Selected tags

Further tags

Άλλος ένας όρος, προερχόμενος από παιχνίδια MMO και RPG, όπου ένας από μία ομάδα παιχτών παίρνει για τον εαυτό του κάποιο μαγικό αντικείμενο, το οποίο βρέθηκε μετά από πολύωρη μάχη και κάψιμο, χωρίς να το δικαιούται και αμέσως εξαφανίζεται από την ομάδα, προκαλώντας την οργή των συμπαιχτών του. Συχνά, τέτοιοι παίχτες (γνωστοί και ως ninja- looters), αφού νιντζάρουν ένα αντικείμενο, αλλάζουν την εμφάνιση και το όνομα του χαρακτήρα τους για να μην γίνονται αντιληπτοί και από άλλους παίχτες.

Λίγο αργότερα, ο όρος επικράτησε και στην καθημερινή μας γλώσσα με τη σημασία: κλέβω, παίρνω κάτι στα μουλωχτά χωρίς να με πάρουν είδηση οι υπόλοιποι, ωστόσο, τα αποτελέσματα γίνονται αντιληπτά πολύ αργότερα, όταν θα έχω ήδη εξαφανιστεί, εφαρμόζοντας την αλάνθαστη τεχνική των νίντζα.

Άλλη μία αρκετά γνωστή ερμηνεία είναι η εξής: μαχαιρώνω (μεταφορικά πάντα) ή χτυπάω κάποιον πισώπλατα, χωρίς να καταλάβει από πού του ήρθε.

  1. απο δουλεια τπτ...
    σημερα θα μιλησω με μια ιδιωτικη κλινικη παλι...
    αν δεν βρεθει τπτ το κοβω να νιντζαρω κανα 2000 χιλιαρικα απο τους δικους μου και να την κανω εξω... (από εδώ)

  2. Εσυ κ455λοπαιδι, που τα τακίμιασες με τον Ντόλη, κοίτα να μαζέψεις την γλώσσα σου γιατι θα σε τραμπουκίσω και θα σε νιντζάρω. (από εδώ)

  3. Ο El σηκώθηκε να μου ρίξει τις άμυνες αφού ανακοίνωσε τον πόλεμο αλλά δεν είχε δει ποτέ του τον στόλο μου και δεν ήτανε δυνατό φυσικά να σιμάρει,έτσι έστειλε στο πρώτο κύμα τα μεγάλα σκάφη και στο 2ο τα 200000 ελαφριά με άλλα καλούδια που δεν θα μπορούσα με τίποτα να νιντζάρω... (από εδώ)

(από Mr. Cadmus, 19/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντερβεσίδικη παραλλαγή της γνωστής φράσης έγινε της πουτάνας. Χρησιμοποιείται κυρίως από κουτσαβάκηδες των Βορείων Προαστίων Αττικής. Συσχετίζεται συνήθως με υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και μετέπειτα ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Τι λέει ρε τζόννυ; Πήγατε τελικά για ξεφτιλίκια με τον νιάρη; - Ε ναι ρε μαλά! Παίχτηκε κωλίλα. Τα τσούξαμε, της - τέιν έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται συνεχώς στην γνωστή τέχνη του Αυνανισμού... Χρησιμοποιείται για να μην χρησιμοποιηθεί δημοσίως όταν δεν αρμόζει (π.χ. όταν είναι μια γκόμενα μπροστά)...

Στο γυμναστήριο είναι 2-3 και συζητούν... Μπαίνει ένας που είναι ευρέως γνωστό ότι το αγαπημένο του σπορ είναι να την βρίσκει με την Πουλχερία...
«Μαλάκα αυτόν τον βλέπεις;»
«Ποιον ρε»;
«Αυτόν που μπήκε τώρα μέσα...»
«Ναι ρε... Γιατ;ί»
«Είναι μεγάλος πετσαδόρος... Όλη μέρα χειρογλύκανο...»
«Έλα ρε... είναι θαμώνας του youporn;»
«Τι να σου λέω το έχει ματώσει το πετσάκι του πολλάκις...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στο γνωστό videogame counter-strike βαράει μέσα από τοίχους σε άκυρα σημεία της πίστας, μπας και σκοτώσει τον αντίπαλο. Το αποτέλεσμα είναι πάντα αρνητικό και προκαλεί την οργή των συμπαικτών του, διότι όχι μόνο χαλάει άσκοπα τις πολύτιμες σφαίρες του, αλλά κάνει και υπερβολικό θόρυβο και οι αντίπαλοι δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη καθώς θερίζουν όποιον βρουν μπροστά τους.

(μέσω chat): 'ΜΑ ΚΑΛΑ ΕΙΣΑΙ ΜΠΕΤΟΒΛΑΚΑΣ ΡΕ SILENT_HUNTER;'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική συνθηματική φράση που χαρακτηρίζει τους οργανωμένους κάφρους των ελληνικών πετάλων. Προσκολλάται σε όσους έχουν κάνει χρήση τσιό ή και άλλων ναρκωτικών ουσιών πριν ή και κατά τη διάρκεια των αγώνων της αγαπημένης τους ομάδας.

- Πωωωώ ρε φίλεεε...Τσέκαρε τον Άκη πώς φωνάζει. Είναι πάλι έτοιμος να σπάσει από την ζουζού. στάνταρ έχει πιει τα δικά του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί ο σπασαρχίδης. Αυτός που συνηθίζει να ενοχλεί και να τα σπάει σε όλους.

- Τι έγινε ρε Γιάννη πήγατε για καφέ με τον Πέτρο εχθές;
- Ναι πήγαμε αλλά δεν κάτσαμε...
- Γιατί μόλις φτάσαμε στο καφέ είδαμε ότι ήταν εκεί και ο Μάκης, ο μπρέηκμπωλ...αν καθόμασταν θα μας τα έσπαγε πάλι...

(από elpetsador, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατιωτικό ιδίωμα, ο ανθυπασπιστής λέγεται συχνότατα ανθύπας (με σλανγκική αποκοπή). Από εκεί, με μια ηχηροποίηση του θήτα γίνεται αντύπας, ώστε να θυμίζει τον ομώνυμο λαϊκό τραγουδιστή. (Ή, αναλόγως με τα προσωπικά γούστα, και τον ήρωα Διγενή Αντύπα του Χάρρυ Κλυνν που έμεινε διάσημος για την ατάκα ημίθεος και βάλε, ή τον Αντύπα που χαιρέτησε ο Σαββόπουλος αφήνοντας πίσω του μια τρύπα).

Πάσα: Χότζας.

  1. - Μας έχει τύχει ένας αντύπας πολύ στριμένος! Μες στη γκρίνια όλη μέρα!

  2. - Άσ' τα, είχε κέφια πρωϊνιάτικα ο αντύπας και μας τραγούδησε...

(από Khan, 02/02/12)(από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασφαλίτης. Και τα δυο δεν είναι φανερά εκ πρώτης όψεως και σκάνε εκεί που δεν το περιμένεις.

Μη πας για Νόβα στις καφετέριες γύρω από τον Ευκλείδη, είναι γεμάτες νάρκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρεμφερής με τις θα γίνει χαμός, έγινε της πουτάνας. Η λεπτή διαφορά έγκειται στο ότι την ακούει κανείς συνήθως από άτομα με ιδιαίτερη αδυναμία στα RPG, MMORPG, στις ταινίες Lord of the Rings, και φυσικά στα βιβλία του Tolkien, και γενικότερα σε ότι περιέχει ξωτικά, δράκους, και μαλλιαρούς τούμπανους(βλ. σφίχτερμαν) warriors με τεράστια σπαθιά.

Η Μόρντορ στην τριλογία του Άρχοντα των δαχτυλιδιών του Tolkien είναι ο τόπος του υπέρτατου Κακού, τιγκαρισμένη με ένα σωρό σιχαμερά και κακιασμένα πλάσματα, κατά τους θρύλους απροσπέλαστη, άντρο του υπερσατανικού Σόρον. Στη Μόρντορ παίζεται και η κλασσική τελική αναμέτρηση μεταξύ του Καλού και του Κακού, σε μια επική μάχη-υπερπαραγωγή, όπου αφού πρώτα διαλυθεί το σύμπαν, τελικά το Καλό θριαμβεύει.

Αυτή τη τελική αναμέτρηση μάλλον είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές της έκφρασης τούτης.

- Ρε συ, έχουμε γενική συνέλευση τμήματος στις 4.
- Α καλά, πάλι της Μόρντορ θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθ. στον πληθ., μαγείρια. Μεταξύ τους οι μάγειροι και όσα παιδιά δουλεύουν σε εστιατόρια, φαστφουντάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα κλπ και τους βγαίνει η παναγία για να τρώνε ζεστό φαγητάκι οι μικρομεσαιομεγαλοαστοί.

Μαγείρια ενωμένα ποτέ νικημένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified