερώντας να γίνει κομμουνισμός, να πέσουν του κριαριού τα λιμπά. Δεν πέφτουν ωρέ. Πάρτο χαμπάρι!». (Εδώ).

  1. Το τσοκάνισμα γινόταν με τον τσόκανο. Τον άνοιγαν σαν ψαλίδι, έβαζαν ανάμεσα το λουρί (το νεύρο των όρχεων) απ΄ όπου κρέμονταν τα λιμπά του ζώου και έδεναν την άλλη άκρη του. Βαρώντας μ΄ ένα ξυλόσφυρο το λιανό ξύλο του τσόκανου, κοβόταν το νεύρο κι έτσι νεκρώνονταν τα λιμπά. (Εδώ).

  2. «Έγιναν οι εκλογές και σκοτώθηκαν οι άνθρωποι. Και θα σκότωναν κι εμένα και δεν μπόρησαν, και μ' έπιασαν από τα λιμπά κι έκαμα τόσον καιρό οπού με πονούσαν». Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Οράματα και Θάματα (παρατίθεται από τον Ν.Σ.).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified