Further tags

Το post-it.
Μέσα στην φιλολογία για post-rock, post-punk, post-jazz και γενικά post-οτιδήποτε, υπάρχουν και ορολογίες, όπως μετα-μοντέρνο, που έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Στα πλαίσια της λογικής ότι πλέον οποιοδήποτε ρεύμα προσδιορίζεται είτε από αυτό που αντικαθιστά, είτε με το σημείο τομής που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην εν λόγω τέχνη, έχει προταθεί και ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας φαντασίας σε δύο περιόδους. Η πρώτη προηγείται του The It του Stephen King και αποκαλείται λογοτεχνία φαντασίας, και η δεύτερη έπεται αυτού και ονομάζεται post-it. Ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, ειρωνευόμενος τον συρφετό των μετα-ό,τινάναι, χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του ανεγνωρισμένου αυτού φιλολογικού όρου για να αποδώσει την εμπορική ονομασία ενός ευτελούς, πλην χρήσιμου, προϊόντος από την βαρβαρικήν εις την ελληνικήν.

Κόλλα ένα μετα-αυτό στο ψυγείο γιατί θα το ξεχάσω, και δεν αντέχω την κρεβατομουρμούρα μετά.

βλ. και στίχλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πρακτική (προέκταση του γνωστού σε όλους πλέον μπουκάκι) διαδεδομένη κυρίως στα ιδιωτικά κολέγια των Η.Π.Α., η ζωή στα οποία έχει γίνει γνωστή μέσω ταινιών Hollywood (βλέπε American Pie 1, American Pie 2, American Pie 3 κτλ). Στόχος της πρακτικής αυτής, είναι η μείωση και ο εξευτελισμός της κοπέλας που συμμετέχει στην σεξουαλική πράξη. Συνήθως συμβαίνει ως τιμωρία σε γυναίκες που αρνούνται να πάρουν μέρος σε μπουκάκι, χωρίς αυτό να αποτελεί προϋπόθεση.

Το αβραάμ λίνκολν προϋποθέτει μερικά λεπτά προετοιμασίας πριν την σεξουαλική πράξη από το αρσενικό μέλος της συνουσίας και σημαντικός παράγοντας στην επιτυχή κατάληξη της πρακτικής αυτής είναι η παντελής άγνοια από το μέρος του θηλυκού παράγοντα της συνεύρεσης.
Τα τρία (3) στάδια της πρακτικής αυτής αναλύονται ως εξής:

1) Το αρσενικό κόβει ένα μέρος της ηβικής του κόμης (κοινώς πουτσότριχες). Όσο μεγαλύτερο μέρος της κόμης κοπεί, τόσο πιο επιτυχής θα είναι η πράξη. Το κομμένο μέρος τοποθετείται σε μία πλαστική σακούλα με φερμουάρ για να κλείνει. Η σακούλα αυτή έπειτα πρέπει να τοποθετηθεί σε κάποιο μέρος εύκολα προσβάσιμο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης (π.χ κάτω από το μαξιλάρι, κάτω από το κρεββάτι κτλ)

2) Η σεξουαλική πράξη λαμβάνει χώρα κανονικά. Όταν ο άνδρας καταλάβει ότι πλησιάζει η στιγμή του τελειώματός του, πρέπει να γυρίσει τη γυναίκα στη λεγόμενη σταση «πισοκωλλητό» ή και «πισοκωλομπρούμυτο» (doggy style). Λίγο πριν εκσπερματώσει, ο άνδρας τραβιέται και φτύνει στην πλάτη της συντρόφου του με τρόπο έτσι ώστε αυτή να νομίσει ότι εκσπερμάτωσε στην πλάτη της.

3) Η γυναίκα γυρνάει προς τον άνδρα νομίζοντας ότι η πράξη έχει τελειώσει, κατά την οποία στιγμή ο άνδρας εκσπερματώνει στο πρόσωπό της. Καθώς η γυναίκα παραμένει σαστισμένη από την αναπάντεχη τροπή των γεγονότων, ο άντρας πρέπει να βρει το σακουλάκι με τις πουτσότριχες και να τις πετάξει με βίαιο τρόπο στο πρόσωπο της γυναίκας, πάνω στην περιοχή στην οποία εκσπερμάτωσε. Το σπέρμα κάνει τις πουτσότριχες να κολλήσουν πάνω στο πρόσωπο της γυναίκας δίνοντας την ψευδαίσθηση γενειάδας, η οποία παραπέμπει στην διάσημη πλέον εικόνα του δέκατου έκτου προέδρου της Αμερικής, Αβραάμ Λίνκολν. Εξ'ου και η επονομασία της πράξης.

- Άσε φίλε, έκανα ένα αβραάμ λίνκολν χθες στην Κούλα και τα πήρε άγρια...

I love you, Cretan Style! (από Vrastaman, 04/11/08)επί τω έργω, με χρήση τριχόσφαιρου (από xalikoutis, 04/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απέλπιδα προσπάθεια που κάνουν -αντάρηδες να πείσουν τον κόσμο πως ακόμη διαθέτουν κάποιο είδος τρίχας στο κεφάλι τους ακόμη κι αν ο απέναντί τους τυφλώνεται λόγω αντανάκλασης του φωτός πάνω στο ταψί τους. Το σχέδιο είναι να μεγαλώσουν όσο μπορούν (αν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα λυπάμαι αλλά πρέπει να περάσουν σε αυτό το λήμμα) το μαλλί τους από τη μία μεριά ώστε με μια περίτεχνη κίνηση να το γυρίσουν και να καλύψουν το υπόλοιπο γυμνό τους κρανίο. Δυστυχώς το θέαμα είναι απαράδεκτο αλλά το κόμπλεξ που έχει η κοινωνία με τα μαλλιά τους οδηγεί σε αυτόν τον εξευτελισμό.

Οι ασκητές του καραφλάζ ξεχωρίζουν από μακριά λόγω κάποιων εξόφθαλμων χαρακτηριστικών που θα έβλεπαν και οι ίδιοι στον καθρέφτη αν δεν είχαν χάσει την ιδιότητα της περιφερειακής όρασης λόγω παρατεταμένης επικέντρωσης στο σημείο του τριχωτού της κεφαλής. Το πρώτο είναι η εθνική οδός για τις ψείρες (από το παλιό, κρύο ανέκδοτο με τους Πόντιους και την χωρίστρα, αλλά εδώ ταιριάζει γάντι) που σχηματίζεται με μιας μόλις μαζέψουν όλες τις τρίχες από τη μία μεριά. Κάτι σαν χωρίστρα, αλλά πολύ μεγαλύτερη, στα πλάγια ή στο πίσω μέρος του σκαλπ. Το δεύτερο είναι η χτένα στην τσέπη του πουκαμίσου. Λέγεται ότι κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σε καθρέφτη πάλλεται ώστε ο κάτοχος να μην χάσει καμιά ευκαιρία να θαυμάσει την κόμη του. Τέλος, η αδυναμία τους να γυρίσουν το λαιμό μήπως και χαλάσει η κόμμωση, κάτι που οδηγεί σε δικαιολογίες του κώλου τύπου «Άσε, πάλι ξέχασε το Μαράκι το παράθυρο ανοιχτό και έπαθα μια ψύξη όλη δική μου».

Η λέξη προέρχεται από τις εξής δύο: καράφλα και καμουφλάζ για τους ευνόητους λόγους. Στο σημείο αυτό είναι καλό να αναφερθεί πως ακόμη και καραφλοχαίτουλες μπορούν να υποκύψουν στον πειρασμό της άσκησης καραφλάζ, μιας και το μέτρο της αποτελεσματικότητας μεταξύ των δύο είναι δυσδιάκριτο.

- Άσε ρε φίλε, περπατάω με τον θείο μου το Μανώλη και ξαφνικά σκάει ένα μπουρίνι και τον βλέπω από τη μια στιγμή στην άλλη με αλογοουρά! Έτρεχε να κρυφτεί ο κακομοίρης! Έκανα πως δεν τον είδα αλλά δεν άντεξα όταν έβαλε τα χέρια στο κεφάλι και τον ρώτησα γιατί.
- Και τι σου είπε ρε;
- Ότι φοβάται μη πάει τίποτα από τον αέρα στο κεφάλι του και τον χτυπήσει! Λες και δεν ξέρουμε ότι κάνει καραφλάζ! Αλλά έτσι είμαστε στο σόι μας, κιμπάρηδες και αλάνια.
- Αυτό που κολλάει;
- Πουθενά, απλά δεν θέλω να αρχίσεις το δούλεμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Ape (πίθηκος). Κάποιος ο οποίος κάνει σαν πίθηκος συνήθως μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

(κοιτώντας δυο φίλους πάνω στον καναπέ ενός κλαμπ)

- Έιπς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των παικτών του μακράν πιο άδικου και τσάτσικου τυχερού παιχνιδιού, για να δώσουν κύρος στο χόμπυ τους. Αν και το χόμπυ εξ ορισμού δεν χρειάζεται κάποιο λόγο ύπαρξης ή δικαιολογίας εκτός από την ευχαρίστηση που δίνει σε αυτόν που το κάνει, ελάτε στη θέση αυτών που παίζουν συστηματικά. Ποιος θα έλεγε ότι το χόμπυ του είναι να κάθεται μπροστά σε μια τηλεόραση που δείχνει την σελίδα 533 του teletext, να ακούει το μαγευτικό ήχο της μηχανής επικύρωσης των δελτίων και να μονολογεί κάθε πεντάλεπτο: «Αχ ρε γαμώτο, για ένα θα έπιανα»; Εντάξει, είναι και ο πάνσοφος ιδιοκτήτης που σου μεταδίδει την απέραντη γνώση του πάνω στις τριάδες τις καλές αναμεμειγμένες με πολιτική και κουτσομπολιό αλλά και πάλι τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά.

Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως το προποτζίδικο είναι το κομμωτήριο των ανδρών πράγμα ακόμη πιο μειωτικό. Οπότε με τη λέξη κινονάω (< kino) απευθείας σώζουμε την κατάσταση δίνοντας την εντύπωση πως πάμε για πράγματα που αφορούν την εσωτερική μας αναζήτηση, ενώ απλά χάνουμε εκείνα τα μικρά στρόγγυλα νομίσματα που γράφουν 50 και δεν τα υπολογίζουμε. Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για να συνδεθεί το κωλοπαίχνιδο με εξωτερικές δυνάμεις που υπάρχει μια πιθανότητα να βοηθήσουν είναι πραγματικά μάταιη.

- Πού πας βρε αχαΐρευτε πάλι; Μην τυχόν σε ξαναμαζεύω από καμία λάσπη.
- Όχι ρε Κατίνα μου, να δες, γεμάτος 50λεπτα είμαι, να kinoνήσω πάω. Δεν τα ακούς που κρατσανίζουν στις τσέπες μου;
- Τι να κοινωνήσεις ρε αντίχριστε, ούτε Χριστούγεννα είναι, ούτε Πάσχα.
- Βρε άκου με που σου λέω.
- Καλά, άναψε και μια λαμπάδα μπας και σου ξανασηκωθεί.
- Έλα βρε Κατινούλα, τι λες τώρα, θα μας ακούσει κανείς και θα γίνω και ρεζίλι.
- Σιγά μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

(Όπως καταλαβαίνετε το όνομα του άνδρα δεν αναφέρεται για ευνόητους λόγους. Και επίσης και οι τοίχοι έχουν αυτιά.)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, λάτζα γιόγκα, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά του αγγλικού spoiler. Σημαίνει σε συζητήσεις για σινεμά κυρίως, αλλά και θέατρο και λογοτεχνία, να αποκαλύπτεις κρίσιμα στοιχεία της πλοκής και να καταστρέφεις έτσι το όποιο σασπένς και αγωνία των άλλων που δεν έχουν δει/διαβάσει ακόμη το έργο. Η λέξη φοριέται πολύ σε φόρα και σε βλόγια. Οι ευσυνείδητοι αποφεύγουν την σποϊλεριά, όπως ο διάολος το λιβάνι, και μόνο όταν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς βάζουν πριν τα γραφόμενά τους ένα spoiler warning ή «προειδοποίηση σποϊλεριάς». Αντιθέτως, τα τρολς προσπαθούν να ρίξουν όσες περισσότερες σποϊλεριές μπορούνε χύμα στο κύμα, για να την σπάσουνε σε όσους περισσότερους μπορούνε.

  1. (Από συζήτηση σε σινε-φόρουμ):

- Πάντως δεν έπρεπε ο Γιαπωνέζος να αυτοκτονήσει στο τέλος σκοτώνοντας μαζί και την γυναίκα του! Εγώ ποτέ δεν θα τό 'κανα στην θέση του!
- Αμάν ρε φίλε! Τι τρολεατζής είσαι; Ήταν ανάγκη να ρίξεις τέτοια σποϊλεριά στα καλά του καθουμένου;

  1. (Άλλη συζήτηση στο Αθηνόραμα)

- Δεν νομίζω ότι είναι πολύ τραβηγμένο το γεγονός οτι η Λόλα βλέπει πεθαμένους εξαιτίας των εμφυτευμάτων που της έβαλαν οι εξωγήινοι και τελικά μαθαίνει οτι ειναι νόθα κόρη του μπάτλερ της Ελσας. Έχουμε δει άλλωστε πολύ πιο εξεζητημένα σενάρια απο αυτό στο παρελθόν. Καλό θα ήταν φυσικά να μην διαβάσουν το σχόλιο μου όσοι δεν έχουν δει ακόμα την ταινία.

- Φίλε ευχαριστούμε πολύ που μας είπες το φινάλε και επίσης σε ευχαριστούμε που στο τέλος, αφού έχουμε διαβάσει την κριτική σου, μας προειδοποιείς να μην την διαβάσουμε. Λίγο αργά το θυμήθηκες. Συγχαρητήρια βρε και σε ανώτερα.

- Παιδιά μην ψαρώνετε, δείτε την ταινία, είναι φανταστική η σποϊλεριά που επινοεί ο φίλος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ηλεκτρονικό καμάκι, το οποίο είναι πολύ διαδεδομένο στις μέρες μας που ο κόσμος διαθέτει εύκολα πρόσβαση στο internet. Κατά μία έννοια, είναι και πιο εύκολο γιατί έχεις χρόνο να σκεφτείς τι θα πεις. Τη «γλώσσα του σώματος» την υποκαθιστούν διάφορα emoticons (φατσούλες κλπ). Μπορεί να γίνει σε κάποιο chat (π.χ. IRC), σε sites όπως Zoo, Facebook κλπ.

- Πάλι στον υπολογιστή είσαι; Τι κάνεις πια;
- Ψήνω κάτι γκομενάκια που γνώρισα εδώ στο Facebook!
- Κόψε ρε συ το e-καμάκι και βγες έξω να γνωρίσεις κανα πιπίνι από κοντά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκούμαι με τη μέθοδο πιλάτες.

Για όσους δεν ξέρουν —τύποι που δέν συναναστρέφονται θήλεα νέας κοπής για παράδειγμα—, πιλάτες είναι τύπος γυμναστικής πολύ της μοδός τελευταία. Σύμφωνα με την αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια, αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον φρίτση Γιόζεφ Χουμπέρτους Πιλάτες (ενμέρει ελληνικής καταγωγής), και εστιάζει στην αναπνοή, τη σπονδυλική στήλη και τους μύες που βοηθούν στην ισορροπία του σώματος.

Το ρήμα πιλατεύω, που σημαίνει παραδοσιακά «ταλαιπωρώ», «παιδεύω», ετυμολογείται μάλλον από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ο Κοραής πιθανολογεί και την καταγωγή από το αρχαίο πιλέω, που σημαίνει «θλίβω».

– Τί έχεις βρε Φιφίτσα; Γιατί μου κλαίς;
– Άσε βρε Φωφάκι μου, ο Φίφης μου δέ με θέλει πιά!...
– Μα γιατί βρε γλυκιά μου;
– Γιατι δέν τον ικ- ικανοποιώωωω... μπού χού χού...
– Μα τί 'ν' αυτά που λές βρε χαζό;
– Ναί Φώφη μου, ναί... Μου λέει χθές, οτι δέν του κ- κάνω λέει πιά, γι'- γι' ασκήσεις εδάφ- φους... Δέν είμαι λ- λέει, αρκετά ευ- βλύγιστη... μπού χούου... Έχει άλληηηηη!... Μπού χού χούουουουου... Είμαι σ- σίγουρη, έχ- χει άλληηηη!...
– Έλα βρε κουτό, που έχει άλλη! Μή λές κουταμάρες. Αυτό ειναι όλο, η ευλυγισία; Άκου να δείς. Έχω μιά φίλη μου —την Κίτσα, τη θυμάσαι;— παλιά χορεύτρια, πήγε στην αγγλία τρία χρόνια, έκανε μεταπτυχιακά στη γυμναστική, έγινε σπουδαία!... Τώρα που λές, αυτή άνοιξε γυμναστήριο στο κέντρο και κάνει πιλάτες!... Εκεί πάω κι' εγώ, έλα να πηγαίνουμε παρέα.
– Κ- και τί να μου κάνουν εμένα οι π- πιλάτες;...
– Τί να σου κάνουν;... Ευλυγισία δε θές; Δύο μήνες Φιφή μου, δυό μήνες! Πιλατέψου για δυό μήνες, και θα δεί μετά ο κύριος Φίφης. Που τέτοιο λάστιχο θα γίνεις, που θα σ' έχει πισωκωλομπρούμυτα και θα του χαϊδεύεις τα αφτιά με τις πατούσες... Ξέρεις, εκεί που του σηκώνεται...
– ...
– ...
– Πού ξέρεις εσύ βρε Φώφη πώς του σηκώνεται του Φίφη μου;...

Δες και σπάζομαι. Επίσης χριστιανοσλάνγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified