Further tags

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας. Σε μια πολυσυντροφική σχέση, μετασύντροφος ονομάζεται το άτομο με το οποίο σχετίζεται συναισθηματικά ο/η σύντροφός σου, αλλά όχι και εσύ.

Έχω σχέση με έναν άνθρωπο, ο οποίος σχετίζεται και με έναν άλλο άνθρωπο, ο οποίος, με τη σειρά του, σχετίζεται και με άλλο άνθρωπο. Αυτή είναι η μοναδική μου σχέση προς το παρόν, αλλά έχω ερωτικές επαφές και εκτός αυτής και όταν είναι να βγω ένα ραντεβού, θα το συζητήσω με τον σύντροφό μου. Αυτή την περίοδο, η δική μου εμπειρία στην πολυσυντροφικότητα είναι ως μετασύντροφος, γνωρίζοντας δηλαδή όλα τα άλλα άτομα που περιλαμβάνει το σχεσιακό πλαίσιο. Δεν προσεγγίζουμε την πολυσυντροφικότητα με ιεραρχία, καθώς θέλουμε ισορροπία στις σχέσεις μας, αλλά θέλει δουλειά για να μη βάλεις τον έναν σύντροφο πάνω από τον άλλο, επειδή ακριβώς αυτή είναι η τάση μας κοινωνικά. Με τον σύντροφό μου ήμασταν της ίδιας λογικής – είχαμε δυσκολευτεί με κάποια μονογαμικά κομμάτια, είχαμε πειραματιστεί και οι δυο μας στο παρελθόν με ανοιχτές σχέσεις και όταν γνωριστήκαμε και αποφασίσαμε να είμαστε μαζί σε σχέση, είπαμε να το πάμε εξ αρχής πολυσυντροφικά. (Καθημερινή).

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και αποδίδει στα ελληνικά την αγγλική λέξη compersion. Ειναι το να χαίρεσαι με τη χαρά που βιώνει και απολαμβάνει ο/η σύντροφός σου στο πλαίσιο μιας άλλης σχέσης πέρα από τη δική σας. (Δες).

Ο Γιώργος είναι πολύ κουλ τύπος και είναι εντάξει με τη συναπόλαυση, πράγμα που βοηθά πολύ στην ανοικτή μας σχέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνειρο κάθε άγαμου λιγούρη που βγαίνει σαββατόβραδο με την ελπίδα να γαμήσει. Ένας μουνόλακκος απαρτίζεται από πολλά άτομα γένους θηλυκού και από κανένα αρσενικό ον. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ!!!

Άκου να δεις τι έπαθα χθες που βγήκα με την Μαίρη. Μου λέει: θα περάσουν και οι φίλες μου να σε γνωρίσουν. Ε, μετά από 10' σκάει μύτη ένας μουνόλακκος άλλο πράγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη γυναίκα (ή τον άντρα gay) της οποίας ο κώλος ή το αιδοίο είναι τόσο ανοιχτό έτσι ώστε να χωράνε περισσότερα από ένα ανδρικά γεννητικά μόρια ταυτοχρόνως.

Τις περισσότερες φορές όμως χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δείξουμε ότι κάποια /-ος είναι τόσο ανοιχτή/-ός στα συγκεκριμένα μέρη του σώματος όσο το άνοιγμα ενός κουβά.

Επίσης, ως πουτσοκουβάς μπορεί να θεωρηθεί και το στόμα κάποιας /-ου αν δέχεται παραπάνω από ένα ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Ζορίστικες να την πηδήξεις;
- Μπαα, η κωλάρα της ήταν ολόκληρος πουτσοκουβάς!!

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.

  2. Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.

  3. Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.

>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).

  1. - Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;

  2. - Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;

  3. - Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κερνάω μπριζόλα σε γκόμενα, άκα συνουσιάζομαι. Λέγεται κυρίως για το επί πληρωμή σεξ. Και κυρίως όταν υπάρχει αμφιβολία αν θα μπριζολιάσεις, λ.χ. σε μασατζίδικα.

Πόσα περίπου πρέπει να σκάσεις για να μπριζολιάσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «αιμοσταγής», αυτός,-ή που έχει βάψει τα χέρια του στο σπέρμα, αυτός που στάζει σπέρμα.
Γλεντζέδικο μεγεθυντικό: Σπερμοσταγής τύραννος.

Ο Πέρι έχει αναδειχθεί σε σπερμοσταγή (λευκό, αποικιοκράτη) τύραννο του μελαψού Γαλάτη Πιερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified