Ο ναρκομανής, το πρεζάκι.
Βλ. και πρέζονας.
Κοίτα ρε το ζέο, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί.
Ο ναρκομανής, το πρεζάκι.
Βλ. και πρέζονας.
Κοίτα ρε το ζέο, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί.
Got a better definition? Add it!
Αρχικά, κάτοικος των Σπάτων. Πλέον αναφέρεται σε τύπο που οδηγάει πειραγμένο αμάξι με σπόιλερ, αεροτομές, μπλάκ λάιτ και ηχοσύστημα το οποίο παίζει στη διαπασών σκυλάδικα. Αγαπημένα θέματα συζήτησης: το αυτοκίνητό του, κόντρες στη Βούτα, μπάλα, γκόμενες. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον παρατηρήσεις ... εξάλλου, αυτός είναι ο σκοπός του.
Βλ. και κάγκουρας.
-... Άσε με μωρέ με το σπατάνι ...τι με νοιάζει εμένα πόσα άλογα πιάνει τ' αμάξι του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουσιαστικός ορισμός του «τσέος» προέρχεται από το μπάτσος - μπατσέος - τσέος.
Χρησιμοποιείται:
- Ρε τελικά δεν μπορώ να σε πάω στο αεροδρόμιο το βράδυ.
- Έλα ρε μαλάκα... μην είσαι τσέος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!
- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
Got a better definition? Add it!
ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ
Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.
- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!
Got a better definition? Add it!
Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).
- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...
Got a better definition? Add it!
Η μεταλλάδικη / βλαχοαμερικάνικη / 80's χαίτη, το μουλέτι.
Κοίτα ένα χαιτικό ο τύπος! Κλάνει μαλλί στην κυριολεξία!
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Σημείο -πολλές φορές απόμερο- που ενδείκνυται για κατούρημα. Κατουρημένο πολλές φορές, συνήθως βρωμάει κι έχει λίμνες ούρων.
- Πω, πάει να σκάσει η φούσκα μου!
- Ε κατούρα ντε...
- Πού; Εδώ δημόσια;
- Ε πήγαινε εκεί στην κολώνα. Όλοι για κατουρώνα την έχουν.
Got a better definition? Add it!