Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαφανισμένος. Που ποτέ δε βρίσκεται στο πόστο του. Που κι αν τον ψάξεις, θα 'ναι εις μάτην. Δεν παίζει να τον βρεις πουθενά.

Διευκρινίσεις.

  1. Πουθενάς ΔΕΝ είναι ο οποιοσδήποτε εξαφανισμένος. Δεν εμπίπτουν π.χ. στην κατηγορία αυτή οι αγνοούμενοι, που τους ψάχνει στα αζήτητα η Νικολούλjη και ο Ερυθρός Σταυρός. Πουθενάς ΔΕΝ είναι αυτός που απλά άνοιξε ένα πρωί την πόρτα του, είπε στη γυναίκα του πως πάει στο περίπτερο για τσιγάρα και ποτέ δεν επέστρεψε.

  2. Ο πουθενάς συνήθως είναι κάτοχος κάποιας θεσμικής θέσης. Με τη μόνη λεπτομέρεια ότι αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Διότι εξαιρετικά σπάνια - έως ποτέ - προσέρχεται για να εκτελέσει το καθήκον του.

  3. Ο κλασικότερος πουθενάς είναι ο τελών εν αργομισθία υπάλληλος. Φαινόμενο που παρατηρείται βεβαίως βεβαίως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θέσεις που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Κι ο μισθός εννοείται να πέφτει κανονικά και με το νόμο.

Παράδειγμα: φίλος του γράφοντος προσελήφθη σε ΟΤΑ με εξάμηνη σύμβαση. Για λόγο που μέχρι τώρα αγνοεί ακόμη κι ο ίδιος, δεν τον πήραν ποτέ τηλέφωνο να πάει για δουλειά. Και τα μισθά να πέφτουν κανονικά στην τράπεζα.

Στους κατ' ουσίαν πουθενάδες εμπίπτουν και οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) υπάλληλος της ΕΡΤ που η μοναδική του δουλειά ήταν να πηγαίνει με ταξί κάθε Κυριακή πρωί στην Πάρνηθα και να ρυθμίζει κάτι στις κεραίες. Ζήτημα 10 λεπτά δουλειά δλδ, χωρίς το πηγαινέλα.
β) οι φύλακες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας στην Πατησίων, που συνεννοούνται μεταξύ τους και κανονίζουν τις βάρδιες κατά τρόπο ώστε να δουλεύει ο καθένας τους μονάχα μια φορά στις 10 ή 15 μέρες.

  1. Αγαπημένος πουθενάς είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής που δεν εμφανίζεται ποτέ στις παραδόσεις και στέλνει αντ' αυτού τα τσιράκια του, που συχνά δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα. Πολλά φοιτητόνια παίρνουν πτυχίο χωρίς ποτέ να έχουν δει τη φάτσα τέτοιων ανεκδιήγητων πουθενάδων.

  2. Να μη ξεχάσουμε τέλος και τους πουθενάδες φαντάρους, που λόγω βυσματικής την περνάνε ζάχαρη. Στην πιο light εκδοχή, πουθενάς φαντάρος είναι αυτός που ποτέ δεν βρίσκεται στο πόστο του (π.χ. ως νοσοκόμος), βγαίνει στην αναφορά όποτε του καυλώσει και γενικά ψωλάρει ανηλεώς και κατά σύστημα. Σε πιο hardcore φάσεις, ο πουθενάς απλά κάνει θητεία απ' το σπίτι του, κι εμφανίζεται μόνο στο τέλος για να τσιμπήσει το απολυτηριάκι του. If this is the case, τότε δεν μιλάμε για απλό δόντι, αλλά για χαυλιόδοντα από σιβηρικό μαμούθ...

  3. Ο πουθενάς είναι, generally speaking, υποκατηγορία του Ανύπαρκτου, αυτού που Δεν Υπάρχει. Ο τελευταίος όρος είναι βέβαια πολύ ευρύτερος, με τεράστιο πλην ασαφές νοηματικό περιεχόμενο. Εντούτοις, συγχύσεις μεταξύ των δύο ενίοτε δεν αποφεύγονται. Αλλά γι' αυτό είμαστε κι εμείς εδώ βρε...

  4. Πουθενάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, μάλλον καταχρηστικά κττμγ, και ο επαγγελματίας εκείνος που ποτέ δεν τον βρίσκεις όταν τον θες, όχι όμως επειδή έχει τσακωθεί με τη δουλειά, αλλά επειδή πνίγεται στη δουλειά και δεν προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Το ακριβώς αντίθετο δλδ...

  1. - Ο Κωστάκης φίλε δουλεύει σε Υπουργείο. Πάει χαλαρά το πρωί με καμιά ωρίτσα καθυστέρηση, με την κάρτα χτυπημένη από συνάδελφο. Μετά στο άραγμα άλλη μια ωρίτσα, με καφεδούμπα και τα σχετικά. Ε μετά δε θα πάει και τη βόλτα του στα μαγαζιά κανά δυωράκι γεμάτο; Θα την πάει. Και φεύγει εννοείται και ένα δύωρο νωρίτερα.
    - Πουθενάς κανονικός δηλαδής...
    - Ναι, αλλά έχει και 17 χρόνια υπηρεσία στην πλάτη του, κάτσε καλά..

  2. Παραδείγματα συγκεκριμένων πουθενάδων.

Α. Ο πιο γνωστός πουθενάς καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών είναι κάποιος Μπενέτος της Λατινικής Φιλολογίας. Τον έχουν κράξει οι παρατάξεις επανειλημμένα, μέχρι και ανακοινώσεις έχουν αφισοκολλήσει όπου τον ξεμπροστιάζουν. Κι αυτός το χαβά του. Στη Θεολογική, ψιλο-πουθενάς ήταν και ο πολύς πατέρας Μεταλληνός, που συνήθως έστελνε αντ' αυτού μια θεούσα απ' τις διδακτόρισσες, η οποία το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει με κατάνυξη αποσπάσματα από τα θεόπνευστα βιβλία του παπα-Γιώργη...

Β. Πρόσφατο είναι το σκάνδαλο με τους 116 πουθενάδες ναύτες που «υπηρετούσαν» τη θητεία τους στο Οίκημα του ΑΓΕΝ, μακράν την πιο βυσματική θέση σ' ολόκληρο το ΠιΝι. Όλοι ανεξαιρέτως γόνοι καλών οικογενειών και γαλάζια παιδιά, έκαναν μια βάρδια ο καθένας κάθε 15 μέρες, κάθε 20, κάθε μήνα. Ορισμένοι έκαναν μία κάθε τρεις μήνες. Προεκλογικά είχε πέσει κάποιο κραξιματάκι, δημοσιεύτηκε και στο νετ η λίστα με τα ονόματα. Στα παπάρια τους. Με το που ήρθαν οι πράσινοι, το Οίκημα έβαλε λουκέτο και τα φλωρόπαιδα σκορπίσαν γι' άλλες πολιτείες (δλδ για άλλες βυσματικές υπηρεσίες, μην τρελαθούμε κιόλας). Για περισσότερα βλ. εδώ.

Claude Lévi-Strauss, 1908-2009 (από johnblack, 03/11/09)Βασίλης Καρράς, Δεν πάω πουθενά (από poniroskylo, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκούλια αποκαλούνται οι φέροντες κουκούλες και κραδαίνοντες μολότοφ διαδηλωτές.

Τα γνωστά-άγνωστα κουκούλια είναι πράκτορες της ασφάλειας κατά μερικούς, κωλοτρίφτες του ΣΥΝ κατ’ άλλους, ο ανθός της Ελληνικής νεολαίας κατά τους ίδιους.

- Το μόνο παράδοξο που βρίσκω εγώ είναι ότι ούτε λίγο ούτε πολύ (ο «Ριζοσπάστης») λέει (παραδέχεται;) ότι τα «κουκούλια» είναι «προϊόν» της ασφάλειας. Κάτι που με κάνει να απορώ πως και άφησε ο Περισσός να περάσει τέτοια αναφορά στο «Ρίζο»! Αφού ως τώρα υποτίθετο ότι τα «κουκούλια» είναι «παρά» τον ΣΥΝ, ο οποίος και τους χάιδευε τα αυτάκια.
(από εδώ)

- ...λίγο πιο κάτω δεν έχει ένα ποστ που αναρωτιόταν «τι κάνει η αριστερά» ή κάτι τέτοιο; Μάλλον νομίζει πως αυτοί που διέλυσαν την Αθήνα απόψε είναι μερικά κουκούλια και συναφή κωλόπαιδα. Σε άλλη πόλη ζουν.
(από εδώ)

\'Ετσι αυτοπροσιορίζονται τα κουκούλια (από Vrastaman, 30/06/09)είναι κουλ το κουκουλ... (από BuBis, 30/06/09)Burka-chic είναι très koo-kewl! (από Vrastaman, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καταδρόμι, καταδρομί

Εξέχοντα μαχήμια μέλη τα καταδρόμια, των ειδικών δυνάμεων του στρατού, ομού μετά βατραχίων (οϋκίων), λοκατζήδων, αλεξιπτωτιστών κ.ά., συχνά πάσχοντα από ήπια πυρκαυλίτιδα, έως οξεία στρατοκαυλίτιδα -τους αλλάζουν τον αδόξαστο στις καταδρομικές αφού. Τους μένουν διάφορα κουσούρια, τ., κούρεμα καταδρομί, γυμναστική αλά καταδρόμι.
Καθ' εξτένσιο σημαίνει τον σωματικώς/ σεκσουαλικώς/ δυναμωτικώς 'σουπεργαμάωα', αλλά και το αντίθετό του, τον τελειωμένο.

  1. ο γιος μου το καταδρόμι! είσαι τόσο μαχήμι που περιμένω απτη ταράτσα να κατέβεις στο μπαλκόνι να μπεις στ σπίτι (εδώ)

  2. τους κατατροπώνει συνήθως το παλικάρι, ο παλαίουρας, το καταδρόμι, ο οϋκάς που μπορεί να μοιάζει χαμένο κορμί αλλά τελικά, είναι αυτός που σώνει την παρτίδα. (εδώ)

  3. Μια φορά πήγα σε παρόμοιο περιστατικό να βοηθήσω (και καλά ο γυμνασμένος, πολεμικοτεχνίτης, ex-αμφίβιο καταδρόμι και έτσι) και μου προτείνανε ένα κουμπούρι στη μούρη που τα είδα όλα. Δε λέει! (εδώ)

  4. Αυτά... και αν θέλαμε να σε πειράξουμε θα σΕ λέγαμε ότι δεν ήσουν καταδρόμι με αρχίδια, αλλά αρχίδια καταδρόμι (παλιοσπασοκλαμπάνια που θα με πεις σούργελο και μάλιστα πορτοκαλί το μηχανάκι που καβαλάω). (εδώ)

  5. ΔΕΝ ΜΑΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΑ....ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ 200 ΠΑΚΙΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ (εδώ)

  6. Δε θα γίνει το #praksikopima_28Sep και θα πάει άκλαυτη η φρεσκοκουρεμένη καταδρομί κουρούπα της Νάντιας. Φτου (εδώ)

  7. Αυτο το καταδρόμι οταν παει σπιτι ξελασκαρει 1 βαλβιδα που χει στο στομαχι κ αμολαει 5λεπτη κομπολογατη κλανια (εδώ)

  8. Ολες το παιζετε καταδρομια του σεξ αλλα μολις λερωθει κανα μαλλι μας τα κανετε τσουρεκια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τα χοντρά βύσματα στον Ελληνικό Στρατό, όπου τα καθήκοντα τους οριοθετούνται στο να βρίσκονται σε κάποιο γραφείο και να κοιτάνε τον ουρανό για πιθανή πτώση αστεριών.

Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, εκτελούν αμέσως τις εντολές που τους έχουν δοθεί ως πιστοί και φιλότιμοι στρατιώτες και ενημερώνουν την διοίκηση για το συμβάν (δηλαδή παίρνουν τηλέφωνο το θείο τους που τυχαίνει να είναι ο διοικητής της μονάδας).

- Πω πω τον λυπάμαι τον Ισίδωρο, την χειρότερη περίοδο διάλεξε να μπει φαντάρος...
- Ποιόν λυπάσαι ρε; Ο Ισίδωρος είναι το μεγαλύτερο βύσμα της σειράς του... Σκοπευτής πεφταστέρων στην Αθήνα υπηρετεί..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προσδιορισμός ικανότητας στρατιώτη / οπλίτη πέραν του Ι-5, που αποτελεί ακατάλληλο για στράτευση. Λέγεται για άτομα που δεν την παλεύουν μία ή δεν προσπαθούν καν πλέον ή δεν ξεκίνησαν ποτέ (να την παλεύουν). Ισχύει τόσο για σωματική όσο και για ψυχολογική απαλεψία, ή, τέλος, για απαράδεκτη αντικοινωνική συμπεριφορά μέσα στο στρατόπεδο. Τον χρησιμοποιούν και οι στρατεύσιμοι για ανώτερους που δείχνουν ανησυχητικά σημάδια στο μυαλό τους ή στην αυστηρότητά τους προς τα κακόμοιρα φαντάρια.

  2. Έχει περάσει και στην καθομιλουμένη για να δείξει την ανικανότητα και την βλακεία και να θίξει τα άτομα που την παρουσιάζουν. Επίσης θίγει τον ελληνικό εγωκεντρισμό και το σκεπτικό του ξερόλα -«Έλληνες είμαστε, ό,τι θέλουμε είμαστε»- σύμφωνα με τον οποίο παρατηρούμε και αντιλαμβανόμαστε, μυωπικά, μόνο ό,τι αφορά την μπάκα, την τσέπη, και την πάρτη μας, με γαϊδουρινή απάθεια για τα υπόλοιπα.

  1. - Είδες πάλι τον Αρρώστογλου που όπλισε στη σκοπιά. 20 Φ έφαγε και λίαν επιεικώς.
    - Επίτηδες το κανε μωρέ, από απελπισία, για να τον βγάλουν από ένοπλες υπηρεσίες.
    - Δε σκέφτηκε μήπως εκπυρσοκροτήσει το όπλο; Καλά ρε ο λακαμάς, τέρμα γιώτα πια;!

  2. - Κοίτα το μαμμούθ πως περνάει τον δρόμο περπατώντας λες κι είναι χωράφι του!
    - Τί ασχολείσαι; Τέρμα γιώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει παρέα, αλλά παρέα από αλάνι. Προέρχεται από τον στρατό, από ένα τάγμα όπου πήγαιναν όλα τα «καλά» παιδιά, κοινώς τα ματσακόνια.

  1. Τάκης: -Ρε μαν, γαμώ τα παιδιά ο Νίκος!!!!
    Ανδρέας: - αι, για πολύ μόμα ,λέμε...

  2. Τάκης: -Τι θα κάνουμε ρε μαν σήμερα;;;
    Ανδρέας: -Θα μαζευτεί η μόμα σπίτι μου, να παίξουμε προ!!!

Museum of Modern Arts, NY (από ironick, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified